Η εισήγηση του Γιάννη Δραγασάκη στο Διεθνές Συνέδριο «Δημόσιο χρέος και πολιτικές λιτότητας στην Ευρώπη: Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς», που διοργανώσαν το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ο Συνασπισμός και το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς |
Του Γιάννη Δραγασάκη Το πρόβλημα της δημόσιας και της ιδιωτικής υπερχρέωσης αναδεικνύεται ολοένα και πιο έντονα σε ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, μαζί και στην Ελλάδα, αποτελεί κορυφαίο κοινωνικό, οικονομικό και πρωτίστως πολιτικό πρόβλημα. Διότι ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών που έχουν τις ρίζες τους στη μακρόχρονη άνιση διανομή των εισοδημάτων και σε προβλήματα της πραγματικής οικονομίας. Ήταν μια συνειδητή επιλογή στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων που κυριάρχησαν, με στόχο την αποκομιδή εύκολων κερδών από τις τράπεζες κυρίως, αλλά όχι μόνο, την πρόσκαιρη συγκάλυψη των κοινωνικών ανισοτήτων και την άμβλυνση των κυκλικών κρίσεων του καπιταλισμού με μια μεγέθυνση που γινόταν με την διαρκή στήριξη του δανεισμού. Δεν πρόκειται λοιπόν περί λάθους, αλλά είναι μια συνειδητή και συστημική επιλογή. Στη χώρα μας ειδικά, ενώ ο συνολικός δανεισμός αυξανόταν επί χρόνια,πολύ πιο γρήγορα από την αύξηση του εθνικού εισοδήματος, πράγμα που διαρκώς επισημαίναμε μέσα και έξω από τη βουλή, οι ελληνικές κυβερνήσεις αλλά και οι τράπεζες δανείζονταν και δάνειζαν ανέμελα. Και τούτο γιατί, όπως κάποια στιγμή αναγνώρισε ο Πρόεδρος του Eurogroup κ. Γιούνκερ, ήταν μεγάλα τα κέρδη που προέκυπταν για ξένα και για ελληνικά συμφέροντα μέσα από αυτή την ανακυκλούμενη βιομηχανία δανεισμού, την αντίστοιχη κατανάλωση και τις αντίστοιχες εισαγωγές. «Τα ξέραμε» δήλωσε ο κ. Γιούνκερ «από καιρό». Τότε γιατί, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, ζητάνε θυσίες από τον ελληνικό λαό και όχι από όσους, μέσα και έξω από την Ελλάδα, καρπώθηκαν τα κέρδη; Τώρα οι ιθύνοντες, σε Ελλάδα και Ευρώπη, προσπαθούν να ενοχοποιήσουν τους εργαζόμενους, για να κρύψουν τις δικές τους ευθύνες. Το πρόβλημα του δημόσιου χρέους είναι όχι μόνο πολιτικό αλλά και βαθύτατα ταξικό. Διότι κατά βάση προκύπτει από την κοινωνικοποίηση, μέσω του κράτους, του κόστους των κρίσεων και ζημιών του ιδιωτικού τομέα. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Ιρλανδία. Με δημόσιο χρέος 27% πριν από την κρίση, απειλείται τώρα με χρεοκοπία διότι το κράτος απορρόφησε τις ζημιές των τραπεζών. Το ίδιο φαινόμενο, μετατροπή δηλαδή του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο, παρατηρείται στην Πορτογαλία, την Ισπανία και αλλού. Σε μας αυτό βέβαια έγινε και από παλαιότερα, σε προηγούμενες κρίσεις. Το ελληνικό δημόσιο χρέος δημιουργήθηκε κυρίως τη δεκαετία του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν από 22%, που ήταν το 1980, έφτασε το 98% το 1993 και σήμερα, μετά την κρίση, τη στήριξη των τραπεζών και την ύφεση που προκαλεί η πολιτική του Μνημονίου, εκτιμάται στο πρωτοφανές ύψος του 150% του ΑΕΠ. Στην Ελλάδα το πρόβλημα του δημόσιου χρέους επιτείνεται και από ειδικότερες αιτίες. Μελέτες Ελλήνων οικονομολόγων, εκθέσεις του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και άλλων φορέων μας επιτρέπουν να ξεχωρίσουμε τρεις, τις πιο σημαντικές, που είναι: α) Η φορολογική ασυλία των ισχυρών, η διάχυτη φοροδιαφυγή και η υστέρηση των φορολογικών εσόδων σε σχέση με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης. β) Οι υψηλές στρατιωτικές δαπάνες και οι εξοπλισμοί, που ευθύνονται για το 1/3 περίπου του πριν την κρίση χρέους. γ) Η απουσία κάθε συστήματος ελέγχου και αξιολόγησης της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών και η μετατροπή του δημοσίου σε χώρο ελεύθερης δράσης των ιδιωτικών συμφερόντων, ιδίως μετά την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Άρα δεν ευθύνεται το κράτος γενικώς, όπως λένε, οι απολογητές του ισχύοντος συστήματος αλλά η περαιτέρω υποταγή του κράτους σε ιδιωτικά συμφέροντα και σε ιδιοτελείς συμπεριφορές και πρακτικές. Ενώ όμως το δημόσιο χρέος, όπως είδαμε, προϋπήρχε, αλλά ήταν διαχειρίσιμο μέχρι και το 2009, η μετεξέλιξή του σε ανοιχτή κρίση και ο αποκλεισμός από τις αγορές δανεισμού δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο ενδογενών αιτιών. Πέρα από τις ευθύνες της νέας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ήταν αποτέλεσμα αφ’ ενός της διεθνούς κρίσης και αφ’ ετέρου της νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής της Νομισματικής Ένωσης, των εγγενών ελλειμμάτων και αντιφάσεων του ευρώ, της απουσίας μηχανισμών κοινού δανεισμού και κοινής άμυνας απέναντι στην κερδοσκοπία και την παντοδυναμία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Σήμερα τα ελλείμματα αυτά, λίγο ως πολύ, αναγνωρίζονται. Επίσης πολλοί, ακόμη και κορυφαίοι παράγοντες της Ε.Ε., αναγνωρίζουν ότι το μέγεθος και το οικονομικό κόστος της ελληνικής κρίσης μεγάλωσε εξαιτίας των προβλημάτων αυτών αλλά και της σκόπιμης ολιγωρίας της Γερμανίδας καγκελαρίου κας Μέρκελ και των ευρωπαϊκών αρχών. Ριζική λύση με κοινή αριστερή ευρωπαϊκή στρατηγικήΑπό την ανάλυση αυτή προκύπτουν δύο διαπιστώσεις και ένα συμπέρασμα. Διαπίστωση πρώτη: Το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος των 300 περίπου δις ευρώ αντιπροσωπεύει ένα κεφάλαιο που δεν υπάρχει πλέον ούτε ως χρήμα ούτε ως παραγωγική δυνατότητα. Είναι ένα κεφάλαιο που έχει αναλωθεί σε μια κατανάλωση που δεν υπάρχει πλέον, σε εξοπλισμούς οι οποίοι δεν παράγουν εισόδημα, σε υποδομές που φθείρονται ή αντιπροσωπεύει κέρδη και φοροκλοπές που και τα δύο έχουν, σε μεγάλο βαθμό, φυγαδευτεί στο εξωτερικό. Άρα, αυτό το συσσωρευμένο χρέος, ως αναλωθέν κεφάλαιο, δεν μπορεί να αναπαραχθεί, δεν μπορεί να δώσει εισόδημα, άρα δεν μπορεί να πληρωθεί. Αν το πλεόνασμα από την όποια μελλοντική ανάκαμψη χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή αυτού του παλαιού και αναλωθέντος πια κεφαλαίου, όπως προβλέπει το Μνημόνιο και υποστηρίζει η κυβέρνηση, η Ελλάδα θα μείνει αιωνίως υπερχρεωμένη, αν δεχθούν να την δανείζουν φυσικά, η οικονομία θα μπει σε μακροχρόνιο μαρασμό και η κοινωνία θα γνωρίσει την εξαθλίωση. Αν πουληθεί η δημόσια περιουσία, όπως ζητείται επιτακτικά, για να αποπληρωθεί αυτό το παλαιό χρέος, αυτό θα ήταν μια ληστεία προς τις νέες γενιές και μια ταπείνωση διαρκείας. Κάνει εντύπωση που οι πιέσεις αυτές έρχονται κυρίως από μια χώρα που ο λαός της έχει ταπεινωθεί στο παρελθόν και γνωρίζει επομένως καλά τις μακροχρόνιες συνέπειες τέτοιων ταπεινώσεων. Διαπίστωση δεύτερη: Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να εξυπηρετηθεί ένα μέρος αυτού του αναλωθέντος κεφαλαίου, του παλαιού χρέους δηλαδή, είναι μέσω μιας νέας ανάπτυξης, η οποία όμως για να επιτευχθεί απαιτεί νέους πόρους. Θεωρητικά θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί και όλο το χρέος και μακροχρόνια να αποσβεσθεί, όπως έγινε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με το χρέος των ΗΠΑ και άλλων χωρών, μέσω μιας ισχυρής και διαρκούς ανάπτυξης. Όμως η ύπαρξη μιας τέτοιας προοπτικής απαιτεί ριζική αλλαγή της κυρίαρχης ευρωπαϊκής πολιτικής, ένα πανευρωπαϊκό αναπτυξιακό σχέδιο και μαζική μεταφορά μη δανειακών πόρων, όπως είχε γίνει μεταπολεμικά με το σχέδιο Μάρσαλ. Το πρόβλημα του Δημόσιου Χρέους καλούμαστε λοιπόν να το προσεγγίσουμε καταρχήν στρατηγικά και όχι λογιστικά. Και έχουν δίκιο όσοι, όπως ο Ζακ Ατταλί σε ένα πρόσφατο βιβλίο του, μας καλούν να σκεφθούμε το πρόβλημα του Δημόσιου Χρέους με όρους ενός «καλού» και ενός «κακού» χρέους. Το «καλό» χρέος είναι το νέο χρέος που πρέπει να υπάρξει, με φειδώ ασφαλώς, μόνο για αναπτυξιακούς σκοπούς και το «κακό», είναι το χρέος που έρχεται από το παρελθόν, το οποίο θα πρέπει να απορροφηθεί από κάποιον ευρωπαϊκό ή διεθνή φορέα, μέσω του οποίου θα μπει σε μια διαδικασία μακροχρόνιας απόσβεσής του. Ίσως έχουν δίκιο, για να αναφερθώ σε μια διαφορετική πρόταση, επίσης, το Δίκτυο Ευρωπαίων Οικονομολόγων, ο καθηγητής Βαρουφάκης και όλοι όσοι υποστηρίζουν, καιρό τώρα, πως ένα μέρος των εθνικών χρεών πρέπει να απορροφηθεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα και, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να αδρανοποιηθεί. Άλλωστε αυτό δεν κάνουν και η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ μέσω των κεντρικών τραπεζών; Η κοινή ιδέα εδώ είναι πως το παλιό χρέος, το πεθαμένο κεφάλαιο, δεν θα πρέπει να πνίξει, κρατώντας δέσμιο, το ζωντανό κεφάλαιο και μαζί μ’ αυτό ολόκληρη την οικονομία και την κοινωνία, σε ένα εξαντλημένο παρελθόν. Αυτές είναι οι διαπιστώσεις. Το συμπέρασμα, που υποσχέθηκα, είναι ότι υπάρχει προοδευτική λύση στο πρόβλημα του χρέους. Όμως η λύση αυτή περνά μέσα από μια διαπραγμάτευση με δύο κυρίως επίδικα θέματα: το πρώτο είναι η μείωση του χρέους και του κόστους εξυπηρέτησής του σε ανεκτά επίπεδα και το δεύτερο είναι η χρηματοδότηση της ανάκαμψης, της ανασυγκρότησης της οικονομίας και της νέας ανάπτυξης. Εννοείται πως στην εξειδίκευση μιας τέτοιας διαδικασίας θα πρέπει να διευκρινιστούν πολλά θέματα. Για παράδειγμα, ορισμένοι δικαιούχοι, όπως ασφαλιστικά ταμεία σε Ελλάδα και Ευρώπη, ή μικροαποταμιευτές, θα πρέπει να εξαιρεθούν από το όποιο κόστος ή να αποζημιωθούν. Επίσης η ρύθμιση του Δημόσιου Χρέους, για να έχει πρακτικό αποτέλεσμα, πρέπει να περιλαμβάνει τη ρύθμιση του χρέους των τραπεζών και μέρος του ιδιωτικού χρέους, ιδίως αυτό των φτωχών νοικοκυριών. Ακόμη πρέπει να προβλεφθεί μια ρήτρα ώστε σε περίπτωση ύφεσης ή υψηλής ανεργίας να μειώνεται ή και να παγώνει προσωρινά η εξυπηρέτηση του χρέους. Μπορούμε λοιπόν να εργασθούμε για μια πολυμερή ευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος, τις ανισότητες και τις αναπτυξιακές ασυμμετρίες στην Ευρώπη, που θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα αυτά με τρόπο ριζικό και συνολικό για όλες τις χώρες και θα θέσει την ευρωπαϊκή προοπτική σε νέες βάσεις. Η άλλη επιλογή είναι να αφεθούν τα προβλήματα να σέρνονται μέσα σε ατέρμονες διμερείς και αποσπασματικές διαπραγματεύσεις, πιέσεις, εκβιασμούς και επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Πιστεύω πως η πρώτη εκδοχή πρέπει να είναι η επιλογή μας. Υπάρχουν όμως δυνατότητες να φτάσουμε σε μια τέτοια προοπτική; Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι μια τέτοια ρύθμιση έχει παραπλήσια λογική με τη ρύθμιση που πέτυχε η Γερμανία το 1953 στα δικά της χρέη. Άρα δεν είναι μια λύση εξωπραγματική. Μπορούμε να πούμε επίσης ότι, σε αντίθεση με το κλίμα που υπήρχε ένα χρόνο πριν, το πρόβλημα του Δημόσιου Χρέους αρχίζει να συνειδητοποιείται ως ένα πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο πρόβλημα. Αρχίζει να συνειδητοποιείται ότι το πρόβλημα, στ’ αλήθεια, δεν είναι το δημόσιο χρέος από μόνο του αλλά η ύφεση, το ιδιωτικό χρέος, το χρέος των τραπεζών και η συνέχιση της πολιτικής που δημιουργεί το χρέος. Άρα και εκεί που σήμερα δεν υπάρχει πρόβλημα Δημόσιου Χρέους, αύριο μπορεί να εμφανισθεί. Αρχίζει έτσι να αναπτύσσεται ένας ευρύτερος προβληματισμός και από δυνάμεις πέραν της Αριστεράς, ακόμη και παράγοντες της σοσιαλδημοκρατίας που, μαζί με τις προτάσεις του ΚΕΑ, του Δικτύου Ευρωπαίων Οικονομολόγων, του Attac, και πολλών άλλων κοινωνικών και επιστημονικών οργανώσεων και παραγόντων, συγκροτούν τον πυρήνα μιας προοδευτικής ευρωπαϊκής απάντησης στο πρόβλημα του χρέους. Αν και ο διάλογος συνεχίζεται με συγκλίνουσες όσο και αποκλίνουσες απόψεις, βασικά σημεία μιας τέτοιας πολιτικής είναι: Πρώτο, να επιτραπεί ο κατευθείαν δανεισμός και των κρατών από την ΕΚΤ, όπως συμβαίνει και με τις τράπεζες. Δεύτερο, να δημιουργηθεί κοινός μηχανισμός δανεισμού για την έκδοση ευρωομολόγων που, υπό όρους και προϋποθέσεις, θα μπορούσε να περιορίσει τη δύναμη των αγορών να κερδοσκοπούν με τις διαφορές επιτοκίων. Τρίτο, να μετατραπεί μέρος των εθνικών χρεών σε κοινό ευρωπαϊκό χρέος. Τέταρτο, να γίνει διαγραφή, αδρανοποίηση ή επαναγορά μέρους του χρέους με τους πόρους ενός φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή και της περιουσίας. Πέμπτο, να εξασφαλισθεί αναπτυξιακή ώθηση σε όλη την Ε.Ε., με αιχμή την απασχόληση, την κοινωνική ανάπτυξη και την αλληλεγγύη, μέσα από έναν ενισχυμένο προϋπολογισμό και νέους θεσμούς διαφανείς και δημοκρατικά ελεγχόμενους. Μια τέτοια συναφής πρόταση θα παρουσιασθεί στο Συνέδριό μας από το σ. Βουρτς, την τελευταία ημέρα του Συνεδρίου. Υπάρχουν λοιπόν λύσεις, μέσα από ένα διαφορετικό ρόλο της ΕΚΤ, που θα μπορούσαν να δώσουν άμεση διέξοδο και ταυτόχρονα να συμβάλλουν στον αγώνα ενάντια στο μισθολογικό, το φορολογικό και τον κοινωνικό ανταγωνισμό, ενισχύοντας την αλληλεγγύη. Ο βαθύτερος λόγος που αυτές οι λύσεις δεν υιοθετούνται δεν είναι εμπόδια θεσμικού ή τεχνικού χαρακτήρα. Ο λόγος είναι ότι, αν υιοθετούνταν, θα κλόνιζαν τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία και τη συναίνεση, που έχει διαμορφωθεί πάνω σ’ αυτήν, ανάμεσα στην ευρωπαϊκή δεξιά και μεγάλα τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας. Είναι λοιπόν αυτές οι συναινέσεις και οι διαμορφωμένοι συσχετισμοί που πρέπει να ανατραπούν για να ανοίξει ο δρόμος για προοδευτικές λύσεις, και όχι μόνο για το πρόβλημα του χρέους. Νομικές και ηθικές διαστάσεις του χρέους Αναφέρθηκα στο πολιτικό και οικονομικό χαρακτήρα του χρέους και εξέθεσα μια επιχειρηματολογία υπέρ της μερικής τουλάχιστον διαγραφής ή αδρανοποίησης του συσσωρευμένου χρέους, που προκύπτει από την κατανόηση του χρέους με όρους πολιτικής οικονομίας. Όμως σημαντικές είναι και οι νομικές και οι ηθικές ακόμη διαστάσεις του προβλήματος του χρέους. Πόσο ηθικό είναι το κάθε νήπιο που θα γεννιέται απ’ εδώ και πέρα στην Ελλάδα να ξεκινάει τη ζωή του με χρέος (κατά κεφαλή) 30.000 ευρώ; Και ποιος μπορεί στ’ αλήθεια να βεβαιώσει για το άμεμπτο των δανειακών συμβάσεων του ελληνικού κράτους, μετά από όσα έχουν αποκαλυφθεί γύρω από το σκάνδαλο της Siemens και όχι μόνο; Πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται από πολίτες, κόμματα και βουλευτές, για τον έλεγχο του χρέους, μπορούν να έχουν θετική συμβολή στην αποκάλυψη και τέτοιων πτυχών. Θα πρότεινα μάλιστα να τροποποιηθεί άμεσα ο Κανονισμός της Βουλής -δεν είναι δύσκολο-, ώστε στη σχετική επιτροπή για τη διερεύνηση και τον έλεγχο του χρέους, που ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει να συσταθεί, να μπορούν να συμμετάσχουν ως ισότιμα μέλη και εκπρόσωποι συλλογικών φορέων και ειδικοί επιστήμονες, όπως έχει γίνει και σε άλλες χώρες. Αναφέρθηκα επίσης σε μια διαπραγμάτευση πολιτική. Εδώ προκύπτει ο ρόλος των πολιτικών υποκειμένων. Μπορεί π.χ. η σημερινή ελληνική κυβέρνηση και, κυρίως, θέλει να συγκρουσθεί με λογικές και συμφέροντα που ως τώρα έδειξε να υπηρετεί τυφλά; Προφανώς είναι στο χέρι του ελληνικού λαού να αναδείξει μια κυβέρνηση που θα έχει τη βούληση και τη δύναμη, στηριγμένη στον ίδιο το λαό, να αγωνισθεί για να απαλλάξει την κοινωνία από τον κίνδυνο ενός μακροχρόνιου μαρασμού. Όμως, σε κάθε περίπτωση, πρέπει, αυτή τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, να την κατανοήσουμε συνυφασμένη με την ενεργή παρουσία του λαϊκού παράγοντα, των συνδικάτων, των κινημάτων, των προοδευτικών επιστημόνων και εδώ και στην Ευρώπη. Δεν πρέπει να μας τρομάζει το πρόβλημα. Δεν πρέπει να μας φοβίζουν οι δυσκολίες. Όμως δεν πρέπει να υποτιμούμε τη δυνατότητα του χρηματιστικού καπιταλισμού όχι μόνο να συγκεντρώνει τον πλούτο, αλλά και να αποκεντρώνει το ρίσκο, να διαχέει τον κίνδυνο, να σκορπά το φόβο μέσα στην κοινωνία. Υπάρχει λοιπόν και ένα θέμα αντίστασης και σε αυτό το επίπεδο. Υπάρχει θέμα ορθής ενημέρωσης. Χρειαζόμαστε επομένως πυκνό συντονισμό, δίκτυα ανταλλαγής πληροφοριών και κινητοποίησης. Ρύθμιση του χρέους: Αναγκαία αλλά δεν αρκεί Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ έχει μερικές πολύ σημαντικές σελίδες για το ρόλο του Δημόσιου Χρέους στην πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου και την εξέλιξη του καπιταλισμού. Εκεί λοιπόν κάνει μια αναφορά και στο Δημόσιο Χρέος ως πηγή αυταπατών. Πρώτη αυταπάτη ότι το χρέος φταίει για όλα τα δεινά. Δεύτερη αυταπάτη ότι αν αντιμετωπισθεί το πρόβλημα χρέους τα βάσανα του κόσμου της εργασίας θα τελειώσουν. Με τη σκέψη μου στην επισήμανση αυτή θα ήθελα να ολοκληρώσω. Σωστά, νομίζω, διαπιστώνουμε ότι μια δίκαιη και βιώσιμη ρύθμιση του συσσωρευμένου χρέους είναι άμεση και επιτακτική ανάγκη. Σωστά επικεντρώνουμε την προσοχή μας σ’ αυτό. Διότι το συσσωρευμένο χρέος, όσο αυξάνει, μεγαλώνει την επισφάλεια της εργασίας και την πίεση στο κοινωνικό κράτος. Αξιοποιείται επίσης ως μοχλός εξάρτησης, πίεσης, εκβιασμού και τρομοκράτησης της κοινωνίας. Επομένως είναι αναγκαίο να έχουμε, ως Αριστερά, μια σαφή πρόταση για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση στο πρόβλημα του χρέους. Όμως η ρύθμιση του χρέους από μόνη της, ακόμη κι αν γίνει με τους πλέον ευνοϊκούς όρους, δεν αρκεί για μια επανεκκίνηση της οικονομίας και αντιμετώπιση του κοινωνικού προβλήματος, αν δεν ανατραπεί το σύστημα που δημιουργεί το χρέος. Και εμάς, ως Αριστερά, πρωτίστως μας ενδιαφέρουν οι αιτίες, οι ρίζες των προβλημάτων και όχι μόνο τα συμπτώματά τους. Το δημόσιο χρέος στην εποχή μας, και ειδικά στις χώρες της ευρωζώνης, είναι ένα, όπως προσπάθησα να δείξω, χρέος συστημικό, οργανικά συνδεδεμένο με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο και την κρίση του καπιταλισμού, διαφορετικό από ορισμένες απόψεις από το χρέος του τρίτου κόσμου, το οποίο γνωρίζαμε ως τώρα. Πρέπει συνεπώς να αξιοποιήσουμε τις εμπειρίες που υπάρχουν, με τρόπο δημιουργικό και όχι μηχανιστικό, αλλά και να δημιουργήσουμε νέες, με τη σκέψη και τη δράση μας. Το βέβαιο είναι πως η απελευθέρωση από τη θηλιά του χρέους δεν θα είναι ένα μονόπρακτο έργο αλλά αποτέλεσμα μιας βαθιάς συστημικής αλλαγής του τρόπου ανάπτυξης, του τρόπου χρηματοδότησης της οικονομίας και του τρόπου διανομής και αναδιανομής των εισοδημάτων. Αυτό σημαίνει πως ο ριζικός μετασχηματισμός του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας, η διαρκής επαγρύπνηση και η πάλη για τη Δημοκρατία και τα δικαιώματα, η δίκαιη διανομή και αναδιανομή, ο κοινωνικός έλεγχος του τραπεζικού συστήματος, η εφαρμογή μιας στρατηγικής κοινωνικής ανάπτυξης, με επίκεντρο τη διεύρυνση της απασχόλησης και την αναβάθμιση της εργασίας είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο μια δίκαιη και βιώσιμη ρύθμιση του συσσωρευμένου χρέους μπορεί να αποδειχθεί πράγματι ανάσα για το λαό. Ο συνδυασμός μάλιστα της οικονομικής με την οικολογική κρίση κάνει ένα τέτοιο πλαίσιο ακόμη πιο απαιτητικό, αφού η διέξοδος από την κρίση πρέπει να γίνει με όρους όχι περισσότερης αλλά διαφορετικής ανάπτυξης, διαφορετικής πρωτίστως από οικολογική και κοινωνική άποψη. ******** Συνηθίζουμε να λέμε σχεδόν στερεότυπα, σα να απαγγέλουμε ένα ποίημα, ότι στην εποχή μας υπάρχουν πολλές αριστερές και η κάθε μια έχει τις δικές της αναλύσεις. Βάζοντας όμως τελεία στο σημείο αυτό, δεν εξηγούμε αλλά αναπαράγουμε τον κατακερματισμό. Προσωπικά πάντα πίστευα πως και μέσα από τις διαφορετικές αναλύσεις μπορούν να υπάρξουν κοινοί τόποι και περιοχές κοινής δράσης. Το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς αντιπροσωπεύει και προσωποποιεί αυτή τη δυνατότητα. Η ύπαρξη και η δράση του μας παρακινεί να δοκιμάσουμε ένα νέο μοτίβο, εκείνο που λέει πως, παρά τις διαφορές μας, είμαστε όλοι μαζί εδώ γιατί αντιπροσωπεύουμε κοινές ανάγκες, κοινές αγωνίες, κοινές ελπίδες, είμαστε όλοι μαζί εδώ γιατί έχουμε τελικά πολλά κοινά αιτήματα, γιατί οι αγώνες που έρχονται μπορούν να κερδηθούν μόνο αν είμαστε αποφασισμένοι και όλοι μαζί. |
http://www.rednotebook.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.