Όπως,
για την εντυπωσιακά ομαλή, υπερψήφιση του 4ου μνημονίου, χωρίς ν’ ακουστεί ούτε ένα κιχ, για την για μια ακόμα φορά παράσταση εντός βουλής, έστω και με τις πατροπαράδοτες ενστάσεις, εντάσεις και αντεγκλήσεις, ανέξοδες τελικά και ατελέσφορες, μιας και η όποια αντιπολίτευση στο χώρο τούτο, ουδέν δύναται να κατορθώσει, όπως να διασπάσει τις γραμμές του εχθρού και να ταρακουνήσει κάποιες αντίπαλες συνειδήσεις όπως γίνηκε κάποιες φορές στο παρελθόν, χωρίς τη συνδρομή της έξωθεν λαϊκής πίεσης,
και χθες, όπως και προχθές και αντι-προχθές, τέτοια πίεση δεν υπήρξε, πίεση, που όσο περνάει ο καιρός όλο και λιγοστεύει, όχι γιατί έχουν εκλείψει οι λόγοι, όσο η ελπίδα, τόσο από αυτούς που καλούνται να δώσουν φωνή στους εντός, όσο κι απ’ εκείνους που είναι σε θέση και έχουν καθήκον να τους καλούν, όπως κόμματα και συνδικάτα.
Κι αυτά τα δυο είναι λίγο πολύ αλληλένδετα, από τη μια τα μεγάλα συνδικάτα, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ λίγη πια αξιοπιστία έχουν και ακόμα πιο λίγη εκτίμηση απολαμβάνουν, οπότε ανάλογα, και τα καλέσματά τους ελάχιστη ανταπόκριση βρίσκουν, αφ’ ετέρου με τέτοια συνδικάτα, που εκ των περιστάσεων θα έπρεπε να τραβήξουν μπροστά, (τι στο διάολο, χθες για μισθούς και μαζικά πογκρόμ ψηφίζανε στη βουλή), δύσκολα κάποιος να εμπνευστεί και να στοιχηθεί από πίσω.
Όσο για την ελπίδα! Αυτή, όπως έδειξαν τα εκλογικά αποτελέσματα της προηγούμενης χρονιας, εναποτέθηκε για διαχείριση στον ΣΥΡΙΖΑ τελικά, που παρά το αρχικό momentum που απέκτησε και το φούντωμα των προσδοκιών, έχει κολλήσει στα ρηχά, τρέχοντας πίσω από γεγονότα τα οποία, φευ, βρίσκονται πάντα ένα βήμα ίσως και περισσότερα, μπροστά, αδυνατώντας όχι μόνο να τα δημιουργήσει, αλλά και να τα προλάβει. Για να προπορευτεί, όμως, ειδικά σ’ αυτές τις συνθήκες, χρειάζεται κίνημα από κάτω να τον στηρίξει για να τολμήσει. Κίνημα, όμως δεν υπάρχει. Οπότε κι ο ΣΥΡΙΖΑ ασθμαίνει. Μπορεί να φτιάξει κίνημα; Λογικά ναι. Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι η αριστερά πρέπει να ξέρει απ’ αυτά. Αν υπάρχει κάτι στο οποίο να έχει αποκτήσει εξειδίκευση και ντοκτορά είναι αυτό: Η οργάνωση και η κινητοποίηση.
Κι αν υποτεθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τις προϋποθέσεις, όπως κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων, θέληση και πλατιές οργανωτικές δομές, εν τούτοις του λείπει ο συνδετικός ιστός: η μια και μοναδική δηλαδή πλατφόρμα που πάνω της θα έρθουν και θα συνταχθούν οι απογοητευμένοι και απέλπιδες της χώρας τούτης.
Και μια τέτοια πλατφόρμα, καθαρή, πειστική και διεγερτική απλά δεν υπάρχει. Και στο γιατί, υπάρχουν δυο τινά που υπαγορεύονται από την πραγματικότητα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ για να μπορέσει να υποστρέψει τη μνημονιακή πολιτική θα πρέπει να αυξήσει το εκλογικό του ποσοστό κατά πολύ, ώστε να αποκτήσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Στο βαθμό που τα περιθώρια συμμαχιών είναι από πολύ στενά έως ανύπαρκτα, ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκαστικά θα πρέπει να τσαλαβουτήσει σε μια πλατειά και αδιευκρίνιστη θάλασσα ψηφοφόρων, προς τους οποίους δεν μπορεί να απευθυνθεί παρά με μια αρκετά λειασμένη και διφορούμενη, αλλά τελικά άσφαιρη γλώσσα. Μοιραία λοιπόν θα αναγκαστεί να κάνει δραστικές μετατοπίσεις προς το κέντρο ώστε να μπορέσει να δρέψει καρπούς τόσο από τα δεξιά, όσο και από τα αριστερά. Αυτό το κάνει εν μέρει, αλλά όχι σταθερά και με συνέπεια, με αποτέλεσμα, βοηθούσης και της κυβερνητικής και μιντιακής προπαγάνδας, οι εν δυνάμει ψηφοφόροι να ταλαντεύονται ανάμεσα στην εικόνα του Τζακ του αντεροβγάλτη και στην εικόνα του άπνοου και ανέραστου σοσιαλδημοκράτη.
Ο άλλος λόγος είναι η αντικειμενική δυσκολία της διαφυγής από το μνημόνιο, δεδομένης της εξάρτησης από το διεθνές περιβάλλον, τους δανειστές και της έλλειψης αξιόπιστων και δυνατών συμμάχων, στους οποίους και στη δύσκολη στιγμή θα βασιστείς να βάλουν λίγο πλάτη, είτε υλική είτε διπλωματική. Όταν ο Τσίπρας διατείνεται ότι θα διαπραγματευθεί το Μνημόνιο σκληρότερα απ’ ό,τι οι προηγούμενοι, απλώς επαναλαμβάνει τον Σαμαρά της μνημονιακής εφηβείας των αρνήσεων και των πλειοδοσιών. Κι η περίοδος αυτή είναι κοντινή ώστε να την θυμούνται όλοι. Μπορεί να βάλλει εναντίον του μνημονίου και να επιμένει στην αυθημερόν κατάργηση των διατάξεων αυτού, αλλά δεν απαντά στο βασικό ερώτημα του πώς θα κινηθεί στη δεδομένη, πέραν πάσης αμφιβολίας, άρνηση των δανειστών να υπαναχωρήσουν.
Η απάντηση φυσικά είναι μια και μοναδική: Η απειλή και η αποφασιστικότητα για αποχώρηση από την Ευρωζώνη. Είναι το μόνο δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί που έχει η χώρα και το μόνο που μπορεί να ταράξει το Βερολίνο.
Κατανοώ με συμπάθεια τη δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ και το σλάλομ που υποχρεώνεται να κάνει σε πεδίο γεμάτο μυτερά βράχια και ερεβώδεις γκρεμούς. Αν βγει και μιλήσει καθαρά για ευρώ και τα ρέστα, τα πιράνχας περιμένουν στη γωνιά να τον εξολοθρεύσουν. Όσο όμως το αποφεύγει, τόσο κινδυνεύει να θαφτεί σε κούφιες ρητορείες και εκ των πραγμάτων να χάσει την ακτινοβολία της ελπιδοφόρας δύναμης.
Φαντάζομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να μείνει στον αφρό και να κερδίσει χρόνο. Όπως άλλωστε κάνουν και οι υπόλοιποι στην Ευρωζώνη. Μετά την αλητεία των ευρωπαίων στην Κύπρο, τα πράγματα στην Ευρωζώνη έχουν αρχίσει να παίρνουν μια διαφορετική τροπή με τις ανοιχτές αμφισβητήσεις στα θεσμικά όργανα των πολιτικών λιτότητας. Χωρίς αμφιβολία μπορεί να δημιουργηθεί κάποια στιγμή ένα καλύτερο περιβάλλον, δεν θα είναι όμως, τίποτε περισσότερο από ένα «Too little, Too late».
Παρεμπιπτόντως παρακολουθώ τις ανοιχτές δημόσιες συζητήσεις που γίνονται χωρίς φόβο και πάθος στην Κύπρο για το ευρώ. Ίσως, να βοήθησε και το’ ότι παρέλαβαν ατόφια τη δική μας εμπειρία όλα αυτά τα χρόνια και να ξεκινούν από διαφορετικό επίπεδο και πιο σοφοί. Ίσως και να είναι πιο τολμηροί και πιο ρεαλιστές από μας. Εμείς εδώ σταθεροί, παραμένουμε παραδομένοι στους εμπόρους του φόβου και των μονοδρόμων, ψοφοδεείς και αδρανείς στα υπόγεια της απελπισίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.