Εδώ η έκθεση της τρόικας, εκεί η έκθεση της τρόικας, που είναι η έκθεση της τρόικας; Εδώ και έξη περίπου μήνες, η αναβολή της παρουσίασής της θυμίζει το γνωστό παπατζίδικο παιχνίδι. Κάποιοι το συγκρίνουν με το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, άλλοι με το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» του Καβάφη. Οι τελευταίοι τουλάχιστον έχουν άδικο: Οι «βάρβαροι», δηλαδή οι τροϊκανοί, βρίσκονται ήδη από τον Ιούνιο στην Αθήνα, η έλευσή τους δεν ήταν όμως, όπως λέει ο ποιητής, «κάποια λύση». Και ακόμα λιγότερο λυσιτελής θα είναι η έκθεση που θα παρουσιάσουν πιθανότατα στα μέσα Νοεμβρίου - και όχι μόνο επειδή διαφωνούν μεταξύ τους σε όλα τα βασικά θέματα.
«Θα είναι έκθεση-φάρσα» προβλέπει ο πρόεδρος του Οικονομικού Συμβουλίου των Χριστιανοδημοκρατών Κουρτ Λάουκ, «δεν αξίζει το χαρτί πάνω στο οποίο θα γραφτεί» αποφαίνεται η εφημερίδα «Die Welt». Άλλοι αναλυτές μιλούν για «μνημείο σκοπιμότητας», που υπηρετεί ευθέως τον στόχο των πολιτικών «αφεντικών» των τροϊκανών στις Βρυξέλλες (Κομισιόν), τη Φρανκφούρτη (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και την Ουάσιγκτον (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη.
Η κριτική στην έκθεση είχε αρχίσει λίγο μετά την επίσκεψη του Αντώνη Σαμαρά στις 24 Αυγούστου στο Βερολίνο, όταν διαφάνηκε καθαρά, ότι η γερμανική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να πει οριστικά «όχι» στην έξοδο.
Ξεκινώντας από αυτό, το περιοδικό «Der Spiegel» αποκάλυψε, ότι η νέα αποστολή της τρόικας δεν ήταν πλέον - όπως παλιότερα - να αποτυπώσει αντικειμενικά (σύμφωνα με τα τροϊκανά κριτήρια) τα χάλια της ελληνικής οικονομίας, αλλά, αντίθετα, να τα «κουκουλώσει». Η έκθεση της, τόνιζε το περιοδικό, θα έδινε το κατάλληλο «πάτημα» για τη «διάσωση» της χώρας - με πρώτο μέτρο, την εκταμίευση της δόσης των 31,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ακολούθησε σωρεία παρόμοιων αποκαλύψεων που πιστοποιούσαν, ότι η συνεχιζόμενη απειλή περί «Gr-exit» (σ.σ.: έξοδο της Ελλάδας) δεν ήταν πάρα τακτικός ελιγμός - κοινώς μπλόφα.
Είναι αλήθεια, ότι μετά την εξαγγελία του Γιώργου Παπανδρέου για διεξαγωγή ευρωδημοψηφίσματος στην Ελλάδα, πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες σκέφτονταν να του δείξουν την πόρτα της εξόδου. Όμως οι συζητήσεις αυτές κόπηκαν σύντομα με το μαχαίρι, όταν τα οικονομικά τους επιτελεία διαπίστωσαν, ότι η έξοδος θα έβαζε σε κίνδυνο ολόκληρη την ευρωζώνη.
Αλήθεια είναι επίσης, ότι και μετά την επίσκεψη Σαμαρά στο Βερολίνο, η γλώσσα των εταίρων δεν έγινε πραγματικά σαφής. Στη θέση των έμμεσων απειλών περί έξωσης μπήκε η διφορούμενη υπόσχεση περί παραμονής: «Θέλουμε να κρατήσουμε την Ελλάδα στο ευρώ, αλλά αυτό μόνο εφόσον η Ελλάδα τηρήσει τις δεσμεύσεις της» λένε από τότε. Αυτό δεν ανταποκρινόταν ωστόσο στη νέα πραγματικότητα: Η απόφαση τους για την παραμονή ήταν ειλημμένη - πολύ πριν αποφανθεί η τρόικα. Γι αυτό και η έκθεση της τελευταίας θα έπρεπε να επικυρώνει την απόφαση
Υπό αυτό το πρίσμα, η διατήρηση της ασάφειας στο θέμα της «παραμονής», έχει μόνο μια εξήγηση: Τη διατήρηση της πίεσης στην Αθήνα να συνεχίσει τις «μεταρρυθμίσεις». Κι αυτό δεν θα αλλάξει προφανώς ούτε με την ψήφιση του νέου πακέτου μέτρων από την ελληνική Βουλή την ερχόμενη Τετάρτη, ούτε με την απόφαση για «διαρκή λύση του ελληνικού προβλήματος» (Βόλφγκανγκ Σόιμπλε) στη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου. Η Αθήνα θα πρέπει να προετοιμάζεται λοιπόν, παρά την αναμενόμενη θετική έκθεση της τρόικας, για «ισόβια» τροϊκανή «κατοχή».
Οι έλληνες πολιτικοί φταίνε βέβαια και οι ίδιοι γι αυτό. Πρώτον, επειδή πήγαιναν γυρεύοντας, όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος είχε ζητήσει από τον κ.Σόιμπλε - σύμφωνα με μαρτυρία του τελευταίου - να μη μειώσει την πίεση, επειδή, σε αντίθετη περίπτωση, θα χαλάρωνε ο μεταρρυθμιστικός ζήλος των Ελλήνων.
Και δεύτερον, επειδή δεν γνωρίζουν, ή δεν προσπαθούν καν να γνωρίσουν σε βάθος τις απόψεις των πολιτικών και οικονομικών ιθυνόντων των ευρωπαϊκών χωρών - πέρα από εκείνες που διατυπώνουν οι κυβερνήσεις τους. Εάν είχαν κάνει κάτι τέτοιο - μέσω άμεσων επαφών - θα είχαν μάθει, για παράδειγμα, ότι οι γερμανοί τραπεζίτες δεν ήθελαν ποτέ να ακούσουν για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Και θα είχαν αντιληφθεί επίσης, ότι η γερμανική κυβέρνηση παίρνει πολύ πιο σοβαρά τις απόψεις τους, από ότι εκείνες της τρόικας.
Η γνώση είναι δύναμη: Είναι φανερό, ότι η κατοχή τέτοιων στρατηγικών πληροφοριών θα ενίσχυε αυτόματα τη διαπραγματευτική θέση της Αθήνας. Όμως τέτοια πληροφόρηση της ήταν ανέκαθεν ξένη. Κι αυτό την καταδίκαζε, στο να υπερεκτιμά τη δύναμη της τρόικας και να ενδίδει πιο εύκολα στις εντολές της.
Παλιότερα, όταν η τρόικα ήταν όργανο πειθάρχησης και ταυτόχρονα παρατεταμένος πολιτικός βραχίονας των δανειστών, αυτό είχε μάλλον θεωρητική σημασία. Ο λόγος της ήταν τότε νόμος - ότι έκανε είχε αυτόματα την έγκριση των εντολοδόχων της.
Σήμερα όμως έχει χάσει αυτή τη διπλή ιδιότητα. Πολιτικά δεν έχει πλέον να πει τίποτα. Και μόνο το γεγονός, ότι σπαράσσεται από εσωτερικές έριδες, δεν της επιτρέπει να χαράξει μια αποτελεσματική γραμμή. Οι πολιτικοί χειρισμοί επιστρέφουν έτσι στα «αφεντικά». Σε αυτή απομένει μόνο η πειθαρχική-τιμωρητική λειτουργία. Και το θλιβερό καθήκον, να συντάξει μια έκθεση, στην οποία δεν πιστεύει κανένα μέλος της.
Αλλά ούτε κι αυτή την ουσιώδη αλλαγή του ρόλου της έχει καταλάβει (ή κάνει πως δεν καταλαβαίνει) η κυβέρνηση Σαμαρά. Οι διαπραγματευτές της συνεχίζουν να αγνοούν τη μεγάλη μπλόφα που εμφανίζει την τρόικα ως τον παλιό παντοδύναμο πληρεξούσιο. Και αντί να επιζητούν, ως εκ τούτου, την άμεση συνεννόηση με τους εντολοδόχους για ζητήματα-κλειδιά, αναλώνονται καθημερινά σε ατέρμονους καυγάδες με ένα όργανο, το οποίο δεν έχει καμιά εξουσιοδότηση για πολιτική διαπραγμάτευση. Χαραμίζοντας έτσι και την τελευταία δυνατότητα να σώσουν, αυτό που θα μπορούσε ίσως έστω και στο παραπέντε να σωθεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.