Του Κώστα Ράπτη
Καίτοι προγραμματισμένη, στο πλαίσιο της γερμανικής προεδρίας στη G7, η συνάντηση Obama-Merkel τη Δεύτερα στη Ουάσιγκτον προσομοιάζει σε έκτακτο “πολεμικό συμβούλιο”, καθώς τόσο οι γεωπολιτικές εξελίξεις, με αιχμή την ουκρανική κρίση, όσο και οι οικονομικές, όπου προέχει το “ελληνικό ζήτημα”, επιβάλλουν επείγουσες αποφάσεις.
Σε μία συγκυρία κατά την οποία η επαναβεβαίωση και στερέωση της ευρωατλαντικής σχέσης αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα της Ουάσιγκτον, η Γερμανίδα καγκελάριος αποτελεί τον κυριότερο Ευρωπαίο συνομιλητή του ενοίκου του Λευκού Οίκου. Από την πλευρά της η γερμανική ιθύνουσα τάξη εμφανίζεται εξίσου αφοσιωμένη στην διατλαντική σχέση, αλλά με πολλές ευκαιρίες δίνει το μήνυμα ότι δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως “δεδομένη” (πρβ. λ.χ. την απόφαση της Merkel τον Ιούλιο να απελάσει τον σταθμάρχη της CIA στο Βερολίνο, στον απόηχο των αποκαλύψεων του Edward Snowden).
Ωστόσο, ο ιδιαίτερος ρόλος τον οποίο διεκδικεί η Γερμανία δεν δικαιώνεται στα μάτια των Αμερικανών, αν ληφθούν υπ΄ όψιν τα πενιχρά αποτελέσματα της γερμανικής ηγεσίας στην ευρωζώνη – η οποία λόγω κρίσης αποπληθωρισμού εξελίσσεται σε αποσταθεροποιητή της διεθνούς οικονομίας, περιορίζοντας τα περιθώρια ελιγμών και της ίδιας της αμερικανικής πλευράς. Πολλώ δε μάλλον, όταν το Βερολίνο περιβάλλεται από την υποψία ότι θα διακινδύνευε ακόμη και ένα Grexit για να επιβεβαιώσει την εκ των πραγμάτων αμφισβητούμενη πολιτική του ηγεμονία. Για τον λόγο αυτόν, η Ουάσιγκτον δραστηριοποιείται εντατικά με δημόσιες παροτρύνσεις προς την ελληνική πλευρά, και με διακριτικές πιέσεις (όπως αποκαλύπτουν και οι Financial Times) προς τη γερμανική - στην κατεύθυνση ενός ευπρόσωπου συμβιβασμού, που θα εξασφαλίζει το ζητούμενο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού <http://www.capital.gr/News.asp?id=2223767>: εξασφάλιση της ακεραιότητας της ευρωζώνης, χαλάρωση των περιοριστικών πολιτικών, συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Διόλου ασύνδετη με τα παραπάνω, η γερμανο-αμερικανική συνεννόηση επί των γεωπολιτικών προκλήσεων βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Όχι μόνο διότι το Βερολίνο απέχει παραδειγματικά από τα όσα επιχειρούν να επιτύχουν στη μεσανατολική γειτονιά του οι ΗΠΑ και οι στενότεροι σύμμαχοί της, ούτε διότι το 57% των Γερμανών πολιτών (σύμφωνα με την έρευνα Transatlantic Trends του German Marshall Fund) επιθυμεί να ακολουθεί η Ε.Ε. στα ζητήματα διεθνούς ασφάλειας και διπλωματίας μια στάση ανεξάρτητη από τη Ουάσιγκτον. Αλλά κυρίως διότι τα προηγούμενα 24ωρα η Angela Merkel πρωταγωνίστησε σε μιαν “ευρωπαϊκή ανταρσία” απέναντι στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση που προωθεί η αμερικανική πλευρά με τη Ρωσία.
Η τετράωρη επείγουσα συνάντηση Merkel-Hollande-Putin το Σάββατο στο Κρεμλίνο, αποκαλύπτεται, και μόνο από τη διάρκειά της, ότι ήταν και ουσιαστική και δύσκολη. Η δε απουσία συνεργατών από το πλάι των τριών ηγετών υποκρύπτει επιθυμία να στεγανοποιηθούν οι συνομιλίες έναντι τρίτων. Η απαισιοδοξία που εκφράζεται από όλες τις πλευρές για τη δυνατότητα να καρποφορήσουν οι ιδέες για πολιτική λύση της ουκρανικής σύγκρουσης (με την τετραμερή τηλεδιάσκεψη της Τετάρτης στην οποία θα συμμετέχει και ο Ουκρανός πρόεδρος Petro Poroshenko) δεν παραγράφει το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανέλαβαν δράση προκειμένου να αποτρέψουν το σχέδιο εξοπλισμού της ουκρανικής πλευράς το οποίο προωθούν στην Ουάσιγκτον νεοσυντηρητικοί και στελέχη της κυβέρνηση Clinton. Μάλιστα η Γερμανίδα καγκελάριος δεν περίμενε καν την συνάντηση με τον Obama για να διακηρύξει (ενώπιον πολυπληθούς αγγλοσαξωνικού ακροατηρίου στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου) ότι “η αποστολή οπλισμού δεν θα οδηγήσει στην πρόοδο που χρειάζεται η Ουκρανία”.
Η εν λόγω “πρόοδος”, αντιλαμβάνεται κανείς, έχει ασφαλώς να κάνει και με την προϊούσα οικονομική κατάρρευση της Ουκρανίας, η οποία συνιστά πρόκληση πρωτίστως για τους Ευρωπαίους γείτονες παρά για τις ΗΠΑ. Εξ ού και η Merkel τολμηρά συμπλήρωσε ότι “γνωρίζουμε κάπως καλύτερα την περιοχή” και ότι “το Τείχος του Βερολίνου δεν έπεσε από αμερικανική επέμβαση”...
Ο δε Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Frank-Walter Steinmeier δήλωσε ότι η αποστολή οπλισμού στο Κίεβο είναι “επικίνδυνη και αντιπαραγωγική” και ότι ζητούμενο αποτελεί μια λύση “με τη Ρωσία και όχι ενάντια στη Ρωσία”.
Την γερμανική στάση διευκολύνουν οι πιο προωθημένες θέσεις που εκφράζει πλέον η Γαλλία, δια στόματος Hollande, αποκλείοντας το ενδεχόμενο εισδοχής της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Αν, ωστόσο, οι δύο αυτές χώρες έχουν στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας δικαίωμα βέτο, δεν έχουν και τη δυνατότητα να αποτρέψουν μια διμερή στρατιωτική συνεργασία Ουάσιγκτον και Κιέβου. Συνεπώς η απόδρασή τους από την αδιέξοδη θέση να “πληρώνουν” μία σύγκρουση την οποία δεν μπορούν να ελέγξουν ή να σταματήσουν περνά αναπόφευκτα από τον Λευκό Οίκο.
Σε μία συγκυρία κατά την οποία η επαναβεβαίωση και στερέωση της ευρωατλαντικής σχέσης αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα της Ουάσιγκτον, η Γερμανίδα καγκελάριος αποτελεί τον κυριότερο Ευρωπαίο συνομιλητή του ενοίκου του Λευκού Οίκου. Από την πλευρά της η γερμανική ιθύνουσα τάξη εμφανίζεται εξίσου αφοσιωμένη στην διατλαντική σχέση, αλλά με πολλές ευκαιρίες δίνει το μήνυμα ότι δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως “δεδομένη” (πρβ. λ.χ. την απόφαση της Merkel τον Ιούλιο να απελάσει τον σταθμάρχη της CIA στο Βερολίνο, στον απόηχο των αποκαλύψεων του Edward Snowden).
Ωστόσο, ο ιδιαίτερος ρόλος τον οποίο διεκδικεί η Γερμανία δεν δικαιώνεται στα μάτια των Αμερικανών, αν ληφθούν υπ΄ όψιν τα πενιχρά αποτελέσματα της γερμανικής ηγεσίας στην ευρωζώνη – η οποία λόγω κρίσης αποπληθωρισμού εξελίσσεται σε αποσταθεροποιητή της διεθνούς οικονομίας, περιορίζοντας τα περιθώρια ελιγμών και της ίδιας της αμερικανικής πλευράς. Πολλώ δε μάλλον, όταν το Βερολίνο περιβάλλεται από την υποψία ότι θα διακινδύνευε ακόμη και ένα Grexit για να επιβεβαιώσει την εκ των πραγμάτων αμφισβητούμενη πολιτική του ηγεμονία. Για τον λόγο αυτόν, η Ουάσιγκτον δραστηριοποιείται εντατικά με δημόσιες παροτρύνσεις προς την ελληνική πλευρά, και με διακριτικές πιέσεις (όπως αποκαλύπτουν και οι Financial Times) προς τη γερμανική - στην κατεύθυνση ενός ευπρόσωπου συμβιβασμού, που θα εξασφαλίζει το ζητούμενο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού <http://www.capital.gr/News.asp?id=2223767>: εξασφάλιση της ακεραιότητας της ευρωζώνης, χαλάρωση των περιοριστικών πολιτικών, συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Διόλου ασύνδετη με τα παραπάνω, η γερμανο-αμερικανική συνεννόηση επί των γεωπολιτικών προκλήσεων βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Όχι μόνο διότι το Βερολίνο απέχει παραδειγματικά από τα όσα επιχειρούν να επιτύχουν στη μεσανατολική γειτονιά του οι ΗΠΑ και οι στενότεροι σύμμαχοί της, ούτε διότι το 57% των Γερμανών πολιτών (σύμφωνα με την έρευνα Transatlantic Trends του German Marshall Fund) επιθυμεί να ακολουθεί η Ε.Ε. στα ζητήματα διεθνούς ασφάλειας και διπλωματίας μια στάση ανεξάρτητη από τη Ουάσιγκτον. Αλλά κυρίως διότι τα προηγούμενα 24ωρα η Angela Merkel πρωταγωνίστησε σε μιαν “ευρωπαϊκή ανταρσία” απέναντι στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση που προωθεί η αμερικανική πλευρά με τη Ρωσία.
Η τετράωρη επείγουσα συνάντηση Merkel-Hollande-Putin το Σάββατο στο Κρεμλίνο, αποκαλύπτεται, και μόνο από τη διάρκειά της, ότι ήταν και ουσιαστική και δύσκολη. Η δε απουσία συνεργατών από το πλάι των τριών ηγετών υποκρύπτει επιθυμία να στεγανοποιηθούν οι συνομιλίες έναντι τρίτων. Η απαισιοδοξία που εκφράζεται από όλες τις πλευρές για τη δυνατότητα να καρποφορήσουν οι ιδέες για πολιτική λύση της ουκρανικής σύγκρουσης (με την τετραμερή τηλεδιάσκεψη της Τετάρτης στην οποία θα συμμετέχει και ο Ουκρανός πρόεδρος Petro Poroshenko) δεν παραγράφει το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανέλαβαν δράση προκειμένου να αποτρέψουν το σχέδιο εξοπλισμού της ουκρανικής πλευράς το οποίο προωθούν στην Ουάσιγκτον νεοσυντηρητικοί και στελέχη της κυβέρνηση Clinton. Μάλιστα η Γερμανίδα καγκελάριος δεν περίμενε καν την συνάντηση με τον Obama για να διακηρύξει (ενώπιον πολυπληθούς αγγλοσαξωνικού ακροατηρίου στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου) ότι “η αποστολή οπλισμού δεν θα οδηγήσει στην πρόοδο που χρειάζεται η Ουκρανία”.
Η εν λόγω “πρόοδος”, αντιλαμβάνεται κανείς, έχει ασφαλώς να κάνει και με την προϊούσα οικονομική κατάρρευση της Ουκρανίας, η οποία συνιστά πρόκληση πρωτίστως για τους Ευρωπαίους γείτονες παρά για τις ΗΠΑ. Εξ ού και η Merkel τολμηρά συμπλήρωσε ότι “γνωρίζουμε κάπως καλύτερα την περιοχή” και ότι “το Τείχος του Βερολίνου δεν έπεσε από αμερικανική επέμβαση”...
Ο δε Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Frank-Walter Steinmeier δήλωσε ότι η αποστολή οπλισμού στο Κίεβο είναι “επικίνδυνη και αντιπαραγωγική” και ότι ζητούμενο αποτελεί μια λύση “με τη Ρωσία και όχι ενάντια στη Ρωσία”.
Την γερμανική στάση διευκολύνουν οι πιο προωθημένες θέσεις που εκφράζει πλέον η Γαλλία, δια στόματος Hollande, αποκλείοντας το ενδεχόμενο εισδοχής της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Αν, ωστόσο, οι δύο αυτές χώρες έχουν στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας δικαίωμα βέτο, δεν έχουν και τη δυνατότητα να αποτρέψουν μια διμερή στρατιωτική συνεργασία Ουάσιγκτον και Κιέβου. Συνεπώς η απόδρασή τους από την αδιέξοδη θέση να “πληρώνουν” μία σύγκρουση την οποία δεν μπορούν να ελέγξουν ή να σταματήσουν περνά αναπόφευκτα από τον Λευκό Οίκο.
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.