Του Θέμη Τζήμα
Το παρακάτω άρθρο μάλλον δε θα αρέσει σε πολλούς. Λυπάμαι- ή μάλλον όχι και τόσο- αλλά το ζήτημα της “λίστας Λαγκάρντ”δεν προσφέρεται ούτε για υπεραπλουστεύσεις, ούτε για ηρωοποιήσεις.Δύο εισαγωγικές παρατηρήσεις: μιλώ για “λίστα Λαγκάρντ”- χρησιμοποιώντας εισαγωγικά προκειμένου να δείξω την επιφύλαξή μου- διότι η λίστα που δημοσιέυτηκε αρχικά στο hot- doc και κατόπιν στα Νέα εμφανίζεται ως λίστα Λαγκάρντ αλλά όπως είπε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Κ. Βαξεβάνη, η γνησιότητά της δεν είναι βέβαιη.
Δεύτερον, η αυτόφωρη διαδικασία σύλληψης Βαξεβάνη είναι κατά τη γνώμη μου νομικά και πολιτικά- αυτά τα δύο συμπλέκονται άμεσα για όσους δεν έχουν αφελή αντίληψη περί του ρόλου της δικαιοσύνης- λανθασμένη. Τόσο για λόγους δικονομικούς περί της διαδικασίας του αυτοφώρου και ουσιαστικούς ως προς το αδίκημα για το οποίο διώκεται, όσο και για λόγους νομικοπολιτικούς.
Μιας και δεν πρόκειται για νομικό άρθρο και περνώντας στους νομικοπολιτικούς λόγους πρέπει να σημειώσουμε ότι η δικαιοσύνη δεν μπορεί- αν θέλει να διαφυλλάσσει το κύρος της- να κινείται με εμφανώς επιλεκτικό τρόπο, παρότι βεβαίως δεν υπάρχει ισότητα στην παρανομία. Δεν είναι δυνατόν να διαπομπεύει ιερόδουλες επειδή ήταν φορείς του Aids, να επιτρέπει τον εξευτελισμό καλλιτεχνών, να μένει άπραγη μπροστά στη δημοσίευση της ίδιας λίστας από τα Νέα ή άλλα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, να αδρανεί μπροστά στην παραβίαση προσωπικών δεδομένων που ενήργησαν υπουργοί, οι οποίοι για το προσωπικό τους αρχείο έφτιαχναν αντίγραφα της λίστας και έπειτα έχαναν το πρωτότυπο, να νομιμοποιεί αθρόες παρακολουθήσεις πολιτών και να κινείται με τέτοια ταχύτητα αλλά επιπλέον και με λανθασμένο νομικά τρόπο στην περίπτωση Βαξεβάνη.
Επιπρόσθετα και στη βάση των προαναφερθέντων πρέπει να τονίσουμε ότι είναι η δικαιοσύνη που κατήντησε λάστιχο την έννοια του δημοσίου συμφέροντος, ώστε με μια επίκλησή του να δικαιολογούνται ενέργειες που κυμαίνονται από το βιασμό της προσωπικότητας ενός κατηγορουμένου, μέχρι το βιασμό των δημοκρατικών διαδικασιών και των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών της χώρας. Ας μην εκπλησσόμαστε λοιπόν για το ότι σήμερα αντίστοιχες επικλήσεις γίνονται γενικά και χωρίς ιδιαίτετη επεξεργασία.
Για τους παραπάνω λόγους, ο Κ. Βαξεβάνης δικαιούται της συμπαράστασης όλων μας στην εις βάρος του κινηθείσα διαδικασία.
Πέραν αυτών όμως η δημοσίευση της εν λόγω λίστας εγείρει σοβαρά ζητήματα και ενστάσεις σε επίπεδο δεοντολογικό, νομικό και πολιτικό.
Πρώτον, είναι αλήθεια ότι στη βάση της ελευθεροτυπίας βρίσκεται η δημοσίευση. Ακόμα περισσότερο η ελευθεροτυπία και η δημοσίευση αποτελούν πυλώνες της δημοκρατίας. Η δημοκρατία χρειάζετα διαφάνεια και γνώση από πλευράς των πολιτών, ενώ είναι ο αυταρχισμός που βασίζεται στην απόκρυψη της πληροφορίας και στη λογοκρισία. Ωστόσο, της δημοσίευσης από το δημοσιογράφο, δεοντολογικά, προηγείται η διασταύρωση των πηγών και η επιβεβαίωση. Αλλιώς ο δημοσιογράφος μπορεί άθελά του ή εσκεμμένα να μετατραπεί σε όργανο εξυπηρέτησης άλλων συμφερόντων, διασποράς ψευδών και χαλκευμένων ειδήσεων, μετάδοσης μισών αληθειών και μισών ψεμμάτων και άρα παπαπληροφόρησης και συσκότισης.
Ειδικά μάλιστα σε περιόδους όξυνσης και διακινδύνευσης ισχυρών, κατεστημένων συμφερόντων, πολές φορές έχουμε δει προβοκάτσιες να στήνονται και διά της υπερπληροφόρησης να επιτελείται το έργο της παραπληροφόρησης. Το προβληματικό στοιχείο λοιπόν στην υπόθεση Βαξεβάνη από πλευράς δημοσιογραφικής δεοντολογίας είναι πως από τον τρόπο που έλαβε τη λίστα και από όσα είπε δημόσια ο συνήγορός του δε φαίνετα να επιβαβαίωσε ο δημοσιογράφος τη γνησιότητα της λίστας. Άρα αυτό που δημοσίευσε το Hot Doc δεν ήταν η λίστα Λαγκάρντ αλλά μια λίστα που κάποιος ανώνυμος έγραψε στο Βαξεβάνη ότι είναι η λίστα Λαγκάρντ, χωρίς μάλιστα να υπάρχουν κρίσιμες ενδείξεις της αξιοπιστίας της όπως είναι τα πλήρη στοιχεία των εμπλεκομένων και τα ποσά.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα : τι γίνεται αν για οποιοδήποτε θέμα επικαιρότητας, όπως για παράδειγμα είναι η λίστα φοροφυγάδων πολιτικών που φημολογείται αποστέλλεται και ένα υποτιθέμενο αντίγραφο σε κάθε μέσο ή δημοσιογράφο; Θα δημοσιεύεται χωρίς έλεγχο, ενώ μάλιστα μπορεί να είναι δημιούργημα οποιουδήποτε, από τις μυστικές υπηρεσίες έως επιχειρηματικά συμφέροντα;
Δεύτερον, τίθενται ορισμένα νομικά ζητήματα. Η λίστα που δημοσιεύθηκε, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι είναι η γνήσια δεν περιλαμβάνει καταδικασμένους ή έστω κατηγορουμένους για φοροδιαφυγή ή άλλα αδικήματα αλλά πρόσωπα που διατηρούσαν για κάποια χρονικά διαστήματα καταθέσεις σε μια τράπεζα. Πέραν του ότι καλώς ή κακώς, το τραπεζικό απόρρητο είναι κατοχυρωμένο δικαίωμα, τίθεται το ερώτημα του γιατί δικαιούται να γνωρίζει το κοινό ποιοι πολίτες της χώρας διατηρούσαν ή διατηρούν καταθέσεις στην HSBC;
Προσοχή εδώ γιατί υπάρχει μια κρίσιμη λεπτομέρεια, που είναι πολύ ουσιαστική όμως: το κοινό, οι πολίτες έχουμε κάθε δικαίωμα να μάθουμε τα πάντα για το πώς διαχειρίστηκαν το ζήτημα της λίστας οι υπουργοί, οι υπηρεσιακοί παράγοντες της διοίκησης και η δικαιοσύνη. Έχουμε δικαίωμα να γνωρίζουμε επίσης ποια δημόσια πρόσωπα- που ειρήσθω εν παρόδω δεν είναι μόνο οι πολιτικοί- διέπραξαν ή κατηγορούνται για αδικήματα που έχουν να κάνουν πιθανώς με ξέπλυμα χρήματος, φοροδιαφυγή κλπ. Μπορούμε επίσης διά του πόθεν έσχες να έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες για τις καταθέσεις τους.
Όμως τα παραπάνω δε δικαιολογούν νομικά, ούτε θεσπίζουν δικαίωμα γνώσης όλων ημών για τις όποιες καταθέσεις, σε όποια τράπεζα, του όποιου συμπολίτη μας. Αν βαδίσουμε τέτοιο δρόμο σύντομα θα δούμε λίστες και σε εγχώριες τράπεζες, αργότερα ίσως φορολογικές δηλώσεις στον αέρα και ποιος ξέρει ίσως αργότερα ευαίσθητες προσωπικές πληροφορίες κάθε είδους.
Τρίτον, εγείρονται αντικειμενικά, πολιτικά ζητήματα. Μέχρι τη δημοσίευση της λίστας συζητούσαμε σε ό,τι αφορά το εν λόγω θέμα, για το ουσιαστικότερο ζήτημα που ήταν η διαχείρισή της από υπουργούς και υπηρεσιακούς παράγοντες. Η συζήτηση αφορούσε την ουσία του ζητήματος: μια υπόθεση με αποχρώσες ενδείξεις συγκάλυψης- αν όχι βεβαιότητες- που χτυπούσε ευθέως την ίδια την κυβέρνηση. Σήμερα συζητούμε για επιμέρους πρόσωπα που περιέχονται σε μια λίστα ως καταθέτες. Είδαμε δε και το εκπληκτικό, στελέχη της κυβέρνησης να περνάνε στην αντεπίθεση και να κατηγορούν το ΣΥΡΙΖΑ, διότι στη λίστα εμφανίζεται και το όνομα του...”αντιμνημονιακού” Γιώργου Τράγκα.
Η συζήτηση για την εμπλοκή ονομάτων ιδιοκτητών ΜΜΕ δε διεξάγεται καν, η συζήτηση για πιθανές ευθύνες υπουγών έχει υποχωρήσει και διεξάγεται μια επιλεκτική συζήτηση, όπου η αλήθεια, η φήμη και η χυδαιότητα δίνουν έναν άνισο αγώνα με την πρώτη βαριά ηττημένη μέχρι τώρα. Γι' αυτό βεβαίως δεν ευθύνεται απολύτως και μόνο ο ίδιος ο δημοσιογράφος. Με παρόμοιο τρόπο θα διεξαγόταν η συζήτηση ακόμα και αν ήταν 100% βέβαιο ότι επρόκειτο για την πραγματική λίστα Λαγκάρντ. Φέρει όμως ευθύνη και ο δημοσιογράφος, σε σημαντικό μάλιστα βαθμό.
Έχει σημασία άλλωστε να δει κανείς- το τονίζω σε αμιγώς πολιτικό επίπεδο και χωρίς σε καμία περίπτωση να προτείνω ότι η πολιτική αποτίμηση της όποιας δημοσίευσης πρέπει να αποτελεί το κριτήριο για να αποφασίζει κανείς αν πρέπει να δημοσιεύει ή όχι μια πληροφορία-ποιές δυνάμεις τελικά και αντικειμενικά ευνοεί η εν λόγω ενέργεια.
Σε κάθε περίπτωση ο Κώστας Βαξεβάνης δικαιούται της συμπαράστασής μας για την εις βάρος του δίωξη. Μάλιστα η δίωξή του εντάσσεται σε μια σειρά ενεργειών επικίνδυνου περιορισμού της ελευθερίας του τύπου. Η δημοσιογραφική του δουλειά στη συγκεκριμένη περίπτωση από την άλλη δεν προσφέρεται για υπεραπλουστεύσεις και γεννά κατά τη γνώμη του γράφοντος σοβαρές ενστάσεις.
tvxs.gr/node/110043
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.