Του Κώστα Ράπτη
Την δεκαετία του ΄60 ο εμφύλιος πόλεμος της τότε Βόρειας Υεμένης αποτέλεσε μια αιματηρή αναμέτρηση σε έδαφος τρίτης χώρας ανάμεσα στον ηγέτη του αραβικού εθνικισμού Gamal Abdel Nasser και τον σαουδάραβα μονάρχη Faisal. Η ειρωνεία της Ιστορίας θέλει στις μέρες μας την Αίγυπτο του στρατάρχη Sisi και την Σαουδική Αραβία του βασιλιά Salman να επεμβαίνουν και πάλι στην Υεμένη, όμως αυτή τη φορά ως σύμμαχοι και όχι ως ανταγωνιστές. Κοινό στοιχείο των δύο καθεστώτων αποτελεί το ότι ενσαρκώνουν μια τάξη πραγμάτων που “νεκραναστήθηκε” ή έμεινε παντελώς ανέγγιχτη από τον επαναστατικό αναβρασμό στην ευρύτερη περιοχή, ο οποίος κωδικοποιήθηκε ως “Αραβική Άνοιξη”.
Στην Υεμένη, αυτός ο αναβρασμός γνώρισε μία από τις πιο θεαματικές εκδηλώσεις του και αρχικώς χαλιναγωγήθηκε με την αντικατάσταση του από το 1978 προέδρου Saleh με τον αντιπρόεδρό του Abdrabbuh Mansour Hadi. Όμως η αποτροπή των αναγκαίων ανατροπών σε μία χώρα με πολλαπλές αντιθέσεις, εκρηκτική δημογραφία και απουσία του κρατικού μονοπωλίου της βίας, λόγω της διατήρησης της οργάνωσης της κοινωνίας σε φυλές, κακοφόρμισε. Οι ίδιοι νέοι που αμφισβήτησαν τις παραδοσιακές δομές επέστρεψαν στην “ασφάλεια” των φυλών τους και η Υεμένη βρέθηκε κατακερματισμένη από τη σύγκρουση τεσσάρων παικτών: της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης Hadi, του αυτονομιστικού κινήματος που επιθυμεί την επιστροφή στην ανεξαρτησία της Νότιας Υεμένης (η οποία προσαρτήθηκε με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου), την “Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο” (που βρίσκεται στο στόχαστρο αμερικανικών επιδρομών μη επανδρωμένων αεροσκαφών με χίλιους νεκρούς και στο όνομα της οποίας έδρασαν οι σφαγείς του Charlie Hebdo) καθώς και το κίνημα των Houthi, που εκφράζει τους ζαϊδίτες σιίτες των βόρειων επαρχιών και είχε βρεθεί το 2009 στο στόχαστρο αποτυχημένης στρατιωτικής επέμβασης της Σαουδικής Αραβίας.
Με επιδέξια σύναψη συμμαχιών (που περιλαμβάνει και τους οπαδούς του Saleh) το κίνημα των Houthi κατέλαβε την πρωτεύουσα Σαναά αντικατέστησε τον Ιανουάριο την κυβέρνηση με προσωρινό Επαναστατικό Συμβούλιο και υποχρέωσε τον Hadi να βρει καταφύγιο στο λιμάνι του Άντεν.
Για την Σαουδική Αραβία σήμανε συναγερμός – εφόσον θεωρεί τους Houthi ενεργούμενα του μεγάλου περιφερειακού ανταγωνιστή της, του Ιράν. Όμως η προσπάθεια του Ριάντ να συγκροτήσει με αφορμή την Υεμένη μιαν αντι-ιρανική συμμαχία σουνιτικών κρατών δεν έβρισκαν μέχρι πρότινος ανταπόκριση ούτε καν από το Πακιστάν – του οποίου το πυρηνικό οπλοστάσιο θεωρείται ότι στην πραγματικότητα αποτελεί σαουδαραβική “εξωχώρια επένδυση”.
Οι εξελίξεις όμως επιταχύνθηκαν με την προς Νότον προέλαση των Houthi τις τελευταίες ημέρες, η οποία άλλωστε συμπίπτει με την είσοδο στην τελική ευθεία των διαπραγματεύσεων των ΗΠΑ και των άλλων μεγάλων δυνάμεων με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Για την κυβέρνηση Ομπάμα, μια επαναπροσέγγιση με το Ιράν παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα. Βραχυπρόθεσμα, οι ιρανικές δυνάμεις είναι οι μόνες που μπορούν αξιόπιστα να αντιμετωπίσουν την απειλή του Ισλαμικού Κράτους. Μεσοπρόθεσμα, η αξιόλογου μεγέθους ιρανική αγορά προβάλλει ως πολλά υποσχόμενο πεδίο εμπορικής και επενδυτικής διείσδυσης της Δύσης, ενώ ο τερματισμός της εποχής των κυρώσεων αποτελεί υπόσχεση μεγαλύτερης πετρελαϊκής αφθονίας και μακροχρόνιας καθήλωσης των τιμών του μαύρου χρυσού. Άλλωστε, μια τέτοιου τύπου ανατροπή των δεδομένων λειτουργεί υποστηρικτικά σε ό,τι η Ουάσιγκτον έχει εμφανώς αναγάγει σε πρώτη στρατηγική προτεραιότητά της, ήτοι την απομόνωση της Ρωσίας, ενώ δευτερευόντως εξισορροπεί την μέχρι τώρα αποκλειστική εξάρτηση της υπερδύναμης από περιφερειακούς συμμάχους όλο και λιγότερο προβλέψιμους, όπως ακριβώς είναι η Σαουδική Αραβία, αλλά και το Ισραήλ.
Την έως τώρα “αποκλειστικότητα” της σχέσης του με τις ΗΠΑ το μεν Ισραήλ την υπερασπίσθηκε επιχειρώντας προληπτικά να τορπιλίσει την επερχόμενη συμφωνία με το Ιράν. Όμως η σύμπραξη του Βενιαμίν Νετανιάχου με τους Ρεπουμπλικανούς του Κογκρέσου δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής.
Η Σαουδική Αραβία, από την πλευρά της, κάνει κάτι διαφορετικό: ασχολείται από τώρα με την “επόμενη ημέρα”, προσπαθώντας να αποτρέψει την περιφερειακή ηγεμονία του Ιράν. Η οριοθέτηση είναι σαφής: αν η Τεχεράνη μπορεί να εξακολουθήσει να βασίζεται σε συμμάχους όπως η λιβανική Χεζμπολλάχ και οι δοκιμαζόμενες κυβερνήσεις της Βαγδάτης και της Δαμασκού, σε καμία περίπτωση δεν θα της επιτραπεί να απλώσει την επιρροή της στην Αραβική Χερσόνησο - ιδίως με την εμπέδωση μιας “δεύτερης Χεζμπολλάχ” στην Υεμένη.
Όμως σε αντίθεση με το προηγούμενο του Μπαχρέιν όπου η εξέγερση της σιιτικής λαϊκής πλειοψηφίας κατεστάλη από το 2011 με πρόκληση των στρατευμάτων του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου από τον σουνίτη μονάρχη, μια χερσαία επέμβαση στην Υεμένη δεν είναι διόλου απλή υπόθεση – όσο και αν το Ριάντ έχει ήδη συγκεντρώσει 150.000 άνδρες στα σύνορα.
Το χάος προβλέπεται να ριζώσει στην περιοχή – απειλώντας και ένα από τα σημαντικότερα για το διεθνές εμπόριο πετρελαίου θαλάσσια περάσματα του πλανήτη: τα στενά του Μπαμπ-ελ-Μαντέμπ μεταξύ Ινδικού και Ερυθράς Θάλασσας. Είναι για τον λόγο αυτόν που οι ΗΠΑ εμφανίζονται να αποδέχονται την σαουδαραβική επέμβαση παρέχοντάς της μάλιστα στήριξη στο τομέα των πληροφοριών. Ωστόσο είναι αδιευκρίνιστο αν η Ουάσιγκτον, έχει μακροπρόθεσμα επιλέξει ανάμεσα στην κάλυψη του κενού εξουσίας στην Υεμένη από τους Χούθι ή από την (αντικειμενικά ευνοούμενη από τη Σαουδαραβική επέμβαση) αλ Κάιντα.
Όμως στο φόντο αυτό, η μεν σουνιτική συμμαχία γίνεται πραγματικότητα, με τη συγκρότηση μάλιστα κοινής στρατιωτικής δύναμης του Αραβικού Συνδέσμου, η δε τιμή του πετρελαίου παίρνει την ανιούσα. Έστω και δια του χάους, το Ριάντ καταγράφει ήδη σημαντικά κέρδη.
Στην Υεμένη, αυτός ο αναβρασμός γνώρισε μία από τις πιο θεαματικές εκδηλώσεις του και αρχικώς χαλιναγωγήθηκε με την αντικατάσταση του από το 1978 προέδρου Saleh με τον αντιπρόεδρό του Abdrabbuh Mansour Hadi. Όμως η αποτροπή των αναγκαίων ανατροπών σε μία χώρα με πολλαπλές αντιθέσεις, εκρηκτική δημογραφία και απουσία του κρατικού μονοπωλίου της βίας, λόγω της διατήρησης της οργάνωσης της κοινωνίας σε φυλές, κακοφόρμισε. Οι ίδιοι νέοι που αμφισβήτησαν τις παραδοσιακές δομές επέστρεψαν στην “ασφάλεια” των φυλών τους και η Υεμένη βρέθηκε κατακερματισμένη από τη σύγκρουση τεσσάρων παικτών: της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης Hadi, του αυτονομιστικού κινήματος που επιθυμεί την επιστροφή στην ανεξαρτησία της Νότιας Υεμένης (η οποία προσαρτήθηκε με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου), την “Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο” (που βρίσκεται στο στόχαστρο αμερικανικών επιδρομών μη επανδρωμένων αεροσκαφών με χίλιους νεκρούς και στο όνομα της οποίας έδρασαν οι σφαγείς του Charlie Hebdo) καθώς και το κίνημα των Houthi, που εκφράζει τους ζαϊδίτες σιίτες των βόρειων επαρχιών και είχε βρεθεί το 2009 στο στόχαστρο αποτυχημένης στρατιωτικής επέμβασης της Σαουδικής Αραβίας.
Με επιδέξια σύναψη συμμαχιών (που περιλαμβάνει και τους οπαδούς του Saleh) το κίνημα των Houthi κατέλαβε την πρωτεύουσα Σαναά αντικατέστησε τον Ιανουάριο την κυβέρνηση με προσωρινό Επαναστατικό Συμβούλιο και υποχρέωσε τον Hadi να βρει καταφύγιο στο λιμάνι του Άντεν.
Για την Σαουδική Αραβία σήμανε συναγερμός – εφόσον θεωρεί τους Houthi ενεργούμενα του μεγάλου περιφερειακού ανταγωνιστή της, του Ιράν. Όμως η προσπάθεια του Ριάντ να συγκροτήσει με αφορμή την Υεμένη μιαν αντι-ιρανική συμμαχία σουνιτικών κρατών δεν έβρισκαν μέχρι πρότινος ανταπόκριση ούτε καν από το Πακιστάν – του οποίου το πυρηνικό οπλοστάσιο θεωρείται ότι στην πραγματικότητα αποτελεί σαουδαραβική “εξωχώρια επένδυση”.
Οι εξελίξεις όμως επιταχύνθηκαν με την προς Νότον προέλαση των Houthi τις τελευταίες ημέρες, η οποία άλλωστε συμπίπτει με την είσοδο στην τελική ευθεία των διαπραγματεύσεων των ΗΠΑ και των άλλων μεγάλων δυνάμεων με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Για την κυβέρνηση Ομπάμα, μια επαναπροσέγγιση με το Ιράν παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα. Βραχυπρόθεσμα, οι ιρανικές δυνάμεις είναι οι μόνες που μπορούν αξιόπιστα να αντιμετωπίσουν την απειλή του Ισλαμικού Κράτους. Μεσοπρόθεσμα, η αξιόλογου μεγέθους ιρανική αγορά προβάλλει ως πολλά υποσχόμενο πεδίο εμπορικής και επενδυτικής διείσδυσης της Δύσης, ενώ ο τερματισμός της εποχής των κυρώσεων αποτελεί υπόσχεση μεγαλύτερης πετρελαϊκής αφθονίας και μακροχρόνιας καθήλωσης των τιμών του μαύρου χρυσού. Άλλωστε, μια τέτοιου τύπου ανατροπή των δεδομένων λειτουργεί υποστηρικτικά σε ό,τι η Ουάσιγκτον έχει εμφανώς αναγάγει σε πρώτη στρατηγική προτεραιότητά της, ήτοι την απομόνωση της Ρωσίας, ενώ δευτερευόντως εξισορροπεί την μέχρι τώρα αποκλειστική εξάρτηση της υπερδύναμης από περιφερειακούς συμμάχους όλο και λιγότερο προβλέψιμους, όπως ακριβώς είναι η Σαουδική Αραβία, αλλά και το Ισραήλ.
Την έως τώρα “αποκλειστικότητα” της σχέσης του με τις ΗΠΑ το μεν Ισραήλ την υπερασπίσθηκε επιχειρώντας προληπτικά να τορπιλίσει την επερχόμενη συμφωνία με το Ιράν. Όμως η σύμπραξη του Βενιαμίν Νετανιάχου με τους Ρεπουμπλικανούς του Κογκρέσου δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής.
Η Σαουδική Αραβία, από την πλευρά της, κάνει κάτι διαφορετικό: ασχολείται από τώρα με την “επόμενη ημέρα”, προσπαθώντας να αποτρέψει την περιφερειακή ηγεμονία του Ιράν. Η οριοθέτηση είναι σαφής: αν η Τεχεράνη μπορεί να εξακολουθήσει να βασίζεται σε συμμάχους όπως η λιβανική Χεζμπολλάχ και οι δοκιμαζόμενες κυβερνήσεις της Βαγδάτης και της Δαμασκού, σε καμία περίπτωση δεν θα της επιτραπεί να απλώσει την επιρροή της στην Αραβική Χερσόνησο - ιδίως με την εμπέδωση μιας “δεύτερης Χεζμπολλάχ” στην Υεμένη.
Όμως σε αντίθεση με το προηγούμενο του Μπαχρέιν όπου η εξέγερση της σιιτικής λαϊκής πλειοψηφίας κατεστάλη από το 2011 με πρόκληση των στρατευμάτων του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου από τον σουνίτη μονάρχη, μια χερσαία επέμβαση στην Υεμένη δεν είναι διόλου απλή υπόθεση – όσο και αν το Ριάντ έχει ήδη συγκεντρώσει 150.000 άνδρες στα σύνορα.
Το χάος προβλέπεται να ριζώσει στην περιοχή – απειλώντας και ένα από τα σημαντικότερα για το διεθνές εμπόριο πετρελαίου θαλάσσια περάσματα του πλανήτη: τα στενά του Μπαμπ-ελ-Μαντέμπ μεταξύ Ινδικού και Ερυθράς Θάλασσας. Είναι για τον λόγο αυτόν που οι ΗΠΑ εμφανίζονται να αποδέχονται την σαουδαραβική επέμβαση παρέχοντάς της μάλιστα στήριξη στο τομέα των πληροφοριών. Ωστόσο είναι αδιευκρίνιστο αν η Ουάσιγκτον, έχει μακροπρόθεσμα επιλέξει ανάμεσα στην κάλυψη του κενού εξουσίας στην Υεμένη από τους Χούθι ή από την (αντικειμενικά ευνοούμενη από τη Σαουδαραβική επέμβαση) αλ Κάιντα.
Όμως στο φόντο αυτό, η μεν σουνιτική συμμαχία γίνεται πραγματικότητα, με τη συγκρότηση μάλιστα κοινής στρατιωτικής δύναμης του Αραβικού Συνδέσμου, η δε τιμή του πετρελαίου παίρνει την ανιούσα. Έστω και δια του χάους, το Ριάντ καταγράφει ήδη σημαντικά κέρδη.
Πηγή:www.capital.gr