του Νίκου Στεριανού

Η πολιτική του Μνημονίου σε κρίση
Στην πραγματικότητα η Ελλάδα δεν ξέφυγε ποτέ από το «χειρότερο σημείο» ή από το «σημείο μηδέν» και το πιο πιθανό είναι πως μάλλον πέρασε σε χειρότερες καταστάσεις απ’ αυτές του Μαΐου του 2010. Υιοθετώντας το Μνημόνιο, με την ένταξή της στο μηχανισμό στήριξης, δεν πρόσθεσε τίποτα στην οικονομία της. Αντίθετα επιδείνωσε την οικονομική ύφεση, μπλόκαρε κάθε ενδεχόμενο ανάπτυξης και αύξησε ακόμη περισσότερο το κρατικό χρέος ενώ διέσωσε τους ξένους δανειστές της από τα κύματα της κρίσης του ελληνικού χρέους που θα έπεφταν ορμητικά πάνω τους σε περίπτωση επίσημης πτώχευσης, διέσωσε την ζώνη του ευρώ από τις διαλυτικές καταστάσεις που θα προκαλούσε μια ανοικτή πτώχευση με τις ανάλογες συνέπειες (στάση πληρωμών με επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Γερμανίας και της Γαλλίας, αποχώρηση της χώρας από το ευρώ, ραγδαία εκδήλωση φαινομένων ντόμινο κ.ο.κ.) και εξασφάλισε τα συμφέροντα των εγχώριων κεφαλαιούχων που έχουν επενδύσει στο ελληνικό χρέος ή που από καιρό ζητούσαν σε ελληνικό έδαφος πηγές επενδύσεων με εξασφαλισμένο κέρδος και φτηνή εργατική δύναμη. Οι μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν χάρη του μνημονίου είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας.
Η πολιτική του Μνημονίου το μόνο που κατόρθωσε ήταν να επιδεινώσει την κρίση του χρέους και ως φυσικό επακόλουθό αυτής της εξέλιξης ήταν να περιέλθει η ίδια σε κρίση. Αυτό φαίνεται πως ήταν γνωστό στα στενά κυβερνητικά επιτελεία και στους ισχυρούς της οικονομίας οι οποίοι, το προηγούμενο διάστημα, υποδέχτηκαν διθυραμβικά το ενδεχόμενο να υπάρξει μια συνολική αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη μέσα από το γαλλογερμανικό σχέδιο που έγινε γνωστό με τους όρους «Οικονομική διακυβέρνηση» και «Σύμφωνο ανταγωνιστικότητας». Αυτά ως τα τέλη του Γενάρη. Η Σύνοδος, όμως, Κορυφής της Ε.Ε., στις αρχές Φεβρουαρίου μάλλον συνέτριψε τις φρούδες ελπίδες. Κι αν δεν τις συνέτριψε η Σύνοδος αυτή καθ’ αυτή, τα όσα επακολούθησαν δεν άφησαν το παραμικρό περιθώριο ύπαρξης τους. Οι ισχυροί της Ευρώπης δεν είναι διατεθειμένοι να δώσουν το παραμικρό στην υπόθεση της Ελλάδας στην επικείμενη Σύνοδο της 25ης Μαρτίου. Κι ό,τι δώσουν θα στοιχίσει πολύ ακριβά, πολλαπλώς ακριβότερα απ’ ότι έχει στοιχίσει στη χώρα μέχρι σήμερα η πολιτική του μνημονίου. Το βάρος θα είναι δυσβάστακτο, σε σημείο που τα επιτελεία της εξουσίας να αμφιβάλλουν ανοικτά πλέον για τη δυνατότητα της χώρας και του λαού της να το αντέξει.
Οι ψευδαισθήσεις φαίνεται πως τέλειωσαν την Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου όταν ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις του υπουργείου Οικονομικών με την Τρόικα για το επικαιροποιημένο
Μνημόνιο Νο 4 και δόθηκε η επίμαχη συνέντευξη των τροϊκανών για την δημόσια περιουσία. Από το σημείο αυτό και μετά η κυβέρνηση βρίσκεται σε διαρκή άμυνα στην προσπάθειά της να χειριστεί μια υπόθεση με απόλυτη μυστικότητα, έχοντας πλήρη επίγνωση της σημασίας των όσων έρχονται και των αντιδράσεων που προκαλούνται ή αναμένεται να προκληθούν αλλά και του γεγονότος ότι οι αποφάσεις που αναμένεται να ληφθούν μέσα στην Άνοιξη μάλλον υπερβαίνουν κατά πολύ τη δυνατότητα της να τις λάβει. Εξού και τα σενάρια περί πρόωρων εκλογών.

Αν ήθελε κανείς να περιγράψει με δυο λόγια την αποτυχία του Μνημονίου θα στεκόταν χωρίς αμφιβολία σε δύο βασικά συμπεράσματα: α) Το μνημόνιο απέτυχε παταγωδώς από τη στιγμή που οι συνεχείς τριμηνιαίες αναθεωρήσεις του το έχουν καταστήσει αγνώριστο. Κάθε νέα επικαιροποίηση του προβλέπει νέα επώδυνα μέτρα που στην πραγματικότητα συνιστούν μια εντελώς διαφορετική συνταγή από την προηγούμενη. Κι όλα αυτά ερήμην του ελληνικού λαού και των αντιπροσώπων του αφού μόνο η πρώτη εκδοχή πέρασε από τη Βουλή ενώ οι επικαιροποιήσεις γίνονται νόμος του κράτους με μια απλή απόφαση του υπουργού Οικονομικών. β) Στο καθ’ αυτό ζήτημα της κρίσης χρέους το αρχικό μνημόνιο προέβλεπε ότι θα δημιουργήσει τις οικονομικές προϋποθέσεις ώστε η Ελλάδα να ξαναγυρίσει στις αγορές μέσα στο 2011, να αποκαταστήσει δηλαδή μέσα στο τρέχον έτος την ικανότητά της να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές. Τώρα πια είναι καθαρό ότι τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει. Η χώρα αδυνατεί πλήρως να δανειστεί από τις αγορές και είναι άγνωστό αν ποτέ θα καταφέρει να επιστρέψει σε αυτές χωρίς να έχει προηγηθεί μια συνολική διαρρύθμιση του κρατικού χρέους. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι μέσα στο 2012 θα πρέπει να ξαναζητήσει δάνειο από το μηχανισμό στήριξης δεδομένου ότι τα 110 δισ. που της δόθηκαν, ακόμη κι αν δεν υπάρξει καμία εμπλοκή στη καταβολή των δόσεων, δεν φτάνουν για να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση του χρέους της (τόκοι και χρεολύσια) μέχρι το τέλος του 2013. Το ποσό που χρειάζεται υπολογίζεται στο διπλάσιο.
Στο ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ (27/2), στο ρεπορτάζ του Γ. Παπαΐωάννου με τίτλο «Θα χρειαστούμε και νέο δάνειο το 2012» διαβάζουμε: «Χρονικό περιθώριο ενός έτους έχει η χώρα για να επιστρέψει στις αγορές, διαφορετικά θα χρειαστεί και νέο πακέτο βοήθειας από την τρόικα. Και τούτο διότι, με τις αγορές να παραμένουν κλειστές για την Ελλάδα, τα 57 δισ. ευρώ που απομένουν από τη βοήθεια των 110 δισ. ευρώ επαρκούν για να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες της χώρας για το 2011 και μέρος αυτών του επόμενου χρόνου. Το ζήτημα επισήμανε ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου στην Άνγκελα Μέρκελ κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους την περασμένη Τρίτη. ‘‘Αν δεν πάρετε μέτρα για να ενισχύσετε τον μηχανισμό, θα χρειαστούμε και άλλο πακέτο’’ φέρεται να είπε στη γερμανίδα καγκελάριο… Στο επικαιροποιημένο μνημόνιο αναφέρεται ότι ‘‘οι εκταμιεύσεις από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και από το ΔΝΤ αναμένεται να καλύψουν σχεδόν εξ ολοκλήρου τις ακαθάριστες δανειακές ανάγκες της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του 2011 και να συνεισφέρουν σημαντικά στις δανειακές ανάγκες του 2012’’. Και αυτό, όπως σημειώνεται, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα θα είναι σε θέση να αναχρηματοδοτεί τα έντοκα γραμμάτια που λήγουν στη διάρκεια του έτους. Σε αντίθετη περίπτωση, τα 57 δισ. ευρώ που απομένουν από το πακέτο των 110 δισ. ευρώ θα εξαντληθούν νωρίτερα. ‘‘Αν αναχρηματοδοτούνται τα έντοκα, τα χρήματα της βοήθειας καλύπτουν τις ανάγκες μέχρι τον Μάιο του 2012’’ αναφέρουν πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν τις δανειακές υποχρεώσεις του Δημοσίου. Αυτό σημαίνει ότι το πακέτο των 110 δισ. ευρώ θα τελειώσει έναν χρόνο νωρίτερα από τις αρχικές προβλέψεις της τρόικας, η οποία φαίνεται πως έπεσε έξω ακόμα μια φορά. Στον αρχικό σχεδιασμό προβλεπόταν ότι η χώρα θα έβγαινε στην αγορά σταδιακά από το 2011 και θα κάλυπτε μέρος των δανειακών της αναγκών πουλώντας ομόλογα και πως η χρηματοδότηση από το πακέτο των 110 ευρώ θα ολοκληρωνόταν τον Μάιο του 2013. Με άλλα λόγια, η τρόικα προέβλεπε ότι η υλοποίηση του προγράμματος θα επέτρεπε στη χώρα την επιστροφή στις αγορές. Όμως αν και το 2010 πιάσαμε τον στόχο για το έλλειμμα και οι διαρθρωτικές αλλαγές που προβλέπονται στο μνημόνιο υλοποιούνται, έστω και με καθυστερήσεις, οι αγορές εξακολουθούν να παραμένουν κλειστές για την Ελλάδα».
Και τώρα τι γίνεται;

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ στο ρεπορτάζ του Σωτήρη Νίκα με τίτλο «Τελεσίγραφο από την τρόικα για εργασιακά, ΔΕΚΟ και φορολογικό» αναφέρει: «είναι αρκετά σαφές ότι η φιλοσοφία του Μνημονίου αλλάζει. Από εκεί που πρωταρχικός στόχος των πρώτων εννέα μηνών εφαρμογής του ήταν η μείωση του ελλείμματος και η προώθηση μέτρων που θα διασφαλίζουν ότι δεν θα ξεφύγει πάλι, τώρα στόχος του Οικονομικού Προγράμματος είναι να προχωρήσει η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Μεταρρυθμίσεις που μελλοντικά θα αποδώσουν πολύ περισσότερα από ό,τι τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα. Μεταρρυθμίσεις, όμως, που θα θίξουν συμφέροντα σχεδόν ολόκληρου του κοινωνικού συνόλου. Για τον λόγο αυτό και η τρόικα τόσο στη συνέντευξη των εκπροσώπων της, όσο και στο Μνημόνιο περνάει το μήνυμα ότι θα πρέπει να υπάρξει η μέγιστη κοινωνική και πολιτική συναίνεση για την εφαρμογή όλων αυτών των αλλαγών. Η μεταρρύθμιση του συστήματος της υγείας βρίσκεται στην κορυφή της σχετικής ατζέντας με στόχο τον εξορθολογισμό των οικονομικών του κλάδου (νοσοκομεία, ασφαλιστικά Ταμεία). Οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις είναι πολύ πιθανό να συνεχιστούν (εάν αποδειχτεί ότι ο νόμος δεν εφαρμόζεται) και ταυτόχρονα η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού έχει και δεύτερη φάση (αφορά κυρίως τις επικουρικές συντάξεις και τη λίστα Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων). Παράλληλα, η αναδιάρθρωση των ΔΕΚΟ παραμένει ζητούμενο (με μειώσεις μισθών, λειτουργικών εξόδων, πωλήσεις επιχειρήσεων), καθώς και το κλείσιμο φορέων του Δημοσίου. Στο στόχαστρο μπαίνουν οι φοροαπαλλαγές (σήμερα είναι περίπου 900 και κοστίζουν περί τα 5 δισ. ευρώ) και τα φορολογικά κίνητρα στο πλαίσιο της νέας φορολογικής μεταρρύθμισης. Επίσης, θα πρέπει μέχρι τα τέλη Ιουνίου να είναι έτοιμο και το ενιαίο μισθολόγιο (εκτιμάται ότι μπορεί να προκύψει όφελος ακόμα και 1 δισ. ευρώ), ενώ «ψαλίδισμα» αναμένεται και στα κοινωνικά επιδόματα. Συνολικά, μέσα στον Μάρτιο η κυβέρνηση καλείται να προσδιορίσει νέα μέτρα ύψους 1,8 δισ. ευρώ για φέτος και άνω των 23 δισ. ευρώ για την περίοδο 2012-2015».
Η κυβέρνηση έχει αυτοεγκλωβιστεί- δεν επιδιώκει άλλωστε κάτι διαφορετικό- στην πολιτική που η ίδια χάραξε: στην πολιτική της τρόικας και του μνημονίου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είναι
δεδομένη και η αποδοχή από μέρους της των αποφάσεων που θα πάρει η Σύνοδος Κορυφής της 25ης Μαρτίου, όπου, όπως όλα δείχνουν, θα είναι πολύ σκληρές για τη χώρα μας και γενικότερα για τις χώρες- παρίες της ευρωζώνης. Με αυτό δεδομένο, το μνημόνιο με τις επικαιροποιήσεις του θα ξεπεράσει κάθε όριο αντοχής και ανοχής της χώρας και του λαού της. Ήδη φαίνεται ότι το έχει ξεπεράσει κι εδώ βρίσκεται το κομβικό σημείο για τους έχοντες και κατέχοντες την πραγματική εξουσία στον τόπο, για τα ισχυρά δηλαδή οικονομικά συμφέροντα. Η κατάσταση αλλάζει άρδην, τα δεδομένα ανατρέπονται ραγδαία, η ετοιμότητα και κυρίως η ικανότητα του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί τη νέα πραγματικότητα τίθεται εν αμφιβόλω. Στο πλαίσιο αυτό οι παραινέσεις προς την κυβέρνηση να κυβερνήσει με συνοχή και σιδερένια πυγμή μάλλον δεν επαρκούν. Στην ημερήσια διάταξη ξανατίθεται το θέμα της ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού με νέους όρους, πάνω απ’ όλα ελεγχόμενους. Η συναίνεση είτε εθελοντική είτε αναγκαστική μέσα από εκλογές, φαίνεται πως είναι το μόνο γιατρικό που, επί του παρόντος, υπάρχει. Αξίζει όμως να δούμε ορισμένες πλευρές αυτών των προβληματισμών όπως διατυπώνονται στην Τύπο.

Την Παρασκευή 25/2, ο Αντώνης Καρακούσης σε άρθρο του στο ΒΗΜΑ ON LINE με τίτλο «Η ευθύνη των αστικών κομμάτων» σημείωνε: «Το ελληνικό οικονομικό πρόβλημα επανέρχεται πάλι σε κρίσιμη φάση. Οι εταίροι για να δώσουν κάτι θα απαιτούν τα διπλά και τα τριπλά. Μοιάζει τούτη η φάση με εκείνη του περσινού Μαΐου, όταν ετίθετο το δίλημμα χρεοκοπία ή μνημόνιο. Και τώρα θα τεθούν διλήμματα. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι τι θα πράξει η κυβέρνηση και πώς θα δράσει συνολικά το πολιτικό σύστημα. Θα αποδεχθούν άραγε τα ποιοτικά και πιο μακροπρόθεσμα μέτρα της προσαρμογής ή εξουθενωμένοι όπως είναι όλοι τους θα εγκαταλείψουν την προσπάθεια και θα αναζητήσουν άλλους πιο ολισθηρούς δρόμους. Τα γεγονότα πάντως της περασμένης Τετάρτης δεν επιτρέπουν παραίτηση. Η ευθύνη των αστικών κομμάτων για τυχόν διολίσθηση της χώρας σε καταστάσεις αποσταθεροποίησης θα είναι ασυγχώρητη».
Το ίδιο ζήτημα με άλλο τρόπο έθεσε στο ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ ο Στ. Ψυχάρης ο οποίος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας με τίτλο «Οριστικές λύσεις» σημειώνει: «Όσο δικαιολογημένες και αν είναι οι απεργίες, όσο και αν είναι απάνθρωπες οι περικοπές μισθών και συντάξεων, οι πολίτες δεν ξεσηκώνονται, όπως θα επιθυμούσε τμήμα της Αριστεράς. Τα Πολυτεχνεία δεν γίνονται στις δημοκρατίες. Εκείνο που γίνεται στη δημοκρατία είναι να δημιουργούνται μικρότερα ή μεγαλύτερα αδιέξοδα σε διάφορες όψεις της ζωής. Τώρα λ.χ. τείνει να δημιουργηθεί αδιέξοδο στον χειρισμό της βαριάς οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα. Θα μας βοηθήσει- και πόσο- η Εσπερία; Τι θα γίνει με το έλλειμμα που μας πνίγει; Τις απαντήσεις θα τις δώσει το προσεχές μέλλον. Και αν είναι τόσο επώδυνες ώστε να απαιτούνται αποφάσεις σύνθετες, τότε το αδιέξοδο αίρεται αποφασιστικά και ταχέως. Με εκλογές…».


Τα σχόλια δικά σας.-

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.