Από τη Ράινμεταλ-Μπόρσιγκ, την Κρουπ και τον Μποδοσάκη, στην Ντεγκρίγκες του Λογοθετόπουλου και τη Ζίμενς του Χριστοφοράκου
Πεσμαζόγλου-Σοφοκλέους το στέκι των μαυραγοριτών που θησαύριζαν αρπάζοντας τον πλούτο των πεινασμένων. Στο ίδιο αυτό στέκι, το 1999, κάποιοι από τους γόνους αυτών των μαυραγοριτών, πρωταγωνιστές σ' ένα «έγκλημα χωρίς τιμωρία»: τη ληστεία του Χρηματιστηρίου
Την περίοδο της Κατοχής άλλαξαν χέρια χρυσά νομίσματα, κοσμήματα, έργα τέχνης, καθώς και ακίνητα, που ξεπουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές. Συγκλονιστικά στοιχεία προκύπτουν από τις μαρτυρίες της «Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί της Κατοχής».
Μία καινούργια κάστα, οι μαυραγορίτες, σταδιακά ανέτρεψε την προπολεμική οικονομική και κοινωνική ιεραρχία και μεταπολεμικά αποτέλεσε μία ολιγαρχία που συνέχισε να θησαυρίζει με αντικομμουνιστικούς αλαλαγμούς και εκστρατεία υπέρ του «εθνικού συμφέροντος».
Στον ίδιο δρόμο, στη γωνία Πεσμαζόγλου και Σοφοκλέους, εκεί που οι σαράφηδες είχαν στήσει πάγκους και αγόραζαν τα κοσμήματα, τις λίρες και τα ασημικά των υποψήφιων θυμάτων του λιμού για ένα κομμάτι ψωμί, έχασαν στο Χρηματιστήριο τις περιουσίες τους οι ανυποψίαστοι πολίτες 58 χρόνια μετά, από τους απογόνους των ίδιων δωσίλογων και μαυραγοριτών.
Οι γύπες αυτοί -φορτωμένοι χρυσάφι σαν conquestadores του Πιζάρο-, μαυραγορίτες, εκβιαστές και καταδότες αντιστασιακών, κομμουνιστών και Εβραίων φυγάδων, παρέα με αργυρώνητους δημοσιογράφους, υπηρέτες της ναζιστικής προπαγάνδας, και επιχειρηματίες που εκτελούσαν τεχνικά έργα για λογαριασμό των κατακτητών, επιδίδονταν και στο «ευγενές» άθλημα του τζόγου στις χαρτοπαικτικές λέσχες και τα καζίνα της εποχής.
Μετά τη διεθνή κρίση του 1929, η Γερμανία και η Ελλάδα, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των οικονομιών τους, ανέπτυξαν ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς, ιδιαίτερα μέσα από εξοπλιστικά προγράμματα, οικοδομώντας σχέσεις που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Οι πωλήσεις των βιομηχανικών προϊόντων της Γερμανίας και οι ανάγκες της για πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα καθόρισαν την πορεία των διμερών εμπορικών σχέσεων με την Ελλάδα, η οποία, ως τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο πρόσφατο παρελθόν, διατήρησε συναλλαγές με την Αίγυπτο -όπου υπήρχε μεγάλη και εύπορη ελληνική κοινότητα- και άλλες χώρες της Β. Αφρικής και της Αραβικής χερσονήσου.
Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί μεγαλοβιομήχανοι, στην προσπάθεια άμεσης ανασυγκρότησης της πολεμικής τους βιομηχανίας, χρησιμοποίησαν τρία βασικά εργαλεία: το κλήριγκ, τη διάθεση τεχνογνωσίας και τη σύναψη συμφωνιών καρτέλ.
Την ίδια περίοδο που ο Χίτλερ αναρριχήθηκε στην εξουσία, στην Ελλάδα οι αντιβενιζελικοί, έχοντας επιβάλει τον έλεγχό τους στο στρατό, επανέφεραν τη μοναρχία. Ο φιλοβρετανός Γεώργιος Β' όρισε πρωθυπουργό τον αντιβενιζελικό Μεταξά και η Γερμανία, από φόβο να μη βρεθεί η Ελλάδα στο πλευρό των Βρετανών στον επόμενο πόλεμο που ετοίμαζε, ενίσχυσε τη δύναμη του Μεταξά απέναντι στον Γεώργιο Β'.
Η Γερμανία πέτυχε κατά τη μεταξική περίοδο να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα ως εφαλτήριο δράσεων, που στόχο είχαν και να δεσμεύσουν την Ελλάδα και να περιορίσουν τις συναλλαγές της Ιταλίας με την κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ο άκρατος ανταγωνισμός και η αντιπαλότητα που αναπτύχθηκε ανάμεσα στη Γερμανία και την Ιταλία και η επιβολή της επιρροής τους στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, βρήκαν πολλούς Ελληνες επιχειρηματίες πρόθυμους και ικανούς να αναπτύξουν σχέσεις εμπορικές και να συνεισφέρουν στην «ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας». Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου προσδέθηκαν στο άρμα των κατακτητών, προσφέροντας υπηρεσίες στον εχθρό με γενναίο οικονομικό όφελος και αδιαφορώντας για τα δεινά της χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.