Γιώργος Παυλόπουλος
Οταν γίνουν εκλογές και εφόσον οι δημοσκοπήσεις επαληθευτούν, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναλάβει (μόνος ή με συμμάχους) τη διακυβέρνηση της χώρας. Σε μια τέτοια περίπτωση και καθώς έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν προτίθεται να συνεχίσει τη σημερινή πολιτική, έχει μπροστά του δύο επιλογές: τη διαπραγμάτευση ή τη ρήξη με την Ε.Ε.
Η ηγεσία του και το σύνολο σχεδόν των κορυφαίων στελεχών του, ειδικά τους τελευταίους μήνες, έχουν αποκηρύξει τις μονομερείς ενέργειες και τάσσονται υπέρ της διαπραγμάτευσης, προσθέτοντας ότι θα κάνουν αυτό το οποίο κατηγορούν (δικαίως...) τη νυν κυβέρνηση ότι δεν κάνει. Προφανώς όμως, οφείλουν να γνωρίζουν ότι σε κάθε διαπραγμάτευση, υπάρχουν ορισμένα προαπαιτούμενα, προκειμένου αυτός που την προκαλεί να έχει ελπίδες επιτυχίας: Είτε να είναι τόσο μεγάλος ώστε οι άλλοι να τον φοβούνται, είτε να διαθέτει ισχυρούς συμμάχους, είτε να έχει κρυφούς «άσους στο μανίκι», που θα τους χρησιμοποιήσει την κατάλληλη στιγμή.
Το πρώτο σενάριο αποκλείεται από χέρι, μιας και κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η Ελλάδα εμφανίζεται σήμερα και σε σχέση με το παρελθόν εξαιρετικά αποδυναμωμένη, στην Ευρώπη και διεθνώς. Το τρίτο σενάριο επίσης συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες, μιας και αυτή η «παρτίδα» παίζεται αρκετά χρόνια, ώστε όλοι να γνωρίζονται πολύ καλά -σε κάθε περίπτωση δε, εάν κάποιος διαθέτει «άσους» (και δυνατότητες εκβιασμού), δεν είναι η Ελλάδα...
Έτσι, μένει το δεύτερο σενάριο για να εξεταστεί. Ασφαλώς, δεν μπορεί κανείς να πιστέψει σοβαρά ότι υπάρχουν κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ που θεωρούν συμμάχους τον Ολάντ και τον Ρέντσι -εξάλλου, τα βρήκαν στο άψε-σβήσε με τη Μέρκελ και τις Βρυξέλλες για τους προϋπολογισμούς τους και τώρα θα προσπαθήσουν να εφαρμόσουν τις περικοπές που της υποσχέθηκαν, μη διστάζοντας να έρθουν σε σύγκρουση με τα συνδικάτα και τις αριστερές πτέρυγες των κομμάτων τους. Ούτε, φυσικά, υπάρχει κάποια κυβέρνηση χώρας-μέλους της Ε.Ε. στη στήριξη της οποίας μπορεί σήμερα να ελπίζει ουσιαστικά η Κουμουνδούρου.
Έτσι, μας μένουν τα κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης που δύνανται να επηρεάσουν καθοριστικά την πολιτική της χώρας τους ή, ακόμη καλύτερα, έχουν ελπίδες σύντομα να γίνουν κυβέρνηση. Ένα από αυτά είναι το ισπανικό Podemos, το οποίο μάλιστα φέρεται να προηγείται στις δημοσκοπήσεις ενόψει των βουλευτικών εκλογών του 2015 (φθινόπωρο). Πρόκειται για ένα σχήμα που γεννήθηκε από τις πλατείες και το κίνημα των «Αγανακτισμένων», ενώ στήριξε την υποψηφιότητα του Αλέξη Τσίπρα για την προεδρία της Κομισιόν. Η περίπτωσή του είναι αναμφίβολα ελπιδοφόρα για τον ΣΥΡΙΖΑ (και όχι μόνο) -με μία «υποσημείωση»: Ότι οι δύο παραδοσιακές δυνάμεις, οι Σοσιαλιστές και το Λαϊκό Κόμμα, διατηρούν αθροιστικά ένα ποσοστό που πλησιάζει το 50% -και βεβαίως, δεν θα διστάσουν να συγκροτήσουν κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» εάν κριθεί αναγκαίο...
Εδώ, όμως, εξαντλούνται οι υπολογίσιμες δυνάμεις στις οποίες μπορεί να υπολογίζει ο ΣΥΡΙΖΑ (το ιρλανδικό Σιν Φέιν δεν αλλάζει τα δεδομένα). Ειδικά καθώς στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Βρετανία και άλλες χώρες, η κοινωνική διαμαρτυρία έχει διοχετευτεί για την ώρα σε ακροδεξιά, εθνικιστικά ή λαϊκιστικά κόμματα, που καμία σχέση δεν (μπορεί να) έχουν μαζί του. Ακόμη δε κι αν δεχτούμε ότι στην πολιτική όλα μπορούν να αλλάξουν, ασφαλώς αυτό δεν μπορεί να γίνει γρήγορα -για την ακρίβεια, όσο γρήγορα χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, αναγκαστικά, επιστρέφουμε στο αρχικό δίλημμα και την επιλογή της ρήξης, η οποία μπορεί να αποδειχθεί «κρυφό όπλο» την επομένη των εκλογών. Τη θέλει, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ; Και κυρίως, την αντέχει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.