Η κατάπληξη είναι πάντα τελεστής υποταγής. Γιατί έγκειται σε μια συνθήκη απρόσμενη κατά την πρόθεση («δεν το περίμενα από σένα, από σας», ό,τι προτιμάτε) και συνάμα καθηλωτική κατά το αποτέλεσμα («πού με/μας έφτασαν;», λόγου χάριν).
Ομως η κατάπληξη είναι και ενδελεχής δύναμη στην κίνηση της ιστορίας. Κατάπληκτοι οι Λουδοβίκοι και οι Ρομανόφ πορεύτηκαν το δρόμο της αιματηρής τελευτής τους.
Ησαν ανήμποροι να την αντικρίσουν μέσα σε λίγες μέρες, σε λίγες ώρες· ήσαν ανίκανοι να σκεφτούν πώς η μακρά, σχεδόν αιώνια, ακίνητη χωροδεσποτική βιοτή τους, γίνεται παρανάλωμα της άμεσης, λες άχρονης, δηωτικής πράξης εκείνου του ανοίκειου σ' αυτούς «πλήθους», που άλλοι, μετά (όχι άδολα, μας λέει ο Virno), ονομάτισαν «λαό».
Δεν φαντάστηκαν ποτέ τα κεφάλια τους στην απόλυτη κι έτσι ακαριαία ευχέρεια του δήμιου της εξέγερσης, γιατί είχαν φαντασιωθεί την ελέω Θεού γι' αυτό και αείποτε υπάρχουσα εξουσία τους, που νόμιζαν πως προστατεύει το τρυφηλό και μαζί τιμωρό σώμα τους.
Αν υπάρχει μια «πονηριά» στην ιστορία, αυτή κατοικεί στις πιρουέτες του μόνου λόγου ύπαρξής της, στο χρόνο της, στις αναπάντεχες γυροβολιές του χρόνου της: απέναντι στην ανέκαθεν δεδομένη, σιδηρόφρακτη, αιματηρή αυθεντία του δεσπότη, θα παραταχθεί ο αέναος χρόνος του σοφού δίκιου των υποτακτικών του. Και, παραφράζοντας τον Bookchin, θα υπάρχει πάντα αυτό το αέναο του δίκιου των ταπεινών, του «λαουτζίκου» που έλεγαν τους πολίτες της Γαλλικής Επανάστασης, θα υπάρχει σαν επανάσταση μέσα στην επανάστασή τους.
Βρίσκοντας τη φωνή της στον Σπάρτακο, στους «Ισοπεδωτές», τους «Σκαφτιάδες», τους «Χωρικούς» του Τόμας Μίντσερ, στον Γράκχο Μπαμπέφ, στον Αύγουστο Μπλανκί, στον απονενοημένο μοναχικό της λατρείας της χειροπιαστής πράξης Νετσάγεφ, στους Κομμουνάρους της Κροστάνδης, τους Γερμανούς Σπαρτακιστές, τους Ζαπατίστας, στο χιλιανό MIR, στο παλαιστινιακό «Μέτωπο» του Ζορζ Αμπάς, μέχρι και στα εσωτεριστικά, θανατηφόρα ρομαντικά «αντάρτικα πόλης» του αναπτυγμένου, αλλά πολιτικά μελαγχολικού και κοινωνικά βάρβαρου κόσμου της σημερινής Δύσης, και στα κινήματα άμεσης απαλλοτρίωσης αγαθών και υπηρεσιών που αναδύονται εν τω άμα και χωρίς ένα «μετά» στις μητροπόλεις του καπιταλιστικού κέντρου και της περιφέρειάς του.
Ολες αυτές και μύριες άλλες τέτοιες «φωνές» διεκδικούν και συμπυκνώνουν τη στιγμή του δίκιου των ταπεινών στο χρόνο της ιστορίας, την ανθρώπινη στιγμή τους πριν ταπεινωθούν υπό διαρκή εθελοδουλία.
Αυτές οι φωνές οραματίζονται και κάνουν υλική και μοναδική τη στιγμή της έλευσης του πλήθους στην ιστορία ως περίλαμπρου υποκειμένου της, πέρα αλλά και έξω από τη θεσμικά σωφρονιζόμενη ετυμηγορία του «λαού» ως αθύρματος των λερναίων στιγμών τής κάθε κυρίαρχης εξουσίας.
Αυτές οι φωνές επιφέρουν στο λερναίο χρόνο της εξουσίας ένα αιφνίδιο, απροσδόκητο πλήγμα, όσο αιφνίδια κι απροσδόκητα είναι τα δικά της ακατάπαυστα πλήγματα στις ζωές των ανθρώπων, που θέλει να τους καθορίζει ως ευπειθείς υπηκόους και να μην τους αποδέχεται ως «κοινωνικά συμβαλλόμενους».
Κι αυτά όλα γράφονται γιατί σε τούτη τη χώρα ακούγεται τα τελευταία δυο χρόνια πως «είμαστε σε πόλεμο». Γιατί εξαγγέλλεται ένα πολεμικό ανακοινωθέν κάθε Σαββατοκύριακο (ούτε η ανάσα του καθεστώτος δεν γίνεται σεβαστή). Γιατί ακούγεται από παντού και παντοειδώς ότι είμαστε σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Γιατί το «έχουμε το πιστόλι γεμάτο στο τραπέζι» εναλλάσσεται κτηνωδώς με το «είμαστε με το πιστόλι στον κρόταφο».
Γιατί κάθε μέρα που ξημερώνει σ' αυτή τη χώρα φέρνει μιαν ανεπαίσθητη, και γι' αυτό καταστροφική, «κατάσταση πολιορκίας». Γιατί αυτή η κατάσταση γίνεται ένα δεύτερο καθεστώς, ένα δεν γίνεται αλλιώς, που ξερνάει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους ονοματίζοντάς τους «κατά φύσιν» απόβλητους. Γιατί το περιθώριο γίνεται κανόνας του ζην. Χλευάζοντας του ανθρώπου την ταυτότητα ακόμα και στις ρηγματωμένες κοινωνικές ταξινομίες του. Εγκαθιδρύοντας την ξενότητα στην ίδια τη ζωή του.
Αυτά γράφονται γιατί όποιοι και όσοι αποφασίζουν σήμερα σε τούτη τη χώρα έχουν εξουσία δοτή, άρα και επ' εσχάτων ανάλγητη. Τους έχουν δανείσει ακόμα και τα τοξικά που εκτοξεύουν στο πλήθος της διαδήλωσης - δεν φταίει ο Παπουτσής, έτσι ήταν από μικρός, γι' αυτό και σήμερα «κάνει τη δουλειά», αρκεί να προσέχει.
Οπως θα πρέπει να προσέχουν το «αλαλάζον πλήθος» όλοι εκείνοι που αποφασίζουν στο όνομα της «σωτηρίας του λαού», αγνοώντας την πληθυντική του μεγέθυνση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.