
Του Δημήτρη Κωνσταντίνου
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της μακροσκελούς αυτής ανάλυσης θα ασχοληθούμε με τα υπόλοιπα τρία κόμματα της αντιπολίτευσης αρχίζοντας απ’ το ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ αν υπήρχε βραβείο πολιτικής συνέπειας θα είχε σίγουρα σοβαρή πιθανότητα να το κερδίσει. Υπό την έννοια ότι αρκετά χρόνια τώρα, συνεχίζει ακάθεκτο το ίδιο πολιτικό βιολί. Η φρασεολογία του ελάχιστα έχει αλλάξει από κείνη της δεκαετίας του ΄70. Λόγος αντιιμπεριαλιστικός, αντικαπιταλιστικός, αντιμονοπωλειακός, ευθύς και τσεκουράτος που κατακεραυνώνει. Όσο δεν έχει αλλάξει ο λόγος του άλλο τόσο δεν έχει αλλάξει και η πολιτική τακτική του. Το ζήτημα είναι όμως ότι αυτή η φρασεολογία και τακτική δεν έχει καταφέρει ως τώρα να αγγίξει μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων ώστε με τη σειρά τους να το εμπιστευτούν. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να προβληματίζει στον Περισσό. Ειδικά αυτή την εποχή που τα αντιλαϊκά μέτρα σαρώνουν, το ΚΚΕ (όσο κι η αριστερά γενικότερα) θα έπρεπε να ανεβάζει γρήγορα τα ποσοστά της. Τι φταίει όμως κι οι πολίτες δεν το εμπιστεύονται; Τι φταίει που ακόμα και στις περσινές εκλογές πολλοί πολίτες δεν προτίμησαν το ΚΚΕ με αποτέλεσμα να χάσει ένα μικρό κομμάτι ψηφοφόρων; Οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στην πολιτική τακτική και το σχεδιασμό του κόμματος που αναφέραμε παραπάνω.
Στον Περισσό έχουμε την εντύπωση πως κυριαρχεί η νοοτροπία που λέει «πρώτα πρέπει να κρατήσουμε το μαγαζί μας ανοιχτό και να διατηρήσουμε την πελατεία. Κι αν έρθει και κάτι επιπλέον καλοδεχούμενο». Θέλω να πω μ’ αυτό πως ποτέ δεν είδαν ή δεν κατάφεραν να οργανώσουν το κόμμα σαν ένα πραγματικά μεγάλο πόλο αντίστασης και (δημοκρατικής) ανατροπής. Ο σχεδιασμός είναι κοντόφθαλμος με μικρούς στόχους. Παρά τις διακηρύξεις του περί ενός μεγάλου λαϊκού μετώπου στο οποίο θα ηγείται, το ΚΚΕ μένει δέσμιο κάποιων τακτικών που φαίνεται να είναι απότοκα του παρελθόντος. Φαίνεται δηλαδή σαν να έχει εμπεδώσει μέσα του την αντίληψη ότι είναι μικρό κόμμα αντιπολίτευσης που απλά υποδέχεται τις ψήφους διαμαρτυρίας των εκάστοτε δυσαρεστημένων, μετακινούμενων ψηφοφόρων. Και αρκείται σ’ αυτό το ρόλο. Ποτέ δεν αναζήτησε κάτι καλύτερο και μεγαλύτερο. Επιπλέον οι αιτίες των μικρών ποσοστών πρέπει να αναζητηθούν και στον τρόπο λειτουργίας του. Είναι γεγονός ότι στον Περισσό δεν έχουν ακόμα συνηθίσει σε δημοκρατικές πρακτικές. Τα κατάλοιπα απ’ την εποχή που το κόμμα λειτουργούσε σταλινικά υφίστανται και καθιστούν ακόμα και σήμερα δύσκολη την ζωή κάποιων στελεχών που μπορεί για ψύλλου πήδημα να χαρακτηριστούν ρεφορμιστές και να εκπαραθυρωθούν ή στην καλύτερη περίπτωση να μείνουν (ακόμα κι αξίζουν) για πάντα στην αφάνεια. Η κομματική πειθαρχεία είναι εκ των ων ουκ άνευ στο ΚΚΕ. Τέλος πιστεύω και δεν είναι άσχετο με το προηγούμενο- ότι οι αιτίες πρέπει αναζητηθούν στα πρόσωπα και στην ανανέωσή τους. Η ηγεσία του έχει κουραστεί κι έχει κουράσει. Αρκεί κανείς να παρακολουθήσει την γ. γραμματέα του κόμματος για να το καταλάβει. Δείχνει εξαντλημένη και κάνει προσπάθειες να αρθρώσει το λόγο της, που ένεκα και του περιεχομένου θα έπρεπε να διαθέτει και την αντίστοιχη αγωνιστική πυγμή για να ξεσηκώσει τον κόσμο. Πυγμή που όμως η γ. γραμματέας του ΚΚΕ δεν φαίνεται διαθέτει. Το ίδιο εντύπωση αποκομίζει κανείς βλέποντας τον αειθαλή κ. Μαΐλη. Επίσης κρίνω σκόπιμο να τονίσω ότι ούτε το ιδεολογικό περιεχόμενο του κόμματος που καθορίζει την πολιτική στάση και πρακτική, παρότι περιέχει κάποια ενδιαφέροντα σημεία δεν διακρίνεται από ρεαλιστική στοχοθεσία, με αποτέλεσμα οι προτάσεις του να ακροβατούν μεταξύ αδύνατου και υπερβατικού.
Τελειώνοντας επισημαίνω πως το ΚΚΕ θα μπορούσε με μια ρεαλιστικότερη προσέγγιση της πραγματικότητας χωρίς (αφού δεν θέλει) να αλλάξει την ουσία της και με μια στοιχειώδη ανανέωση του πολιτικού του προσωπικού, να κερδίσει πόντους στους πολίτες, αλλά κι οι πολίτες να κερδίσουν, αφού πάντα είναι απαραίτητη μια δυναμική αντιπολίτευση. Θα μπορούσε επί παραδείγματι τη θέση της κυρίας Παπαρήγα να καταλάβει ο Θ. Παφίλης, και πιο επιτελικό ρόλο ν’ αποκτήσουν ο Ν. Μπογιόπουλος κι η Λιάνα Κανέλλη αφού ο δυναμικός και συγκροτημένος λόγος τους αγγίζει τους πολίτες.
Αλλά αυτά μάλλον είναι σενάρια επιστημονικής φαντασίας για τον Περισσό.
Για τον ΛΑΟΣ δεν έχουμε πολλά να πούμε. Στις περσινές εκλογές βελτίωσε κατά δύο σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό του βασισμένο σε μια λαϊκίστικη (αν υπήρχε χειρότερος όρος θα τον χρησιμοποιούσαμε) ρητορία αλλά και πρακτική που απ’ την αρχή προσδιόρισε και τη θέση αυτού του κόμματος μέσα στο πολιτικό σύστημα.
Πρόκειται για ένα ετερόκλητο πολιτικό μόρφωμα, για ένα πολιτικό Κουασιμόδο, στο οποίο προστρέχει κάθε πικραμένος, αποτυχημένος πολιτικός απ’ όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα. Ο πρόεδρός του, Γ. Καρατζαφέρης μας έχει συνηθίσει σε συχνές παλινδρομήσεις με αποτέλεσμα στα δημοσιογραφικά γραφεία και όχι μόνο να αποκαλείται χλευαστικά κωλοτούμπας. Πιο πρόσφατο σχετικό δείγμα είναι η σφοδρή κριτική που ασκεί στο μνημόνιο αφού προηγουμένως το έχει υπερψηφίσει.
Έχει εξελιχθεί – ως τώρα –σε κυβερνητικό δεκανίκι του ΠΑΣΟΚ όχι από πολιτική ωριμότητα –όπως ισχυρίζεται - λόγω των στιγμών που περνά η χώρα, αλλά από μικροπολιτικούς καθαρά υπολογισμούς.
Βγάζει κορώνες περί έθνους και πατρίδος αλλά ουδείς σοβαρός άνθρωπος φρονεί ότι νοιάζεται για την πατρίδα. Είναι το κλασσικό παράδειγμα του πατριδοκάπηλου που για ξεκάρφωμα φωνάζει δέκα φορές τη μέρα ζήτω η πατρίδα. Πρωτοπαλίκαρα του Καρατζαφέρη είναι οι Α. Γεωργιάδης και Μ. Βορίδης. Δεν χρειάζονται περαιτέρω συστάσεις. Ο τελευταίος δε στην συζήτηση στη Βουλή κατά την ψήφιση του μνημονίου είπε το περίφημο: «Μητρός τε και πατρός τε απάντων τε τιμιώτερoν και αγιώτερoν εστίν η πατρίς» κι έφυγε καταχειροκροτούμενος ακόμα κι απ΄τη Ντόρα (από κεί να καταλάβετε). Την ίδια στιγμή βέβαια ψηφίζοντας το μνημόνιο, γνώριζε ότι ψήφιζε και το άρθρο 14 του Μνημονίου που λέει: “Με την παρούσα ο Δανειολήπτης (δηλαδή η Ελλάδα) αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία, από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση, περιλαμβανομένων, χωρίς περιορισμούς, της ασυλίας όσον αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή, κατάσχεση, αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ή προσωρινή διαταγή, και όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθμό που δεν το απαγορεύει αναγκαστικός νόμος” .
Τι να πει κανείς;
Απ’ την κοινοβουλευτική ομάδα του ΛΑΟΣ σώζεται ο Κ. Βελόπουλος που δείχνει πιο σοβαρός κι έχει κάνει μερικές ενδιαφέρουσες επερωτήσεις στη Βουλή.
Στο Συνασπισμό τα πράγματα (ήταν αλλά) τελευταία έχουν γίνει εντελώς τραγελαφικά.
Δεν ξέρει πραγματικά τι να κάνει κανείς. Να κλάψει ή να γελάσει με όσα διαδραματίζονται στην Κουμουνδούρου.
Να κλάψει για μια αριστερά (αν και προτιμώ τη λέξη εντός εισαγωγικών για το Συνασπισμό) που αντί να κατεβάζει με τέτοιες κοινωνικές συνθήκες τον κόσμο στο δρόμο αποσυντίθεται, ή να γελάσει που ένα έξεχον στέλεχος της στα εξήντα κάτι του, παίρνει 170 (!!) στελέχη και πάει να φτιάξει άλλο κόμμα; Ή που ακόμα ακόμα ο πρώην πρόεδρός του γράφει στα παλιά του τα παπούτσια το κόμμα στο οποίο ηγήθηκε για χρόνια, και κατεβαίνει υποψήφιος περιφερειάρχης με το έτσι θέλω. Από πού να αρχίσουμε και που να τελειώσουμε. Χρησιμοποιώντας μια φράση των αθλητικών συντακτών θα έλεγα ότι είναι ένα κόμμα «χωρίς αρχή και τέλος»
Η αλήθεια είναι πως ο Συνασπισμός (κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ) δεν είχε ποτέ καμιά ιδεολογική συνοχή σαν κόμμα.
Τα μέλη του (στην μεγάλη τους πλειοψηφία) ήταν αριστεροί προερχόμενοι από διάφορες τάσεις (ή γκρουπούσκουλα) που ντρέπονταν για το παρελθόν τους, αριστεροί που μετάνιωσαν γιατί στην «κατάλληλη εποχή» δεν βρέθηκαν αντί στο Ρήγα στο ΠΑΣΟΚ ώστε τώρα να’ ναι υπουργοί ή στελέχη οργανισμών. Γι’ αυτό μονίμως φλερτάριζαν μαζί του και μερικοί απ’ αυτούς (όπως ο Νίκος Μπίστης) κατάφεραν να κάνουν τον πόθο τους πραγματικότητα, έχοντας (τρομάρα τους) το ιδεολογικό άλλοθι ότι πάνε σ’ ένα σοσιαλιστικό (!!) κόμμα.
Η αλήθεια επίσης είναι ότι ποτέ δεν κατάφεραν να αρθρώσουν εναλλακτική κοινωνική πρόταση ακόμα και σε μια εποχή σαν κι αυτή που η κοινωνία σπαράσσεται. Αντ’ αυτού ασχολούνται επιμελώς και μάχονται για ήσσονος σημασίας ζητήματα όπως το σύμφωνο συμβίωσης των ομοφυλοφίλων, επενδεδυμένα με ολίγη οικολογική ανησυχία κι αυτή επιδερμική χωρίς ουσία ίσα ίσα, για να ενισχύει το προφίλ του «προοδευτικού». Κι αυτά όταν η ανεργία στο Πέραμα σαρώνει.
Οι βαθυστόχαστες αυτές συζητήσεις για τα παραπάνω λάμβαναν χώρα πέριξ του Κολωνακίου (και σίγουρα στο Φίλιον) όπου μεταξύ φραπέ και ούζου κατήρτιζαν το πολιτικό τους σχέδιο. Βέβαια θα μπορούσαν στο τέλος να φύγουν χωριστά γιατί θα είχε προηγηθεί διαφωνία αφού η μία τάση θα ήθελε φραπέ κι η άλλη διπλό εσπρέσσο. Είπαμε τραγέλαφος.
Η εκτίμησή μας είναι ότι αυτό το κόμμα δεν έχει μέλλον. Αν κάπου ταιριάζει η ατάκα η φύση μισεί το «κενό» είναι στο Συνασπισμό. Πάντα αιωρούταν στο πολιτικό κενό. Ποτέ δεν ήταν σαφώς κάτι. Ήταν αριστερά ή μήπως κεντροαριστερά; Μήπως ήταν σοσιαλίζουσα αριστερά; Μήπως ήταν αριστερίζοντες; Ποτέ δεν έδωσε σαφές ιδεολογικό στίγμα κι αυτό εκτιμούμε θα του στοιχίσει. Είναι θέμα χρόνου να επέλθει οριστική διάσπαση κι ο κάθε κατεργάρης να πάει στον πάγκο του.
Κι οι περισσότεροι απ’ αυτούς στο ΠΑΣΟΚ.
Ανακεφαλαιώνοντας θα λέγαμε πως σ’ αυτή την ατελείωτη (για να αυτοσαρκαστούμε και λίγο) ανάλυση, επιχειρήσαμε να ψηλαφίσουμε την κατάσταση των πέντε κοινοβουλευτικών κομμάτων ένα χρόνο μετά τις βουλευτικές και δύο μήνες πριν τις περιφερειακές εκλογές.
Όσοι είχατε το κουράγιο και διαβάσατε και τα τρία μέρη, θα διαπιστώσατε πως δεν τρέφουμε ελπίδες (ή μήπως αυταπάτες;) για κανένα απ’ τα κόμματα. Για την ακρίβεια πιστεύουμε ότι δεν είναι μόνο η ανεπάρκεια των κομμάτων.
Λείπει κυρίως, νομίζουμε, ο ηγέτης εκείνος που θα μπορούσε, να εμπνεύσει, να δημιουργήσει πολιτική, να χαράξει ορθή γραμμή πλεύσης, να αποφασίσει και να καθοδηγήσει δυναμικά, και λειτουργώντας ως ευπατρίδης να συσπειρώσει τον κόσμο γύρω από ένα σχέδιο για τη σωτηρίας της χώρας μας.
Το ευκολότερο θα ήταν να τελειώναμε με ευχολόγιο λέγοντας μακάρι να βρεθεί κάποιος πολιτικός με τέτοια χαρακτηριστικά όπως τα περιγράψαμε παραπάνω.
Όμως προτιμούμε να τελειώσουμε καταθέτοντας την (ρεαλιστική) απαισιοδοξία μας, λέγοντας πως δεν υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ και πως τα σχέδια «σωτηρίας», ειδικά αυτά που ετοιμάζουν αλλού χωρίς εμάς, για μας, μόνο τη σωτηρία μας δεν θα περιλαμβάνουν. Και κάποιος να τα σταματήσει δεν φαίνεται στον ορίζοντα.





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.