Το ερώτημα αφορά την οικονομική πολιτική αντιμετώπισης της σημερινής παγκόσμιας κρίσης σε σύγκριση με την κρίση του 1929.
Τότε, είχαν περάσει μερικά χρόνια λανθασμένης πολιτικής στις ΗΠΑ μέχρι να αντιμετωπισθεί ριζικά η ύφεση με τη «μεγάλη αναδιανομή» του εισοδήματος (new deal) και την κεϊνσιανή πολιτική της αύξησης των δημοσίων δαπανών, ώστε να μειωθεί η ανεργία και να επανέλθει η αμερικανική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά. Αντίθετα στην Ευρώπη, η παράταση της κρίσης την εποχή εκείνη, με τη συνακόλουθη μεγάλη αύξηση της ανεργίας, οδήγησε τελικά στον ολοκληρωτισμό, που αποτέλεσε μια από τις βασικές αιτίες του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Βέβαια, σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει σημαντικά, αλλά ίσως όχι τόσο ριζικά όσο θα αναμενόταν ύστερα από 80 χρόνια. Στην αρχή της σημερινής κρίσης τα κράτη έδρασαν έτσι ώστε να αποφύγουν την τραγική εμπειρία του 1929: αύξησαν τις δημόσιες δαπάνες, κάλυψαν τις ζημιές των τραπεζών, στήριξαν μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις προκειμένου να ανακόψουν τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης. Πολλοί μάλιστα θεώρησαν ότι ο νεοφιλελευθερισμός «πέθανε», ότι το κράτος έγινε ο πρωταγωνιστής στην οικονομία, ότι «ξαναγεννήθηκε» ο κεϊνσιανισμός ή ακόμη και ο σοσιαλισμός, προκειμένου να επιβιώσει το καπιταλιστικό σύστημα.
Ομως, από τη στιγμή που ξεπεράστηκε η οξεία φάση της κρίσης και πριν η οικονομία ανακάμψει πραγματικά, όλα τα προηγούμενα «μέτρα διάσωσης» στην Ευρώπη ανατράπηκαν. Προκειμένου να καλυφθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα που δημιουργήθηκαν λόγω της αύξησης των δημόσιων δαπανών για την εφαρμογή των «μέτρων διάσωσης» άρχισαν να εφαρμόζονται προγράμματα λιτότητας σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Ιδιαίτερα μάλιστα στις χώρες της ευρωζώνης, η λιτότητα επιβλήθηκε με γερμανική επιμονή προκειμένου να επανέλθουν τα ελλείμματα στο όριο του 3% του ΑΕΠ, όπως ορίζει το «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης».
Δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν δανείζει τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης αγοράζοντας κρατικά ομόλογα, δηλαδή δεν καλύπτει τα δημοσιονομικά ελλείμματα με νομισματικά μέσα (με βάση το γερμανικής έμπνευσης καταστατικό της), τα λιγότερο οικονομικά ισχυρά και ήδη υπερχρεωμένα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου αναζήτησαν περισσότερα δάνεια από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα επιτόκια αυξήθηκαν υπέρμετρα λόγω αύξησης του κινδύνου αποπληρωμής των δανείων και οδήγησαν τελικά την ευρωζώνη να δημιουργήσει έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης προκειμένου να δανείζει αυτά τα κράτη (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία μέχρι τώρα). Οι δανειακές συμφωνίες της ευρωζώνης με τις χώρες αυτές, με τη συνδρομή του ΔΝΤ, επιβάλλουν σκληρούς όρους δημοσιονομικής προσαρμογής πολύ δύσκολα υλοποιήσιμους, οι οποίοι προκαλούν μεγάλη ύφεση και εξαφανίζουν κάθε αναπτυξιακή προοπτική.
Το ζήτημα είναι ότι και στις ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία) κυριαρχούν πολιτικές λιτότητας, ενώ χρειάζεται αύξηση της ζήτησης, τουλάχιστον στην πλεονασματική Γερμανία, προκειμένου να ανακάμψει πραγματικά η ευρωπαϊκή οικονομία από τη σημερινή στασιμότητα (ποσοστό μεγέθυνσης 1-1,5%, ανεργία 9%).
Ταυτόχρονα, η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Βουλή των ΗΠΑ εμποδίζει τον πρόεδρο Ομπάμα να ασκήσει επεκτατική πολιτική. Τέλος, ακόμη και η Κίνα, αποφεύγοντας να ανατιμήσει το νόμισμά της, περιορίζει τη ζήτηση στο εσωτερικό της και αποτρέπει την αύξηση των εισαγωγών της, πράγμα που θα συνέβαλε στην παγκόσμια ανάπτυξη.
Φαίνεται συνεπώς ότι τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, όπου ο ρυθμός ανάπτυξης δεν ξεπερνά το 1,5%, οι οποίες έχουν ανάγκη μια νέα αναπτυξιακή δυναμική για να ξεφύγουν οριστικά από την κρίση και να μειώσουν την ανεργία που πλησιάζει το 10%, κυριαρχούν περιοριστικές πολιτικές, πράγμα που δείχνει ότι τελικά η ιστορία μπορεί να επαναλαμβάνεται όχι μόνο ως φάρσα αλλά και ως τραγωδία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.