Οι αυξημένες ευθύνες και υποχρεώσεις της Γερμανίας με βάση την ιστορία και τις δεσμεύσεις της και η καταδικασμένη να αποτύχει πολιτική
Κάποια σχόλια, που γράφτηκαν με αφορμή το τελευταίο μου άρθρο περί «Μερκιαβέλλι» μου δίνουν μια καλή αφορμή για μερικές χρήσιμες διευκρινίσεις, προς λύση παρεξηγήσεων. Κατ'αρχήν δεν αισθάνομαι σε καμιά περίπτωση «απέχθεια» για την γερμανίδα καγκελάριο. Αντίθετα θα έλεγα ότι το λιτό της ύφος και ο ντροπαλός της σχεδόν τρόπος μπορεί να την κάνουν και σχετικά συμπαθή αν τη δεις από κοντά. Το πρόβλημα όμως με τους πολιτικούς δεν βρίσκεται στο αν είναι συμπαθείς ως άτομα, αν είναι σοβαροί και ευγενικοί ή χωρατατζήδες και γλεντζέδες. Αυτό που τους κρίνει είναι οι αποφάσεις, που λαμβάνουν μέσα στο πλαίσιο που τις λαμβάνουν. Και εδώ ίσως η αναβλητικότητα της κυρίας Μέρκελ, που μοιάζει να είναι έμφυτη στο χαρακτήρα της και πιθανώς και αυτά που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς κατάλοιπα του «ανατολικογερμανικού μικροαστισμού» προφανώς επηρεάζουν τις αποφάσεις της. Αποφάσεις, που τείνουν να είναι διστακτικές και να υποκύπτουν στη γοητεία της «προσωρινότητας». Ασχετα αν αυτό στο εσωτερικό της πατρίδας της την έχει βοηθήσει να κερδίζει εσωκομματικές μάχες και εκλογές.
Κάποιος άλλος έγραψε ότι «μακάρι να είχαμε και εμείς μια Μέρκελ να μας κυβερνά». Αν βλέπεις την Ευρώπη από καθαρά εθνική πατριωτική σκοπιά, αν δηλαδή ο ηγέτης έχει στόχο να κοιτάει μόνο το καλό των «δικών του» ψηφοφόρων, το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Θα ήταν σίγουρα σωστό αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες και ανάμεσά τους και η ίδια η Μέρκελ δε έβγαζαν κάθε τόσο λόγους για μια «ευρωπαϊκή πολιτική». Γιατί αν κοιτάς μόνο το βραχυπρόθεσμο «εθνικό» συμφέρον, συνήθως μέχρι τις επόμενες εκλογές, τότε δεν υπάρχει λόγος να κοροϊδευόμαστε και να μιλάμε για Ευρώπη. Ας πούμε ειλικρινά ότι ο καθένας κοιτάει το τομάρι του για να μην παραμυθιαζόμαστε.
Αλλά ειδικά για μια χώρα σαν την Γερμανία, κάτι τέτοιο, αν λεγόταν ανοικτά θα αποκτούσε εντελώς άλλη διάσταση, από ότι για την Ελλάδα, για τρεις βασικούς λόγους :
α) Η Γερμανία φέρει ένα τεράστιο βάρος ιστορικής ευθύνης, για όσα έγιναν στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα και δεν «τελείωσαν» με το τέλος των δύο παγκόσμιων πολέμων.
β) Η Γερμανία δεσμεύτηκε να μείνει ευρωπαϊκή για να ανακτήσει την ενότητά της το 1990.
γ) Η Γερμανία είναι σήμερα η ισχυρότερη οικονομική δύναμη μιας ηπείρου, που -το ξαναλέω- υποτίθεται έχει σαν στόχο την ολοκλήρωσή της.
Με άλλα λόγια η Γερμανία έχει αυξημένες ευθύνες και υποχρεώσεις με βάση την ιστορία της, τις δεσμεύσεις της, μέσα από ευρωπαϊκές συνθήκες και το μέγεθος και την ισχύ της οικονομίας της. Ενας Γερμανός ηγέτης, που σκέφτεται εθνικά και βραχυπρόθεσμα, είναι λοιπόν σίγουρα ένας «κακός Ευρωπαίος». Και αυτό καταμαρτυρούν στην κυρία Μέρκελ και πάρα πολλοί συμπατριώτες της.
Επίσης καλό θα είναι να σταματήσει και ο μύθος για τα «πόσα έχουμε και πόσα ξοδεύουμε». Σε μια οικονομική ένωση το έλλειμα του ενός είναι το πλεόνασμα του άλλου. Δεν διαγράφω με αυτό τον τρόπο τις ευθύνες των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων και δε νομίζω να καταλαβαίνει κανείς ότι όσα γράφω έχουν στόχο να δικαιολογήσουν τις αμαρτίες τους. Ομως εδώ υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση σε ότι αφορά το δίπτυχο «μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική προσαρμογή», που προσπαθεί να επιβάλει το Βερολίνο στη «Μεσογειακή Λέσχη», συχνά μάλιστα και μέσω απειλών και εκβιασμών.
Η ίδια η Γερμανία, που υπερηφανεύεται για την ανταγωνιστικότητά της προώθησε πρώτα τις μεταρρυθμίσεις και στην συνέχεια τη λιτότητα. Πρώτα το ένα και μετά το άλλο. Οχι ταυτόχρονα. Οχι παράλληλα. Οχι τυφλά. Κάτι που σκόπιμα «ξεχνούν» να αναφέρουν πολλοί και στη Γερμανία, αλλά δυστυχώς και εκτός αυτής. Αυτό το καταδεικνύει πολύ εύγλωττα και με στοιχεία και ο Φρανσουά Εϊσμπουρ στο βιβλίο του «Το τέλος του ευρωπαϊκού οράματος», το οποίο και κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά (εκδόσεις Λιβάνη). Η Γερμανία των μεταρρυθμίσεων στις αρχές του 21ου αιώνα ήταν μια Γερμανία των ελλειμμάτων. Το δημόσιο χρέος της αυξήθηκε από 58% το 2001 σε 68% το 2005. Η πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής ακολούθησε αργότερα. Μόλις το 2009 υιοθέτησε το Μπούντεσταγκ την τροπολογία για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς από το 2016 και μετά. Και φυσικά μιλάμε για μια οικονομία, που είχε εντελώς διαφορετική βάση και δυνατότητες και μπόρεσε να ολοκληρώσει το εγχείρημα των μεταρρυθμίσεων σε μια φάση μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας συνολικά. Κάτω από πολύ πιο ευνοϊκές δηλαδή συνθήκες σε σχέση με αυτές, που υφίστανται σήμερα στον ευρωπαϊκό Νότο. Με άλλα λόγια, αυτό που προσπαθεί εδώ και πέντε χρόνια να επιβάλει στην Ελλάδα το επιτελείο Σόιμπλε-Μέρκελ, δηλαδή την ίδια στιγμή «πακέτο» μεταρρυθμίσεις με λιτότητα και μάλιστα μέσα σε ένα υφεσιακό περιβάλλον, ήταν κάτι που ούτε η Γερμανία τόλμησε να κάνει στον εαυτό της. Γιατί θα ήταν αυτοκτονία. Η πολιτική αυτή ήταν συνεπώς εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία και στο Νότο, όπως άλλωστε προέβλεπαν στις αρχές της πολλοί πολιτικοί, που μετά για καιροσκοπικούς λόγους την... ασπάστηκαν. Αλλά αυτή η πολιτική κατέστρεψε πολύ περισσότερα, από όσα μπορεί να αντέξει μια κοινωνία. Και οδηγεί τώρα πολλούς ψυχρούς ουδέτερους παρατηρητές να βλέπουν σαν την πιο «εύχρηστη» λύση την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη. Κι αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για τις ζωές όλων μας, από το αν μας είναι συμπαθής ή όχι η κυρία Μέρκελ.
*Ο Κώστας Αργυρός είναι δημοσιογράφος κι έχει βραβευτεί για το δημοσιογραφικό του έργο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ίδρυμα Μπότση και την Ένωση Ευρωπαίων Δημοσιογράφων. Τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε με το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ, αναδεικνύοντας κυρίως ευρωπαϊκά θέματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.