Η προκατάληψη και η επίταση της προκατάληψης, ο φανατισμός, δεν χαλιναγωγούνται. Ούτε από την υψηλή ευφυΐα, τη μόρφωση, την καλλιέργεια ούτε με την τετράγωνη λογική επιχειρημάτων, τον αυστηρό έλεγχο των συναισθημάτων. Επακολούθημα της προκατάληψης είναι η αδυναμία «διάκρισης», αδυναμία να αναγνωρίσουμε σε αυτόν (ή σε αυτό) που απορρίπτουμε και κάποια πιθανά θετικά στοιχεία, σωστές επιλογές, ορθές στοχεύσεις. Στο κόμμα που δεν ψηφίσαμε, στην ιδεολογία που δεν αποδεχόμαστε, όλα είναι οπωσδήποτε στραβά, όλα λάθος, όλα ιδιοτελή και πονηρά.
Αν μπορούσε να δημοσκοπηθεί η προκατάληψη, να μετρηθεί ο φανατισμός, τότε θα μπορούσε και να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός ότι τα ποσοστά προκατάληψης και φανατισμού στην ελλαδική κοινωνία βεβαιώνουν βαρύτατη νόσο, ανήκεστη παρακμή. Πώς το έλεγε ο Ελύτης: «Και τα μεν και τα δε, είναι όλα καλά εάν βρίσκονται από το μέρος μας, και όλα κακά εάν βρίσκονται από το άλλο. Δεν υπάρχει τρόπος να χωριστούν αλλιώς».
Δεν γίνεται αλλιώς, γιατί η προκατάληψη και ο φανατισμός είναι η ασυνείδητη θωράκιση του εγώ, ενστικτώδης, ενορμητική αντίδραση στη συμπλεγματική ανασφάλεια. Το να έχω δίκιο στις απόψεις μου, να έχω κάνει τις σωστές επιλογές, να αληθεύουν οι κρίσεις μου, στεριώνει την ισχνή ή ανύπαρκτη αυτοπεποίθησή μου, υπεραναπληρώνει τη μειονεξία μου, ξορκίζει τις φοβίες και τις ενοχές μου. Οταν διαπληκτίζονται οι άνθρωποι υπερασπίζοντας το κόμμα «τους» ή την ιδεολογία «τους» ή την ποδοσφαιρική ομάδα «τους», το διακύβευμα είναι το εγώ τους, η αυτοεκτίμησή τους. Και είναι νόσημα ψυχικό βαρύ, επειδή για να κατασφαλίσεις το εγώ σου απεμπολείς την ελευθερία σου, δουλώνεσαι στη μονοτροπία της προκατάληψης, στη μυωπία του φανατισμού.
Αν μπορούσε να δημοσκοπηθεί η προκατάληψη, να μετρηθεί ο φανατισμός, τότε θα μπορούσε και να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός ότι τα ποσοστά προκατάληψης και φανατισμού στην ελλαδική κοινωνία βεβαιώνουν βαρύτατη νόσο, ανήκεστη παρακμή. Πώς το έλεγε ο Ελύτης: «Και τα μεν και τα δε, είναι όλα καλά εάν βρίσκονται από το μέρος μας, και όλα κακά εάν βρίσκονται από το άλλο. Δεν υπάρχει τρόπος να χωριστούν αλλιώς».
Δεν γίνεται αλλιώς, γιατί η προκατάληψη και ο φανατισμός είναι η ασυνείδητη θωράκιση του εγώ, ενστικτώδης, ενορμητική αντίδραση στη συμπλεγματική ανασφάλεια. Το να έχω δίκιο στις απόψεις μου, να έχω κάνει τις σωστές επιλογές, να αληθεύουν οι κρίσεις μου, στεριώνει την ισχνή ή ανύπαρκτη αυτοπεποίθησή μου, υπεραναπληρώνει τη μειονεξία μου, ξορκίζει τις φοβίες και τις ενοχές μου. Οταν διαπληκτίζονται οι άνθρωποι υπερασπίζοντας το κόμμα «τους» ή την ιδεολογία «τους» ή την ποδοσφαιρική ομάδα «τους», το διακύβευμα είναι το εγώ τους, η αυτοεκτίμησή τους. Και είναι νόσημα ψυχικό βαρύ, επειδή για να κατασφαλίσεις το εγώ σου απεμπολείς την ελευθερία σου, δουλώνεσαι στη μονοτροπία της προκατάληψης, στη μυωπία του φανατισμού.
* * *
Στον μήνα που πέρασε είδαμε, για πρώτη φορά στην ιστορία του κρατιδίου μας, μια ελλαδική κυβέρνηση να τολμάει να διαπραγματευτεί τα συμφέροντά μας στον διεθνή στίβο, και οι διαπραγματεύσεις της να παραμένουν επί εβδομάδες στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Ασφαλώς και θα μπορούσαν να είναι καλύτερα προετοιμασμένες από την ελληνική κυβέρνηση οι διαπραγματεύσεις, με λιγότερες ρητορικές γενικότητες και περισσότερα αριθμητικά - λογιστικά δεδομένα, αφού οι συνομιλητές της είχαν απόλυτη άρνηση για την πολιτική λογική και γλώσσα – συνεπέστατοι πεισματικά οι «προηγμένοι» Ευρωπαίοι στην αυτονόμηση της οικονομίας από την κοινωνία και τις ανάγκες της.
Ασφαλώς και θα μπορούσαν οι ελλαδίτες πολιτικοί να κοντρολάρουν λίγο την επαρχιώτικη μειονεξία των εξεζητημένων ενδυματολογικών τους επιλογών, τη στιγμή που εκπροσωπούσαν μια κοινωνία σε κατάσταση χρεοκοπίας και «ανθρωπιστικής κρίσης». Ομως, έστω και με τις εξεζητημένες εφηβικές αμφιέσεις, έστω και δίχως έρμα κοινωνικών στοχεύσεων πέρα από τη διαχειριστική, ιστορικο-υλιστική «εξασφάλιση», το σίγουρο είναι ότι για πρώτη φορά το μεταπρατικό κρατίδιο, με δυο αιώνες νοο-τροπία προτεκτοράτου, κράτησε ορθή ραχοκοκαλιά. Και αυτό το ολοφάνερο δεδομένο η προκατάληψη και ο φανατισμός είναι αδύνατο να το δουν. Η εθελοτυφλία γίνεται σωστή παράνοια: Καταλογίζεται σε όσους τόλμησαν τη διαπραγμάτευση ότι αθέτησαν διαπραγματευόμενοι το κομματικό τους πρόγραμμα, «είπαν ψέματα στον λαό»! – ωσάν οι προγραμματικές στοχεύσεις να ακυρώνουν την πολιτική αναγκαιότητα των αμοιβαίων παραχωρήσεων στη διαπραγμάτευση.
Πάντως στην οικονομία οι οιωνοί δείχνουν ότι, κουτσά-στραβά, τα πράγματα θα προχωρήσουν, η «στάση πληρωμών» θα αποφευχθεί (τουλάχιστον για κάποιο ακόμα διάστημα). Ολοι όμως ξέρουμε και ομολογούμε ότι, χωρίς τίμια και ριζοσπαστική «επανίδρυση» των κρατικών λειτουργιών, χωρίς ρεαλιστική εξάλειψη του «πελατειακού κράτους», χωρίς ανυποχώρητη αξιοκρατία σε κάθε πτυχή του δημόσιου τομέα, ακόμα και μια «θαυματουργική» ανάκαμψη της οικονομίας θα είναι υπονομευμένη, πλασματική, βραχύβια. Αν δεν αποκτήσει η χώρα εκπαιδευτικό σύστημα εξαιρετικά υψηλού επιπέδου και σύστημα ταχύτατης και αξιόπιστης απονομής του δικαίου, αν δεν πειθαρχήσει ο συνδικαλισμός στις συνταγματικές (κοινωνικές) προδιαγραφές του, δεν σώζεται το ελλαδικό κράτος. Δεν σώζεται, έστω και με τεράστια κοιτάσματα χρυσού ή πετρελαίου στο υπέδαφός του.
Οι ριζικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να στηθεί και να λειτουργήσει κράτος στην Ελλάδα, δεν θα αποφασιστούν από την κυβέρνηση ούτε θα επιβληθούν με νόμους. Ας διδαχθούμε, επιτέλους, από την περίπτωση της χρόνιας αναπηρίας που μαστίζει την παιδεία: Πόσες (αναρίθμητες) μεταρρυθμιστικές απόπειρες έχουν επιχειρηθεί. Πόσοι (αναρίθμητοι) νόμοι έχουν ψηφιστεί. Κι όμως η αγλωσσία γίνεται όλο και πιο εφιαλτική, η κριτική σκέψη παιδευτικά ακατόρθωτη, το εξεταστικό σύστημα αμείβει την επιδέξια απατεωνία, όχι την ικανότητα και τη συνέπεια.
Ούτε με «διαλόγους» και ανάλογες πομφόλυγες εντυπωσιασμού των κρετίνων θα κατορθωθούν οι κατεπείγουσες, προϋποθετικές της συλλογικής μας επιβίωσης μεταρρυθμίσεις. Το πώς οργανώνεται και γίνεται κοινωνικά αποδεκτή μια μεταρρύθμιση (στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, στον κρατικό μηχανισμό, στον συνδικαλισμό) θέλει επίπονη σπουδή, έκτακτο ταλέντο και, κυρίως, ανιδιοτέλεια, νοο-τροπία ιεραποστολική. Εχουμε ανάγκη από πολιτικούς σε ρόλο κοινωνικού αναμορφωτή – αποδείχτηκε ανεπαρκέστατο το πολυδιαφημιζόμενο προσόν του «αποτελεσματικού» διαχειριστή (ακόμα και στην οικονομία).
Με άλλα λόγια: Με νοο-τροπία και αρχές Ιστορικού Υλισμού, μαρξιστικού ή καπιταλιστικού (ή απλώς χυδαίου πρασινογάλαζου πασοκισμού) οι μεταρρυθμίσεις που χρειαζόμαστε στην Ελλάδα σήμερα δεν μπορούν να γίνουν. Για να παραγάγεις ποιότητα, πρέπει να πιστεύεις στην ποιότητα, να έχεις γευθεί τη χαρά της ποιότητας, να έχεις ελευθερωθεί από τη δουλεία στη χρησιμοθηρία.
Δεν μπορείς ποτέ να πετύχεις εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αν δεν σε μεθάει η δυναμική της γλωσσικής εκφραστικής. Δεν θα πατάξεις ποτέ τη συνδικαλιστική αγυρτεία, αν για σένα δεν είναι χαρά ζωής και «νόημα» ζωής η στράτευση στον στόχο για κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν θα στηθεί ποτέ λειτουργικό κράτος, αν δεν μεταπλαστεί ο «δημόσιος υπάλληλος», με θεσμούς, σε κοινωνικό λειτουργό.
Στον μήνα που πέρασε είδαμε, για πρώτη φορά στην ιστορία του κρατιδίου μας, μια ελλαδική κυβέρνηση να τολμάει να διαπραγματευτεί τα συμφέροντά μας στον διεθνή στίβο, και οι διαπραγματεύσεις της να παραμένουν επί εβδομάδες στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Ασφαλώς και θα μπορούσαν να είναι καλύτερα προετοιμασμένες από την ελληνική κυβέρνηση οι διαπραγματεύσεις, με λιγότερες ρητορικές γενικότητες και περισσότερα αριθμητικά - λογιστικά δεδομένα, αφού οι συνομιλητές της είχαν απόλυτη άρνηση για την πολιτική λογική και γλώσσα – συνεπέστατοι πεισματικά οι «προηγμένοι» Ευρωπαίοι στην αυτονόμηση της οικονομίας από την κοινωνία και τις ανάγκες της.
Ασφαλώς και θα μπορούσαν οι ελλαδίτες πολιτικοί να κοντρολάρουν λίγο την επαρχιώτικη μειονεξία των εξεζητημένων ενδυματολογικών τους επιλογών, τη στιγμή που εκπροσωπούσαν μια κοινωνία σε κατάσταση χρεοκοπίας και «ανθρωπιστικής κρίσης». Ομως, έστω και με τις εξεζητημένες εφηβικές αμφιέσεις, έστω και δίχως έρμα κοινωνικών στοχεύσεων πέρα από τη διαχειριστική, ιστορικο-υλιστική «εξασφάλιση», το σίγουρο είναι ότι για πρώτη φορά το μεταπρατικό κρατίδιο, με δυο αιώνες νοο-τροπία προτεκτοράτου, κράτησε ορθή ραχοκοκαλιά. Και αυτό το ολοφάνερο δεδομένο η προκατάληψη και ο φανατισμός είναι αδύνατο να το δουν. Η εθελοτυφλία γίνεται σωστή παράνοια: Καταλογίζεται σε όσους τόλμησαν τη διαπραγμάτευση ότι αθέτησαν διαπραγματευόμενοι το κομματικό τους πρόγραμμα, «είπαν ψέματα στον λαό»! – ωσάν οι προγραμματικές στοχεύσεις να ακυρώνουν την πολιτική αναγκαιότητα των αμοιβαίων παραχωρήσεων στη διαπραγμάτευση.
Πάντως στην οικονομία οι οιωνοί δείχνουν ότι, κουτσά-στραβά, τα πράγματα θα προχωρήσουν, η «στάση πληρωμών» θα αποφευχθεί (τουλάχιστον για κάποιο ακόμα διάστημα). Ολοι όμως ξέρουμε και ομολογούμε ότι, χωρίς τίμια και ριζοσπαστική «επανίδρυση» των κρατικών λειτουργιών, χωρίς ρεαλιστική εξάλειψη του «πελατειακού κράτους», χωρίς ανυποχώρητη αξιοκρατία σε κάθε πτυχή του δημόσιου τομέα, ακόμα και μια «θαυματουργική» ανάκαμψη της οικονομίας θα είναι υπονομευμένη, πλασματική, βραχύβια. Αν δεν αποκτήσει η χώρα εκπαιδευτικό σύστημα εξαιρετικά υψηλού επιπέδου και σύστημα ταχύτατης και αξιόπιστης απονομής του δικαίου, αν δεν πειθαρχήσει ο συνδικαλισμός στις συνταγματικές (κοινωνικές) προδιαγραφές του, δεν σώζεται το ελλαδικό κράτος. Δεν σώζεται, έστω και με τεράστια κοιτάσματα χρυσού ή πετρελαίου στο υπέδαφός του.
Οι ριζικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να στηθεί και να λειτουργήσει κράτος στην Ελλάδα, δεν θα αποφασιστούν από την κυβέρνηση ούτε θα επιβληθούν με νόμους. Ας διδαχθούμε, επιτέλους, από την περίπτωση της χρόνιας αναπηρίας που μαστίζει την παιδεία: Πόσες (αναρίθμητες) μεταρρυθμιστικές απόπειρες έχουν επιχειρηθεί. Πόσοι (αναρίθμητοι) νόμοι έχουν ψηφιστεί. Κι όμως η αγλωσσία γίνεται όλο και πιο εφιαλτική, η κριτική σκέψη παιδευτικά ακατόρθωτη, το εξεταστικό σύστημα αμείβει την επιδέξια απατεωνία, όχι την ικανότητα και τη συνέπεια.
Ούτε με «διαλόγους» και ανάλογες πομφόλυγες εντυπωσιασμού των κρετίνων θα κατορθωθούν οι κατεπείγουσες, προϋποθετικές της συλλογικής μας επιβίωσης μεταρρυθμίσεις. Το πώς οργανώνεται και γίνεται κοινωνικά αποδεκτή μια μεταρρύθμιση (στην παιδεία, στη δικαιοσύνη, στον κρατικό μηχανισμό, στον συνδικαλισμό) θέλει επίπονη σπουδή, έκτακτο ταλέντο και, κυρίως, ανιδιοτέλεια, νοο-τροπία ιεραποστολική. Εχουμε ανάγκη από πολιτικούς σε ρόλο κοινωνικού αναμορφωτή – αποδείχτηκε ανεπαρκέστατο το πολυδιαφημιζόμενο προσόν του «αποτελεσματικού» διαχειριστή (ακόμα και στην οικονομία).
Με άλλα λόγια: Με νοο-τροπία και αρχές Ιστορικού Υλισμού, μαρξιστικού ή καπιταλιστικού (ή απλώς χυδαίου πρασινογάλαζου πασοκισμού) οι μεταρρυθμίσεις που χρειαζόμαστε στην Ελλάδα σήμερα δεν μπορούν να γίνουν. Για να παραγάγεις ποιότητα, πρέπει να πιστεύεις στην ποιότητα, να έχεις γευθεί τη χαρά της ποιότητας, να έχεις ελευθερωθεί από τη δουλεία στη χρησιμοθηρία.
Δεν μπορείς ποτέ να πετύχεις εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αν δεν σε μεθάει η δυναμική της γλωσσικής εκφραστικής. Δεν θα πατάξεις ποτέ τη συνδικαλιστική αγυρτεία, αν για σένα δεν είναι χαρά ζωής και «νόημα» ζωής η στράτευση στον στόχο για κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν θα στηθεί ποτέ λειτουργικό κράτος, αν δεν μεταπλαστεί ο «δημόσιος υπάλληλος», με θεσμούς, σε κοινωνικό λειτουργό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.