Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που έγιναν για το πρόγραμμα του «μεγάλου συνασπισμού», ο οποίος κυβερνά σήμερα τη Γερμανία, ένα από τα μείζονα ζητήματα ήταν η καθιέρωση υποχρεωτικού κατώτατου ημερομισθίου σε πανεθνικό επίπεδο. Πράγματι, η Αγκ. Μέρκελ έκανε πίσω και δέχθηκε τη ρύθμιση που απαιτούσαν οι Σοσιαλδημοκράτες, η οποία προβλέπει ότι κάθε εργαζόμενος στη Γερμανία θα πρέπει, σταδιακά, να αρχίσει να αμείβεται με τουλάχιστον 8,50 ευρώ ανά ώρα.
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, δηλαδή στις ΗΠΑ, ένα από τα σημεία-κλειδιά της Ομιλίας προς το Έθνος που εκφώνησε τα ξημερώματα ο Μπ. Ομπάμα αναμενόταν ότι θα είναι η εξαγγελία για μια γενναία αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου με το οποίο αμείβονται όλοι οι υπάλληλοι στις ομοσπονδιακές δημόσιες υπηρεσίες. Οι πληροφορίες έκαναν λόγο για καθιέρωση ενός ελάχιστου πλαφόν 10,10 δολαρίων, έναντι 7,25 δολαρίων που ισχύει σήμερα -μιλάμε, με άλλα λόγια, για μια αύξηση της τάξης του 39%.
Όσο για τη Γαλλία -για να επιστρέψουμε σε ευρωπαϊκό έδαφος- όπου υπάρχει ήδη θεσπισμένη κατώτατη αμοιβή ύψους 9,43 ευρώ ανά ώρα, οι κοινωνικοί εταίροι διαπραγματεύονται αυτές τις μέρες ένα σχέδιο που αφορά μιαν άλλη, αλλά απολύτως σχετική πλευρά των εργασιακών σχέσεων. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση φέρεται διατεθειμένη να προσφέρει φοροαπαλλαγές προς τις επιχειρήσεις, ύψους 30 δισ. ευρώ μέχρι το 2017, απαιτεί όμως αυτές να δεσμευτούν ότι θα διατηρήσουν ένα συγκεκριμένο αριθμό θέσεων εργασίας, ακόμη κι αν αυτό απαιτεί να κάνουν προσλήψεις.
Βεβαίως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι εξαγγελίες και τα προγράμματα δεν γίνονται πάντοτε πράξη. Έτσι, στη Γερμανία, έχει ήδη αρχίσει να γίνεται λόγος για εξαιρέσεις από τον κανόνα, στη Γαλλία οι εργοδοτικές οργανώσεις αντιδρούν και διεκδικούν απελευθέρωση των απολύσεων, ενώ στις ΗΠΑ οι Ρεπουμπλικανοί απειλούν και πάλι να μπλοκάρουν τους νόμους του Ομπάμα. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, όλα όσα περιγράφηκαν παραπάνω και αφορούν τη Γερμανία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ και άλλες αναπτυγμένες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ έχουν ένα κοινό παρονομαστή: την προσπάθεια να μην πληγεί η αγοραστική δύναμη του μέσου νοικοκυριού και, εάν είναι δυνατό, να ενισχυθεί -μάλιστα, χωρίς αυτό να συνοδεύεται από αύξηση των ανέργων.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί: Απλούστατα, διότι εκεί οι κυβερνώντες κατανοούν ότι καμία (πραγματική) ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει με ισοπεδωμένα εισοδήματα και με πάνω από το μισό εργατικό δυναμικό να μην έχει δουλειά, να εργάζεται ελάχιστα ή να μην πληρώνεται επί μήνες. Κατανοούν, με άλλα λόγια, ότι ανάπτυξη δεν μπορεί να έρθει σε καμία χώρα στην οποία συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με την Ελλάδα των δύο Μνημονίων. Τη χώρα όπου το ελάχιστο ωρομίσθιο έχει κατρακυλήσει στα 2,85 ευρώ, ενώ στην τριετία 2010-2012, η αγοραστική δύναμη μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών υπολογίζεται ότι μειώθηκε κατά 33 δισ. ευρώ. Τη χώρα όπου, ακόμη και σήμερα, υπάρχουν ορισμένοι -όπως το ΚΕΠΕ- που εισηγούνται να μην υπάρχει καν κατώτατος μισθός για τους νέους ως 29 ετών και για το πρώτο έτος εργασίας τους. Τη χώρα για την οποία οι δανειστές της (και όχι μόνο) εισηγούνται την υπογραφή ενός τρίτου Μνημονίου, με νέες οριζόντιες περικοπές και νέους φόρους.
Το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι παρά ένα: Ορισμένοι, όσο κι αν δεν το λένε δημοσίως για πολιτικούς λόγους, θεωρούν την Ελλάδα πειραματόζωο, θέλουν να τη μετατρέψουν σε κάτεργο και να την εντάξουν στην «ειδική ζώνη» των Βαλκανίων. Και σίγουρα, δεν την αποδέχονται ως ισότιμο μέλος στην Ευρωζώνη, την Ε.Ε. και τα άλλα «κλαμπ» των ισχυρών. Αυτά για όσους τρέφουν αυταπάτες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.