«Εφευρίσκω τρόπους για να... επιβιώσω»
«Το μυστικό της κερδοσκοπίας είναι να αγοράζεις όταν το αίμα κυλάει στους δρόμους». Βαρόνος Ρότσιλντ, Αγγλος τραπεζίτης (1840-1915).
Εάν γράψει κανείς τη λέξη ανεργία στις μηχανές αναζήτησης του Διαδικτύου, θα διαπιστώσει ότι συνοδεύεται κυρίως από τη λέξη «εφιάλτης». Παρότι χαρακτηρισμός κλισέ, αποδίδει την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα που σκιαγραφούν οι σχετικές στατιστικές για τη χώρα μας.
Επισήμως, κατέχουμε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (26,4%) στην Ευρωζώνη. Ωστόσο, υπάρχει μία βασική παράμετρος που καθιστά αυτό το ποσοστό αναληθές: Είναι η εγγενής αδυναμία της στατιστικής να αναδείξει το ψυχοκοινωνικό φορτίο που φέρει το «δείγμα» το οποίο έχασε τη δουλειά του ή πασχίζει ανεπιτυχώς να βρει κάποια. Είναι, επίσης, η μικρή πιθανότητα να περιλαμβάνονται σ' αυτό το δείκτη τα μέλη των 450 χιλιάδων οικογενειών στις οποίες δεν υπάρχει κανείς εργαζόμενος.
Η «Κ.Ε.» μίλησε με τα μέλη δύο οικογενειών, στις οποίες όλοι είναι άνεργοι. Και οι δύο περιπτώσεις δεν συμπεριλαμβάνονται στο προαναφερθέν στατιστικό ποσοστό. Αντιθέτως. Για το επίσημο κράτος είναι μία αόρατη κοινωνική οντότητα, που εκπροσωπεί τους δύο κοινωνικούς πόλους που συνέθλιψε η οικονομική κρίση: η πρώτη οικογένεια ανήκε στην ευημερούσα μεσοαστική τάξη της χώρας και η δεύτερη, στη χαμηλόμισθη εργατική τάξη του ανειδίκευτου προσωπικού, του πλέον αδύναμου κρίκου της κοινωνίας, που «έσπασε» πρώτος, με την έναρξη της κρίσης. Κοινό χαρακτηριστικό τους, ότι βρίσκονται παροπλισμένοι στην πιο παραγωγική περίοδο της ζωής τους.
"Εφευρίσκω τρόπους για να... επιβιώσω"
Συναντήσαμε τον 46χρονο Δημήτρη Κ. στον Χολαργό. Μένει εκεί από μικρό παιδί. Με πτυχίο πολιτικού μηχανικού είχε μέχρι το 2010 μία πετυχημένη καριέρα στο χώρο των πωλήσεων, κατέχοντας διευθυντική θέση. Μέχρι τότε το ετήσιο ατομικό του εισόδημα ανερχόταν στα 50 χιλιάδες ευρώ. Πατέρας ενός δίχρονου αγοριού είναι παντρεμένος με τη 32χρονη αρχιτέκτονα Μ.Κ., η οποία επίσης έχει χάσει τη δουλειά της.
Ανεργοι και οι δύο, περίπου τρία χρόνια τώρα, αδυνατούν να βρουν οποιαδήποτε απασχόληση που θα τους εξασφαλίσει τα αναγκαία. Χωρίς καμία διάθεση να δραματοποιήσει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει αυτός και η οικογένειά του, εξηγεί πώς η καθημερινή του επιβίωση έχει μετατραπεί σε ένα καθημερινό στοίχημα. Για να εξασφαλίσει το φαγητό του, επισκέπτεται μία φορά την εβδομάδα το δημαρχείο για να πάρει τρόφιμα, όντας πια δικαιούχος, αλλά υπάρχει και η καθημερινή του επίσκεψη στο χώρο, για να βρει ρούχα γι' αυτόν και την οικογένειά του.
«Δυσκολεύομαι να βρω ρούχα για το παιδί, τα περισσότερα είναι κοριτσίστικα. Δεν κάθομαι όμως με σταυρωμένα χέρια. Πηγαίνω σε μεγάλα καταστήματα ρούχων και πλησιάζω κυρίες που έχουν αγόρια μεγαλύτερα από το δικό μου. Τους εξηγώ ότι είμαι άνεργος και ζητάω ευγενικά αν μπορούν εφεξής να μου δίνουν τα ρούχα που σε λίγο καιρό θα είναι μικρά για τα παιδιά τους. Κάποιες ανταποκρίνονται».
Τολμηρός και αποφασιστικός, η μετάβαση από το ένα στάτους ζωής σε άλλο, το οποίο ούτε καν το φανταζόταν, δεν τον κάνει να ντρέπεται: «Δούλευα πάντα σκληρά και έντιμα, δεν χρωστούσα σε κανένα. Αλλά σήμερα βρίσκομαι σ' αυτήν την κατάσταση. Πρέπει να επιβιώσω. Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να αισθάνομαι άσχημα. Εφευρίσκω τρόπους για να επιβιώσω.
«Δεν εξαπατώ»
Για να πληρώσω νερό και ρεύμα πηγαίνω σε γνωστό σούπερ μάρκετ, για το οποίο έχω διατακτικές συγκεκριμένης αξίας. Μου έχουν χορηγηθεί από τη ΜΚΟ Πράξις, στην οποία είχα κάνει σχετική αίτηση. Αφορούσε ένα πρόγραμμα βοήθειας ανθρώπων των οποίων το εισόδημα έχει πληγεί από το 2009 και έχουν ανήλικο τέκνο. Πλησιάζω ανθρώπους στο ταμείο και τους ζητάω να ανταλλάξουν τη διατακτική με τα χρήματα που αντιστοιχούν. Κάποιοι το κάνουν. Δεν τους εξαπατώ. Αλλωστε, είναι κάτι που γίνεται εκείνη τη στιγμή. Κανείς δεν χάνει. Πληρώνουν αυτοί τα ψώνια τους κι εγώ το ρεύμα του σπιτιού μου. Η βοήθεια βέβαια αυτή σε λίγο τελειώνει»...
Οσο για τα τρόφιμα, ο Δημήτρης πάλι βγαίνει στη γύρα: «Τα τρόφιμα του δήμου δεν είναι αρκετά για να ζήσει μια οικογένεια. Πηγαίνω αργά στη λαϊκή, όπου αφήνουν πάντα κάτι στους πάγκους. Με μία καλή διαλογή, αφήνεις τα σάπια και μπορείς να εξασφαλίσεις τα φρούτα και τα λαχανικά. Πολλές φορές πάλι ζητάω από τους εμπόρους. Παίρνω ένα παντζάρι από το έναν, ένα από τον άλλο και συμπληρώνεται η μαγειριά. Παίρνω επίσης από κάποια μπακάλικα τα τρίμματα από τα βαρέλια τυριού σε πολύ καλή τιμή. Μου δίνουν και αλεύρι. Τινάζω τα μυγάκια, το κοσκινίζω και φτιάχνουμε ψωμί».
Οσον αφορά την ανεύρεση εργασίας, ο Δημήτρης είναι το ίδιο δραστήριος. «Δυστυχώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεις δουλειά. Καταρχήν, είναι ελάχιστες οι αγγελίες που ζητούν ανθρώπους πάνω από 40 χρόνων. Πρόσφατα, είδα μία, πάνω στο αντικείμενο της δουλειάς μου. Σε εκείνη την εταιρεία, μάλιστα, είχα ένα γνωστό. Επικοινώνησα μαζί του. Μου μίλησε ειλικρινά. Μου είπε να μην μπω στον κόπο, καθώς για τη θέση αυτή είχαν ήδη σταλεί τρεις χιλιάδες βιογραφικά! Δουλεύω από τότε που σπούδαζα. Ετσι έμαθα από τον πατέρα μου. Κάνω ό,τι βρω. Καθαρίζω κήπους, οτιδήποτε. Είναι απόλυτα αναγκαίο όμως να βρω μια δουλειά για να μπορώ να έχω ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Σε λίγο λήγει η ασφάλεια του ΙΚΑ και το παιδί θα είναι ανασφάλιστο. Αυτό με καίει. Πρέπει κάτι να βρω».
Χωρίς προστασία
Επίδομα ανεργίας ουδέποτε πήρε: «Σταμάτησαν να μας πληρώνουν. Αρχικά περίμενα. Στη συνέχεια και κατόπιν συνεννοήσεως με το λογιστή μου, ζήτησα από την εταιρεία μία καλή επιταγή έξι μηνών. Δεν μου την έδωσε. Μου είπε να τσακιστώ να φύγω. Προέβην σε όλες τις απαιτούμενες νομικές ενέργειες για την καταβολή των δεδουλευμένων. Επισκέφτηκα και την Επιθεώρηση Εργασίας για να δω αν μπορεί να γίνει κάτι. Δεν έγινε όμως. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Εμεινα μετέωρος. Και, φυσικά, μου είπαν ότι δεν δικαιούμαι κανένα επίδομα ή βοήθημα. Δυστυχώς, θα αναγκαστώ να πω τη φράση κλισέ: Δεν υπάρχει κράτος. Παράλληλα με όλα τα προσωπικά μου, τρέχω όλα τα γραφειοκρατικά ζητήματα της αδελφής μου, η οποία είναι ανάπηρη. Αν δεν ήμουν εγώ να τη βοηθήσω, σήμερα θα ήταν στο δρόμο. Δεν υπάρχει κανένα κοινωνικό δίχτυ προστασίας. Ο πατέρας μου ήταν εμποροπλοίαρχος. Δούλευε από τα 18 μέχρι τα 69 του για να εξασφαλίσει στην αδελφή μου ένα δικό της σπίτι, καθώς ήταν σε αυτή την κατάσταση. Σήμερα, ανήμπορη, πρέπει να πληρώσει ένα υψηλότατο τεκμήριο διαβίωσης. Οσο για τη γυναίκα μου, 32 χρόνων, πάνω στο ζενίθ της δημιουργικότητάς της, είναι κι αυτή άνεργη. Δούλευε στην Αγγλία ως αρχιτέκτονας. Επέστρεψε στην Ελλάδα και προσελήφθη σε μία μεγάλη τεχνική εταιρεία. Απολύθηκε την ίδια εποχή με μένα και έκτοτε όλες οι πόρτες είναι κλειστές».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.