του Νικόλα Δημητριάδη
σκίτσα του Μίνου Αργυράκη
Κάθε συζήτηση για την ελληνική αστική τάξη πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν της το γεγονός ότι ο ελληνικός κόσμος έχει μια ιστορική διαδρομή διαφορετική από αυτήν της δυτικής Ευρώπης, με αποτέλεσμα να είναι διαφορετική και η οικονομική και η κοινωνική πραγματικότητά του. Το ελληνικό κράτος μπήκε στον σύγχρονο κόσμο με μία διπλή ιδιότητα. Από τη μία ήταν ένα κράτος οικονομικά καθυστερημένο και αποικιακά δεμένο με τον δυτικό κόσμο (μην ξεχνάμε ότι το πρώτο θύμα της δυτικής αποικιοκρατίας υπήρξε το Βυζάντιο). Από την άλλη, αυτό το κράτος-αποικία διέθετε μία «ελληνικού τύπου» αστική τάξη, απόλυτα ενταγμένη στο ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα, η οποία, όμως, δρούσε εκτός του εθνικού κορμού: στα μεγάλα αστικά κέντρα του Ελληνισμού (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια κ.α.), που όμως δεν περιελήφθησαν στο ελληνικό κράτος, στις παροικίες και στις μεγάλες μητροπόλεις της Δύσης. Έτσι, η ελληνική αστική τάξη, κοσμοπολίτικη και διεθνοποιημένη, απέκτησε μια ιδιότυπη μορφή, λειτουργώντας περισσότερο ως μεσάζων, ως εμπορικός πράκτορας της Δύσης στην Ανατολή, παρά ως «εθνική» αστική τάξη. Tο σύγχρονο ελληνικό κράτος δεν ανήκει, λοιπόν, ούτε στον μητροπολιτικό ούτε στον αποικιακό χώρο: ήταν και είναι ένα παράσιτο της Δύσης.
Το ελληνικό κεφάλαιο, λοιπόν, έχει κατά κανόνα μεταπρατικό και παρασιτικό χαρακτήρα. Η δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μαζί με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, εμπόδισαν την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας στον ιστορικό χώρο του Ελληνισμού. Οι Έλληνες αστοί στράφηκαν έτσι στο εμπορικό, τον ναυτιλιακό και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, σε δραστηριότητες εκτός του ελληνικού χώρου, που εξασφάλιζαν γρήγορη κερδοφορία, χωρίς μακροχρόνιες επενδύσεις. Ο Έλληνας της Τουρκοκρατίας ασχολήθηκε σε τέτοια έκταση με το εμπόριο, όχι τόσο από κάποιο «δαιμόνιο της φυλής», όσο λόγω της διπλής πίεσης, από Ανατολή και Δύση. Έτσι, η βιομηχανία γνώρισε περιορισμένη και περιστασιακή ανάπτυξη, χωρίς να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ελληνική οικονομία. Στο εσωτερικό της χώρας, η αστική τάξη ήταν ανέκαθεν ασθενική: βασίστηκε στο κράτος και τον ξένο παράγοντα για την οικονομική της αναπαραγωγή και την πολιτική της ηγεμονία. Λόγω των εξελίξεων αυτών, η ελληνική κοινωνία διακρίνεται από τα εξής βασικά στοιχεία:
α) Ρευστή ταξική διάρθρωση και μεγάλη κοινωνική κινητικότητα. Ευρεία εξάπλωση και ειδικό πολιτικό και οικονομικό βάρος της μικροϊδιοκτησίας, η οποία αποτελούσε ανέκαθεν την ραχοκοκκαλιά της οικονομίας.
β) Ισχυρό, συγκεντρωτικό κράτος που καλύπτει εν μέρει το κενό της αστικής τάξης, παίζοντας μεγαλύτερο ρόλο από αυτόν που διαδραματίζει ο κρατικός μηχανισμός στις ευρωπαϊκές χώρες. Το ελληνικό κράτος είναι πανίσχυρο, καθώς ασκεί τον έλεγχο της οικονομίας, και ταυτόχρονα ανίσχυρο, καθώς δεν είναι σε θέση να επιβληθεί στην κοινωνία.
γ) Ο ξένος παράγοντας. Αφού καμμία τάξη ή κοινωνική ομάδα δεν είναι αρκετά ισχυρή ώστε να επιβληθεί στο σύνολο της κοινωνίας, η ξένη συνδρομή αποτέλεσε, διαχρονικά, απαραίτητο στήριγμα για όλους όσους επεδίωξαν την πολιτική και οικονομική εξουσία. Στήριγμα το οποίο ο ξένος παράγοντας προσέφερε, φυσικά, με το αζημίωτο…
δ) Η εξάρτηση από την Ευρώπη, πέρα από τον οικονομικό και πολιτικό τομέα, επεκτάθηκε και στην εκπαίδευση, την διανόηση, τον πολιτισμό. Δημιουργήθηκε, έτσι, ένα πολιτισμικό σχίσμα ανάμεσα στον ελληνικό πολιτισμό και τα εισαγόμενα ευρωπαϊκά πρότυπα, ένα δίπολο ανάμεσα στην παράδοση και τον εκσυγχρονισμό, που δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να γεφυρωθεί με συνθετικό και δημιουργικό τρόπο.
Περίγελα και παλιάτσοι
Το δίπολο «παράδοση-εκσυγχρονισμός» που αναφέραμε, έχει στην Ελλάδα ένα σαφές ταξικό περιεχόμενο. Τα ανώτερα και μεσαία στρώματα, σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, τείνουν κατά κανόνα στο εξωτερικό για να την μόρφωση, την κουλτούρα, την συμπεριφορά και την ιδεολογία τους, σε αντίθεση με τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, που μένουν περισσότερο προσκολλημένα στην ελληνική παράδοση. Υπήρξαν προσπάθειες να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα και να διαμορφωθεί επιτέλους μια σύνθεση της ελληνικής παράδοσης με την ευρωπαϊκή –χαρακτηριστικό παράδειγμα η γενιά του ΄30– χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Ελύτης, σε συνέντευξη που έδωσε στον Ρένο Αποστολίδη (εφημ. Ελευθερία, 15/6/1958) συνοψίζει την κατάσταση με τα καλύτερα λόγια: «Ἀπό τί πάσχουμε κυρίως; Θά σᾶς τό πῶ ἀμέσως: ἀπό μιά μόνιμο, πλήρη, καί κακοήθη ἀσυμφωνία μεταξύ τοῦ πνεύματος τῆς ἑκάστοτε ἡγεσίας μας καί τοῦ «ἤθους» πού χαρακτηρίζει τόν βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στό σύνολό του!». Ο ελληνικός πολιτισμός, λοιπόν, κυνηγήθηκε από τους αστούς ως ζωντανό βίωμα και εξορίστηκε στα μουσεία, τις νεκρολογίες και… τον ελεύθερο χρόνο. Αντικαταστάθηκε από το φολκλόρ, τη λαογραφία, τη φυσιολατρεία και τον τουρισμό, και αντικαταστάθηκε από τον ευρωπαϊκό (και στην συνέχεια αμερικανικό) τρόπο ζωής.
Το τίμημα της εξάρτησης
Είναι αρκετά διαδεδομένη η άποψη πως η Ελλάδα βρίσκεται διαρκώς στο στόχαστρο των εκάστοτε «Μεγάλων Δυνάμεων». Αυτό είναι εν μέρει σωστό, δεν πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι είναι οι ελληνικές άρχουσες τάξεις που επιζητούν αυτήν την επέμβαση, καθώς οι ίδιες είναι ανίσχυρες να επιβάλλουν την εξουσία τους. Το ξένο χρήμα και ενίοτε τα ξένα κανόνια και αεροπλάνα είναι απαραίτητα για να μπορέσουν οι εγχώριες ελίτ να διατηρήσουν την θέση τους στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Ο Μαυροκορδάτος δεν θα επικρατούσε στον εμφύλιο, κατά την διάρκεια της Επανάστασης του ΄21, χωρίς το άφθονο χρήμα των βρεταννικών δανείων. Η ασθενική τότε ελληνική αστική τάξη ανδρώθηκε κάτω από την προστασία των ξένων – αφού, βεβαίως, είχε μπει στο περιθώριο το ριζοσπαστικό της κομμάτι (Φιλικοί). Αντιστοίχως, ο Βενιζέλος δεν θα επικρατούσε στον Εθνικό Διχασμό χωρίς τις «γαλλικές λόγχες», οι Γλύξμπουργκ δεν θα κρατούσαν τον θρόνο τους χωρίς την αγγλική στήριξη και το μετεμφυλιακό κράτος δεν θα μπορούσε να επιβληθεί χωρίς την αμερικανική συνδρομή. Αυτή η πραγματικότητα δεν περιορίζεται στο πολιτικό προσωπικό αλλά σε ολόκληρο το κοινωνικό και οικονομικό οικοδόμημα. Ο «ασθενής» μπαίνει διαρκώς «στον γύψο» υπό την ξένη καθοδήγηση. Η σύγχρονη ελληνική ιστορία είναι εξ ολοκλήρου δεμένη με την εξάρτηση και την υποτέλεια.
Την μόνιμη αυτή αδυναμία αυτόνομης ανάπτυξης (άρα και ανεξάρτητης πολιτικής) λίγοι προσπάθησαν να θεραπεύσουν. Ο Βενιζέλος, αντιλαμβανόμενος ίσως την πραγματικότητα αυτή, επιχείρησε να ρίξει την ελληνική αστική τάξη στα βαθειά νερά, ρισκάροντας και παίζοντας «στο τραπέζι των μεγάλων» κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εθνική ολοκλήρωση, με την απελευθέρωση των μεγάλων οικονομικών και πνευματικών κέντρων του Ελληνισμού, θα μπορούσε να προσφέρει τα οικονομικά και γεωπολιτικά μεγέθη που θα επέτρεπαν στη χώρα να αποτινάξει την εξάρτηση. Προσπάθησε, λοιπόν, να χρησιμοποιήσει τις Μεγάλες Δυνάμεις και την ευκαιρία που παρουσίαζε η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να δημιουργήσει μια ισχυρή Ελλάδα και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Το όραμα, όμως, αυτό τσακίστηκε στην προκυμαία της Σμύρνης, και μαζί του τερματίστηκε και η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία.
Η λυδία λίθος του πατριωτισμού
Οι συνέπειες της εξάρτησης είναι ολοφάνερες στην περίπτωση της Κύπρου. Σε ολόκληρη τη μεταπολεμική ιστορία μας, η διαπλοκή του Κυπριακού με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων θέτει διαρκώς τις άρχουσες τάξεις προ των ευθυνών τους. Η πραγματικότητα είναι απογοητευτική: από την στάση του Βενιζέλου στην εξέγερση του 1931, τις συνθήκες της Λωζάννης και του Λονδίνου, την προδοσία του 1974, μέχρι το σχέδιο Ανάν και την εγκατάλειψη της Κύπρου την περασμένη άνοιξη, η ιστορία επιβεβαιώνει διαρκώς τον αφορισμό του Σαββόπουλου: «είναι η Κύπρος που οι εμπόροι την μισούνε»... Μια εθνική αστική τάξη ίσως μπορούσε να αντιληφθεί ότι η υπεράσπιση της Κύπρου αποτελεί σήμερα απαράβατο όρο επιβίωσης του Ελληνισμού. Αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας το εθνικό συμφέρον σπανίως ταυτίζεται με τα συμφέροντα της ολιγαρχίας. Η Κύπρος αντιμετωπίζεται ως αγκάθι, ως ένα «κακό σπυρί» που θέτει διαρκώς εμπόδια και προβλήματα. Για τις ελίτ, η Κύπρος είναι πάντα μακρυά. Ως συνήθως, το επιχείρημα είναι το γνωστό χιλιομπαλωμένο τροπάριο: «ρεαλισμός»…
Έθνος και παγκοσμιοποίηση
Λαμβάνοντας αυτά υπ’ όψιν, δεν ξενίζει το γεγονός ότι η πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα του ΝΑΤΟ και αργότερα της Ε.Έ. δεν έγινε με όρους ισότιμου μέλους τόσο, όσο με όρους επαιτείας. Η ευρωπαϊκή πορεία επιλέχθηκε υπό το βάρος της τουρκικής απειλής με στόχο την πολιτική εξασφάλιση περισσότερο, παρά την οικονομική ανάπτυξη. Η είσοδος στην Ε.Ε. και το ευρώ έδωσαν την χαριστική βολή στην ελληνική βιομηχανία και βιοτεχνία, ενισχύοντας παράλληλα τις εισαγωγές. Είναι προφανές ότι μια εθνική παραγωγική αστική τάξη θα αντιμετώπιζε διαφορετικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το ελληνικό κεφάλαιο, όμως, δεν ήταν ποτέ προσανατολισμένο στην παραγωγή. Δεν είχε και πολλά να χάσει από τη διάλυση της ελληνικής παραγωγής ή την υποβάθμιση του αγροτικού τομέα. Τα εργοστάσια αντικαταστάθηκαν από mall και οι βιοτεχνίες έγιναν καφετέριες. Η είσοδος στην κοινή αγορά και η επέλαση της παγκοσμιοποίησης μπορεί να έπληξαν την Ελλάδα, για τις ελίτ της, όμως, ήταν «business as usual»…
Ούτε καν στην διάλυση των Βαλκανίων, την δεκαετία του ΄90, δεν μπόρεσε να αντισταθεί η εγχώρια ελίτ, παρ’ ότι η διάλυση αυτή μεθοδεύτηκε από τις Η.Π.Α. και τη Γερμανία με στόχο τον γεωπολιτικό έλεγχο της περιοχής μας. Η αποδυνάμωση των Βαλκανίων και η συνακόλουθη απομάκρυνση του ενδεχόμενου σχηματισμού ενός αυτόνομου βαλκανικού γεωπολιτικού πόλου, οδήγησε την Ελλάδα σε βαθύτερη εξάρτηση απέναντι στην Ε.Ε. και μεγαλύτερη αδυναμίααπέναντι στην Τουρκία. Το ενιαίο αμυντικό δόγμα με την Κύπρο δεν εφαρμόστηκε ποτέ και η απομόνωση της Ελλάδας έγινε εντονώτερη, αφήνοντάς την ανυπεράσπιστη απέναντι στην ολοένα αυξανόμενη τουρκική επιθετικότητα. Και πάλι, οι δεσμοί και οι εξαρτήσεις των ελληνικών αρχουσών τάξεων δεν επέτρεψαν την διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής και μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Την ώρα που η χώρα αντιμετώπιζε την μία ήττα μετά την άλλη (Ίμια, Οτσαλάν, Αιγαίο κ.λπ.), η ένοχη σιωπή των αστών υπενθύμιζε πως το πραγματικό διακύβευμα για τις ελίτ ήταν η ικανοποίηση του ξένου παράγοντα και η αποφυγή κάθε «περιπέτειας».
Το μάννα εξ Ανατολών
Αν η τουρκική στρατιωτική επιθετικότητα αντιμετωπιζόταν κάποτε ως απειλή, η υποτέλεια που απαιτεί σήμερα ο νεοθωμανισμός είναι αρκετά πιο ελκυστική. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι το χρήμα είναι ισχυρότερο από τα F-16. Γνωρίζει επίσης ότι οι ελληνικές ελίτ είναι πάντα πρόθυμες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους (και την χώρα τους) σε όποιον εγγυηθεί την οικονομική και πολιτική τους επιβίωση. Είναι παραπλανητικό, λοιπόν, να εμφανίζεται η περιβόητη «ελληνοτουρκική φιλία» ως πολιτική επιλογή της τάδε ή της δείνα κυβέρνησης, ως μια μειοδοσία του τάδε ή του δείνα πρωθυπουργού και μόνον. Η ελληνοτουρκική προσέγγιση και η συνακόλουθη υποταγή της χώρας στον νεοθωμανικό όραμα του Νταβούτογλου αποτελεί στρατηγική επιλογή μερίδας των ελληνικών αρχουσών τάξεων ώστε να εξασφαλίσουν την ταξική τους αναπαραγωγή. Επιχειρηματικά συνέδρια, πανεπιστημιακά προγράμματα, συνεργασία στον τουρισμό, ενίσχυση του διακρατικού εμπορίου, χρηματοπιστωτικές δοσοληψίες: το βαρύ πυροβολικό της ελληνικής αστικής τάξης αντιμετωπίζει την Τουρκία ως εναλλακτικό της Δύσης πάτρωνα και προστάτη, ειδικά στις μέρες μας, που στενεύει η λίστα των καλεσμένων στο πάρτυ των κρατικών προμηθειών και κλείνει η στρόφιγγα των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η δουλοκτησία ως «plan B»
Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και η παγκοσμιοποίηση έφεραν την Ελλάδα αντιμέτωπη με ένα επιπλέον φαινόμενο, αυτό της μαζικής μετανάστευσης. Η μετανάστευση έδωσε κυριολεκτικά το «φιλί της ζωής» σε ένα πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο που αντιμετώπιζε τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ισχυρούς κλυδωνισμούς. Τα φθηνά εργατικά χέρια των μεταναστών συνέβαλαν αποφασιστικά στο να ξεπεράσει η ελληνική αστική τάξη την κρίση. Έγιναν τα «μεγάλα έργα» και η Ολυμπιάδα, έπεσε ο πληθωρισμός και οι επιχειρηματίες βρήκαν και πάλι τη βασική ατμομηχανή που είχαν χάσει στην περίοδο της Μεταπολίτευσης: το φθηνό μεροκάματο. Το οποίο, επιπλέον, ήταν και ανασφάλιστο και, καθώς η πλειοψηφία των μεταναστών είναι παράνομη, δεν είχε την ικανότητα συνδικαλισμού και βρίσκεται συχνά στο έλεος του εργοδότη και των κυκλωμάτων των δουλεμπόρων. Παράλληλα, μια σειρά από φθηνές υπηρεσίες και η πτώση του κόστους της ανειδίκευτης εργασίας (στην οικοδομή, το χωράφι, την αποθήκη, την κουζίνα κ.λπ.) συνέβαλαν στη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου της μεσαίας τάξης, αποσπώντας έτσι τη συναίνεσή της. Την ίδια στιγμή, το κοινωνικό κόστος της μετανάστευσης επωμίστηκαν οι υποβαθμισμένες συνοικίες του κέντρου. Έτσι, το μεταναστευτικό έγινε βασικό εργαλείο στην επιβίωση των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων, την ίδια ώρα που έπληττε τα κατώτερα. Δεν πρέπει, λοιπόν, να προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα της «πολυπολιτισμικότητας», της «ανεκτικότητας» και των «ανοιχτών συνόρων» έγιναν ηγεμονικά στην αστική διανόηση, δεξιά και αριστερή, όπως δεν πρέπει, αντίστοιχα, να προκαλεί απορία η βίαιη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων προς την Άκρα Δεξιά.
Για δεύτερη φορά, λοιπόν, στην πρόσφατη ιστορία μας, οι άρχουσες τάξεις συνειδητοποίησαν ότι… «η μετανάστευση είναι ευλογία». Την πρώτη φορά, στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60, ήταν η «εξαγωγή» των Ελλήνων που «περίσσευαν» ως γκασταρμπάιτερ στην Ευρώπη που συνέβαλε στην ισχυροποίηση του μετεμφυλιακού κράτους, με τη μείωση της ανεργίας, την εκτόνωση (και όχι επίλυση) των κοινωνικών προβλημάτων, την ενίσχυση του πενιχρού εισοδήματος των κατώτερων στρωμάτων μέσω των εμβασμάτων. Αυτήν την φορά, από την δεκαετία του ΄90 μέχρι την κρίση, ήταν η εισαγωγή ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας που συνέβαλε στην ταξική αναπαραγωγή των ελίτ και των στρωμάτων που τις στηρίζουν. Και στις δύο περιπτώσεις, οι κοινωνικές, οικονομικές, δημογραφικές και, εν τέλει, εθνικές συνέπειες της μετανάστευσης δεν φαίνεται να απασχόλησαν κανέναν…
Η ώρα της αλήθειας
Η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν θα μπορούσε παρά να χτυπήσει την Ελλάδα με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Οι πηγές πλουτισμού των Ελλήνων αστών (κράτος και Ε.Ε.) στερεύουν. Το παρασιτικό και μεταπρατικό μοντέλο της Μεταπολίτευσης έρχεται στο τέλος του και οι εγχώριες ελίτ αναζητούν τρόπους επιβίωσης για την επόμενη μέρα. Από την υποτέλεια στους Γερμανούς επικυριάρχους μέχρι την προσπάθεια «κινεζοποίησης» των εργασιακών σχέσεων ώστε να αυξηθεί η «ανταγωνιστικότητα», οι Έλληνες ολιγάρχες συνωστίζονται στον προθάλαμο των τροϊκανών για να παζαρέψουν το μερίδιό τους στο ξεπούλημα του τόπου. Η κρίση, βέβαια, δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Από χρόνια οι άρχουσες τάξεις επεδίωκαν τον μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν. Μόνο που, όπως και στο παρελθόν, η επιβολή των απαραίτητων «μεταρρυθμίσεων» ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Οποιαδήποτε κυβέρνηση αποφάσιζε να κάνει τις βαθειές τομές που απαιτούνται για την επιβολή του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, αντιμετώπιζε το φάσμα της εκλογικής ήττας. Αυτό το γνώριζε καλά ο Γ.Α.Π., όταν αποφάσιζε να παραδώσει την χώρα στο Δ.Ν.Τ. και την τρόικα. Ο ξένος παράγοντας ήρθε, για μία ακόμη φορά, να στηρίξει την ελληνική ολιγαρχία. Και, ως συνήθως, το τίμημα της στήριξης ήταν καταστροφικό για τον τόπο…
Μετανάστες πολυτελείας
Κάθε χρόνο, ο αριθμός των νέων Ελλήνων που μεταναστεύουν στο εξωτερικό μεγαλώνει. Δεν πρόκειται πια για τη φτωχολογιά της υπαίθρου, που αναζητά στις φάμπρικες της Γερμανίας ένα κομμάτι ψωμί, όπως γινόταν σε παλαιότερες εποχές. Σήμερα μεταναστεύουν κατά κανόνα οι νέοι των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ταξική τους αναπαραγωγή, τη στιγμή που η χώρα τους αντιμετωπίζει μια από τις χειρότερες κρίσεις της ιστορίας της. Άνθρωποι με γνώσεις και ταλέντα, που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανόρθωση της Ελλάδας, προτιμούν να την εγκαταλείψουν, αναζητώντας στα πλούσια κράτη της Δύσης τα χρήματα και τις ευκαιρίες που δεν μπορεί να τους προσφέρει η χώρα τους (πολύ συχνά σε εκείνα ακριβώς τα κράτη που συνέβαλαν αποφασιστικά στο κατάντημα της Ελλάδας). Σίγουρα υπάρχουν εξαιρέσεις –ανέκαθεν υπήρχαν και αστοί που έβαζαν την πατρίδα πάνω από την καρριέρα– αλλά πρόκειται για μια γενικευμένη τάση που δείχνει καθαρά τον προσανατολισμό και τις προτεραιότητες των αστών μας.
Έτσι, όλοι αυτοί που επέλεξαν να αποσυνδέσουν τη μοίρα τους από την μοίρα αυτού του τόπου, γεύονται τους καρπούς της Εσπερίας, αφορίζοντας, παράλληλα, το κακορίζικο ρωμέικο, που τρώει τα παιδιά του. Μιλάνε για την Ελλάδα σαν «ιδέα», την «οικουμενικότητά» της, το «ελληνικό πνεύμα» που θριαμβεύει στα πέρατα του κόσμου και διαβεβαιώνουν ότι σκοπεύουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, μόλις, βέβαια, γίνει αυτή… Σουηδία. Μόνο που ο ελληνισμός δεν μπορεί να επιβιώσει ως μάθημα στα αμφιθέατρα και γκουρμέ κουζίνα στις μητροπόλεις της παγκοσμιοποίησης. Πατρίδα είναι πρωτίστως ο τόπος και οι άνθρωποι που μοχθούν γι’ αυτόν. Και αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν καλά ότι, στον αγώνα που πρέπει να δώσουν για ένα καλύτερο αύριο, δεν έχουν και πολλά πράγματα να περιμένουν από τις άρχουσες τάξεις της χώρας τους…
Η Νέα Πολιτική, τεύχος 5, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.