Πώς κατάφερε να επιβιώσει, σε µια εποχή δραµατικών αντιφάσεων, το γερµανικό καθεστώς που αναδείχθηκε µετά τον Α΄ Παγκόσµιο και τερµατίστηκε µε την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία
του Αναστάση Βιστωνίτη
Είναι απόγευµα της 9ης Νοεµβρίου 1918. Στο Ράιχσταγκ του Βερολίνου συνεδριάζειη ηγεσία των σοσιαλδηµακρατών, του µεγαλύτερου τότε κόµµατος της Γερµανίας υπό τον Φρίντριχ Εµπερτ (σαγµατοποιό) και τον Φίλιπ Σάιντεµαν. Είναι βέβαιο πως δεν ξέρουν τι να κάνουν. Η Γερµανία βγήκε ηττηµένη από τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, ο πρίγκιπας Μαξ της Βάδης, καγκελάριος, έχει παραιτηθεί, ο Κάιζερ έχει εκθρονιστεί και η χώρα κινδυνεύει να βυθιστεί στο χάος.
Λίγα τετράγωνα παρακάτω, κοντά στην Unter den Linden, οι Σπαρτακιστές, µε επικεφαλής τη Ρόζα Λούξενµπουργκ και τον Καρλ Λίµπκνεχτ, ετοιµάζονται να κηρύξουν τη γερµανική σοβιετική δηµοκρατία. Ξαφνικά ο Σάιντεµαν συλλαµβάνει την «ιδέα»: χωρίς να συµβουλευτεί κανέναν πηγαίνει σε ένα παράθυρο, το οποίο βλέπει στην Koenigsplatz και από εκεί, µπροστά στους χιλιάδες συγκεντρωµένους στην πλατεία, ανακηρύσσει την ίδρυση της ∆ηµοκρατίας που γνωρίζουµε µε την ονοµασία ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης, αφού στο θέατρο της Βαϊµάρης στις 31 Ιουλίου της επόµενης χρονιάς ψηφίστηκε µε µεγάλη πλειοψηφία από την εθνοσυνέλευση το σύνταγµά της.
Αν λοιπόν η δηµοκρατία αυτή ανακηρύχθηκε «κατά σύµπτωση», όπως γράφει ο Γουίλιαµ Σίρερ στο κλασικό πλέον έργο του Η άνοδος και η πτώση του Γ’ Ράιχ, ήταν επόµενο να περάσει από µεγάλες περιπέτειες. Να είναι δηλαδή «ανάπηρη», όπως τη χαρακτηρίζει ο γνωστός ιστορικός Χάινριχ Α. Βίνκλερ στο magnum opus του Der lange Weg nach Westen (Ο µακρύς δρόµος προς τη ∆ύση).
Από αυτό το δίτοµο έργο του Βίνκλερ, το οποίο αποτελείται από 1.200 σελίδες, έχουµε τώρα στα ελληνικά το έβδοµο (και σηµαντικότερο για εµάς) κεφάλαιό του σε αυτόνοµο βιβλίο. Παρουσιάζει την πλήρη εικόνα µιας εποχής που ξεκινά µε τη λήξη του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου και καταλήγει στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Επιπλέον, µας προσφέρει τη δυνατότητα να δούµε τις ανησυχητικές οµοιότητες εκείνης της εποχής µε τα όσα συµβαίνουν σήµερα τόσο στη δική µας χώρα όσο και στην Ευρώπη συνολικά, µε µια αφήγηση «νηφάλια» µεν, όπως γράφει ο εκδότης στο οπισθόφυλλο, αλλά και ελκυστική ταυτοχρόνως. Οχι τόσο για να διαπιστώσουµε το αυτονόητο, ότι δηλαδή συχνά οι χειρότερες στιγµές µιας εποχής επαναλαµβάνονται στην επόµενη, αλλά για να συµπεράνουµε ότι ελάχιστοι, ως φαίνεται, σε περιόδους έντασης και µικροπολιτικών εκτιµήσεων έχουν τη δύναµη ή την ευφυΐα να µην επαναλάβουν τα σφάλµατα του παρελθόντος.
Η εµπειρία της Βαϊµάρης στοίχειωσε τον νου των ηγετών της µεταπολεµικής Γερµανίας, δηµιουργώντας ένα είδος πολιτικού συνδρόµου σε αντιστάθµισµα του αισθήµατος ενοχής για τις ευθύνες του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου. Τα όσα συµβαίνουν τον τελευταίο καιρό στην ευρωπαϊκή σκηνή µάς κάνουν να υποπτευόµαστε ότι από το σύνδροµο αυτό δεν φαίνεται να έχει απαλλαγεί εντελώς ούτε η σηµερινή πολιτική ηγεσία της χώρας. Με τη διαφορά ότι «ανάπηρες» µοιάζουν πλέον οι υπόλοιπες δηµοκρατίες της Ευρώπης. Γι’ αυτό και το βιβλίο του Βίνκλερ αξίζει να διαβαστεί όχι µόνον από τον µέσο αναγνώστη, αλλά και από τη δική µας, περί άλλα τυρβάζουσα, πολιτική ηγεσία. Η ∆ηµοκρατία της Βαϊµάρης αναδύθηκε µέσα από τις στάχτες ενός µεγάλου πολέµου και διήρκησε δεκαπέντε χρόνια, ως το 1933 που καταλύθηκε µε την ανάδειξη του Χίτλερ σε καγκελάριο. Είχε να αντιµετωπίσει τις αντιφάσεις µιας χώρας που περνούσε από τη µοναρχία στη δηµοκρατία απροετοίµαστη, ηττηµένη και διηρηµένη. Οι δύο αρχηγοί του στρατού, ο Χίντεµπουργκ και ο Λούντεντορφ, έριξαν στην πλάτη των σοσιαλδηµοκρατών την ευθύνη για την υπογραφή της ταπεινωτικής για τη Γερµανία Συνθήκης των Βερσαλλιών, και κατά συνέπεια – έστω και µεταφορικά – την ευθύνη για την ήττα, «παραχωρώντας» τους µια εξουσία που τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ασκήσουν.
Αυτό η χώρα θα το πλήρωνε σε πολλα επίπεδα στα χρόνια της ειρήνης που ακολούθησαν: µε την έκρηξη του πληθωρσµού το 1922, που τα επόµενα δύο χρόνια είχε γίνει ανεξέλεγκτος, την κατάληψη από τη Γαλλία της περιοχής του Ρουρ το 1923, την εµφάνιση αποσχιστικών τάσεων στη Βαυαρία και την ανοιχτή σύγκρουση µε το ισχυρότατο κοµµουνιστικό κόµµα. Το µείγµα παρέµενε εκρηκτικό για χρόνια, µε τις κυβερνήσεις να διαδέχονται η µία την άλλη, ως το 1929 που η Γερµανία σαρώθηκε από το οικονοµικό κραχ. Τη χρονιά εκείνη οι άνεργοι έφθασαν τα 3.000.000 και τρία χρόνια αργότερα ο αριθµός τους είχε υπερδιπλασιαστεί.
Τα στοιχεία αυτά ίσως αρκούν για να καταλάβει κανείς πώς το εθνικοσιαλιστικό κόµµα, από το 2,6% που είχε λάβει στις βουλευτικές εκλογές της 20ής Μαΐου 1928, έγινε πρώτο κόµµα τρία χρόνια αργότερα, στις 5 Μαρτίου, λαµβάνοντας το 43,9% των ψήφων.
Από εκεί και πέρα τα πράγµατα ακολούθησαν τη µοιραία πορεία τους, όχι µόνο για τη Γερµανία, αλλά για ολόκληρο τον κόσµο.
Εκ των υστέρων συµπεραίνει κανείς πως είναι εντυπωσιακό και µόνο το ότι αυτή η «ανάπηρη» δηµοκρατία κατάφερε να επιβιώσει επί δεκαπέντε χρόνια αντιµετωπίζοντας τους εθνικοσοσιαλιστές, τους συντηρητικούς εθνικιστές, τους κοµµουνιστές και τις απανωτές επεµβάσεις των νικητών του πολέµου. Και µάλιστα, παρά τις τόσες κρίσεις, οι τέχνες και ο πολιτισµός να γνωρίσουν στη χώρα του Γκαίτε πρωτοφανή άνθηση.
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=431052&h1=true
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.