Του Κώστα Ράπτη
Να “πέφτουν από τα σύννεφα” δεν το συνηθίζουν: ο ξένος Τύπος δεν ανακάλυψε την επικίνδυνα βίαιη φύση της Χρυσής Αυγής με τον φόνο του Παύλου Φύσσα, ούτε ποτέ πίστεψε ότι η εξάρθρωσή της θα είναι εύκολη υπόθεση.
Σε χαρακτηριστική απόκλιση από το κλίμα που επικρατεί στην ελληνική δημόσια συζήτηση, τα δημοσιεύματα πολλών διαφορετικών μέσων του εξωτερικού διατυπώνουν με παραπλήσιες διατυπώσεις ένα μήνυμα με δύο σκέλη.
Το πρώτο: η καταστολή των Ελλήνων νεοναζί ήρθε αργά – ίσως πάρα πολύ αργά για να είναι αποτελεσματική. Σε ένα διεθνές περιβάλλον που σημαδευόταν εδώ και έναν χρόνο από εκτενή αφιερώματα στη δράση της Χρυσής Αυγής, από αναλυτικές καταγραφές των περιστατικών ρατσιστικής βίας, από καταγγελίες της Διεθνούς Αμνηστίας και της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ή από τις έρευνες του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης η χαλαρή στάση της ελληνικής πολιτείας γεννούσε εναγώνια ερωτήματα – και η μεταστροφή της κάθε άλλο παρά τα απωθεί. Ο λόγος είναι απλός: οι εκτός συνόρων παρατηρητές αναγνωρίζουν αυτομάτως τη μεγάλη διαφορά που έχει ένα μόρφωμα με ναζιστικούς συμβολισμούς και παραστρατιωτική οργάνωση από οτιδήποτε έχει να επιδείξει ο γαλαξίας της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Και, επιπλέον, αντιλαμβάνονται ότι η ιδιότυπη ατιμωρησία του δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την διάβρωση, ή έστω την παράλυση, των διωκτικών αρχών.
“Πόσο φασιστική είναι η ελληνική αστυνομία;” είναι ούτε λίγο ούτε πολύ ο τίτλος σχετικού άρθρου που δημοσίευσε η γερμανική εφημερίδα “Die Welt”, όπου αναφέρεται ότι οι εξελίξεις προκάλεσαν “ανακούφιση, διότι το μεγάλο χτύπημα εναντίον των νεοναζί δεν οδήγησε ως τώρα σε ξέσπασμα βίας της ακροδεξιάς”, αλλά και φρίκη, επειδή “μένει ακόμη να διαπιστωθεί πόσο στενοί και ποιου είδους” ήταν οι δεσμοί με το αστυνομικό σώμα.
Σε σχόλιο, πάλι, της Sueddeutsche Zeitung υποστηρίχθηκε ότι “η ελληνική δικαιοσύνη κάνει αυτό που θα έπρεπε να έχει κάνει εδώ και καιρό και παραμένει το ερώτημα γιατί άργησε τόσο”. Η απάντηση της συντάκτριας είναι ότι “στην κορυφή του συντηρητικού κόμματος του πρωθυπουργού υπήρχαν πολιτικοί και σύμβουλοι που συνηγορούσαν στο να τηρηθεί στάση αναμονής και να υποτιμηθεί η σημασία” του φαινομένου, αλλά “αυτή ήταν μία δηλητηριώδης πολιτική συνταγή, διότι οι προβοκάτορες της Χρυσής Αυγής που μιλούσαν για αίμα και τιμή, απλώς ήξεραν καλύτερα πώς να δελεάσουν τους χαμένους της ελληνικής κρίσης”.
Από αυτή την άποψη, η κυβέρνηση Σαμαρά βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με ένα κλίμα καχυποψίας σε ό,τι αφορά την ικανότητα ή και την προθυμία της να δώσει μιαν αποφασιστική απάντηση. Όταν ο επικεφαλής των Σοσιαλιστών στο Ευρωκοινοβούλιο Hannes Swoboda εκφράζει (κατά τη συνάντησή του με τον Αλέξη Τσίπρα) την ικανοποίησή του για την “κατάλληλη και ισχυρή απάντηση” της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα της Χρυσής Αυγής, σημειώνοντας παράλληλα ότι “πρέπει να διασφαλιστεί ότι στο μέλλον θα διατηρηθεί το ίδιο επίπεδο ελέγχου”, δεν θα πρέπει να λησμονείται ποτέ ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που έθεσε ζήτημα ελληνικής προεδρίας.
Υπάρχει δε πάντα και η “πυρηνική επιλογή” - ήτοι το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης που προβλέπει αποβολή κράτους-μέλους από τα κοινοτικά όργανα σε εξαιρετική περίπτωση παραβίασης των “ευρωπαϊκών αρχών” (όπως είχε συμβεί με την Αυστρία, με την είσοδο του κόμματος Haider στην κυβέρνηση).
Το δεύτερο μήνυμα του διεθνούς Τύπου ήταν (πριν καν την αποφυλάκιση των τριών βουλευτών της Χρυσής Αυγής, που προκάλεσε τόσες απορίες) ότι οποιοδήποτε “στραβοπάτημα” στην ποινική θεμελίωση της υπόθεσης θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο το κόμμα των νεοναζί. Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά ο Gideon Rachman των Financial Times “αν οι κατηγορίες περί συνωμοσίας δεν μπορέσουν να στηριχτούν, τότε όλα θα μοιάζουν με μια προσπάθεια να στριμωχτεί ένας απεχθής πολιτικός αντίπαλος – που όμως διαθέτει αυθεντική λαϊκή βάση. Αυτό δεν θα ήταν απλώς ένας αντιδημοκρατικός τρόπος να καταπολεμηθεί ένα αντιδημοκρατικό κίνημα. Θα τροφοδοτούσε την οργή κατά του κατεστημένου την οποία η Χρυσή Αυγή έχει ήδη κεφαλαιοποιήσει με τόση επιτυχία”…
Και σε editorial της ίδιας εφημερίδας επισημαίνεται η “μεγάλη εικόνα” που δεν της διαφεύγει: “η άνοδος της ακροδεξιάς μετά το 2009 μαρτυρεί την απώλεια κάθε ελπίδας για πολλούς ψηφοφόρους. (...) Η κυβέρνηση μπορεί να συλλαμβάνει τους εγκληματίες της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αλλά θα χρειαστεί μια βελτίωση της οικονομικής κατάστασης – ή επιπλέον διεθνής βοήθεια – ώστε να ανακουφισθεί η δυσφορία που υποκρύπτει η στήριξή τους”.
Να “πέφτουν από τα σύννεφα” δεν το συνηθίζουν: ο ξένος Τύπος δεν ανακάλυψε την επικίνδυνα βίαιη φύση της Χρυσής Αυγής με τον φόνο του Παύλου Φύσσα, ούτε ποτέ πίστεψε ότι η εξάρθρωσή της θα είναι εύκολη υπόθεση.
Σε χαρακτηριστική απόκλιση από το κλίμα που επικρατεί στην ελληνική δημόσια συζήτηση, τα δημοσιεύματα πολλών διαφορετικών μέσων του εξωτερικού διατυπώνουν με παραπλήσιες διατυπώσεις ένα μήνυμα με δύο σκέλη.
Το πρώτο: η καταστολή των Ελλήνων νεοναζί ήρθε αργά – ίσως πάρα πολύ αργά για να είναι αποτελεσματική. Σε ένα διεθνές περιβάλλον που σημαδευόταν εδώ και έναν χρόνο από εκτενή αφιερώματα στη δράση της Χρυσής Αυγής, από αναλυτικές καταγραφές των περιστατικών ρατσιστικής βίας, από καταγγελίες της Διεθνούς Αμνηστίας και της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ή από τις έρευνες του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης η χαλαρή στάση της ελληνικής πολιτείας γεννούσε εναγώνια ερωτήματα – και η μεταστροφή της κάθε άλλο παρά τα απωθεί. Ο λόγος είναι απλός: οι εκτός συνόρων παρατηρητές αναγνωρίζουν αυτομάτως τη μεγάλη διαφορά που έχει ένα μόρφωμα με ναζιστικούς συμβολισμούς και παραστρατιωτική οργάνωση από οτιδήποτε έχει να επιδείξει ο γαλαξίας της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Και, επιπλέον, αντιλαμβάνονται ότι η ιδιότυπη ατιμωρησία του δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την διάβρωση, ή έστω την παράλυση, των διωκτικών αρχών.
“Πόσο φασιστική είναι η ελληνική αστυνομία;” είναι ούτε λίγο ούτε πολύ ο τίτλος σχετικού άρθρου που δημοσίευσε η γερμανική εφημερίδα “Die Welt”, όπου αναφέρεται ότι οι εξελίξεις προκάλεσαν “ανακούφιση, διότι το μεγάλο χτύπημα εναντίον των νεοναζί δεν οδήγησε ως τώρα σε ξέσπασμα βίας της ακροδεξιάς”, αλλά και φρίκη, επειδή “μένει ακόμη να διαπιστωθεί πόσο στενοί και ποιου είδους” ήταν οι δεσμοί με το αστυνομικό σώμα.
Σε σχόλιο, πάλι, της Sueddeutsche Zeitung υποστηρίχθηκε ότι “η ελληνική δικαιοσύνη κάνει αυτό που θα έπρεπε να έχει κάνει εδώ και καιρό και παραμένει το ερώτημα γιατί άργησε τόσο”. Η απάντηση της συντάκτριας είναι ότι “στην κορυφή του συντηρητικού κόμματος του πρωθυπουργού υπήρχαν πολιτικοί και σύμβουλοι που συνηγορούσαν στο να τηρηθεί στάση αναμονής και να υποτιμηθεί η σημασία” του φαινομένου, αλλά “αυτή ήταν μία δηλητηριώδης πολιτική συνταγή, διότι οι προβοκάτορες της Χρυσής Αυγής που μιλούσαν για αίμα και τιμή, απλώς ήξεραν καλύτερα πώς να δελεάσουν τους χαμένους της ελληνικής κρίσης”.
Από αυτή την άποψη, η κυβέρνηση Σαμαρά βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με ένα κλίμα καχυποψίας σε ό,τι αφορά την ικανότητα ή και την προθυμία της να δώσει μιαν αποφασιστική απάντηση. Όταν ο επικεφαλής των Σοσιαλιστών στο Ευρωκοινοβούλιο Hannes Swoboda εκφράζει (κατά τη συνάντησή του με τον Αλέξη Τσίπρα) την ικανοποίησή του για την “κατάλληλη και ισχυρή απάντηση” της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα της Χρυσής Αυγής, σημειώνοντας παράλληλα ότι “πρέπει να διασφαλιστεί ότι στο μέλλον θα διατηρηθεί το ίδιο επίπεδο ελέγχου”, δεν θα πρέπει να λησμονείται ποτέ ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που έθεσε ζήτημα ελληνικής προεδρίας.
Υπάρχει δε πάντα και η “πυρηνική επιλογή” - ήτοι το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης που προβλέπει αποβολή κράτους-μέλους από τα κοινοτικά όργανα σε εξαιρετική περίπτωση παραβίασης των “ευρωπαϊκών αρχών” (όπως είχε συμβεί με την Αυστρία, με την είσοδο του κόμματος Haider στην κυβέρνηση).
Το δεύτερο μήνυμα του διεθνούς Τύπου ήταν (πριν καν την αποφυλάκιση των τριών βουλευτών της Χρυσής Αυγής, που προκάλεσε τόσες απορίες) ότι οποιοδήποτε “στραβοπάτημα” στην ποινική θεμελίωση της υπόθεσης θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο το κόμμα των νεοναζί. Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά ο Gideon Rachman των Financial Times “αν οι κατηγορίες περί συνωμοσίας δεν μπορέσουν να στηριχτούν, τότε όλα θα μοιάζουν με μια προσπάθεια να στριμωχτεί ένας απεχθής πολιτικός αντίπαλος – που όμως διαθέτει αυθεντική λαϊκή βάση. Αυτό δεν θα ήταν απλώς ένας αντιδημοκρατικός τρόπος να καταπολεμηθεί ένα αντιδημοκρατικό κίνημα. Θα τροφοδοτούσε την οργή κατά του κατεστημένου την οποία η Χρυσή Αυγή έχει ήδη κεφαλαιοποιήσει με τόση επιτυχία”…
Και σε editorial της ίδιας εφημερίδας επισημαίνεται η “μεγάλη εικόνα” που δεν της διαφεύγει: “η άνοδος της ακροδεξιάς μετά το 2009 μαρτυρεί την απώλεια κάθε ελπίδας για πολλούς ψηφοφόρους. (...) Η κυβέρνηση μπορεί να συλλαμβάνει τους εγκληματίες της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αλλά θα χρειαστεί μια βελτίωση της οικονομικής κατάστασης – ή επιπλέον διεθνής βοήθεια – ώστε να ανακουφισθεί η δυσφορία που υποκρύπτει η στήριξή τους”.
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.