Η ΚΥΡΗΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
ΤΟΥ 1821
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΧΑΡΑΜΑΝΤΙΔΗ
Στις 9 Μαρτίου του 1821, ο Ασημάκης Ζαΐμης, ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Σωτήριος Χαραλάμπης, ο Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, ο Ανδρέας Λόντος και οι αρχιερείς Παλαιών Πατρών Γερμανός και Κερνίτσης Προκόπιος, συνοδευόμενοι από αντιπροσώπους του διοικητή των Καλαβρύτων, ξεκινούν με προορισμό την Τρίπολη. Όπως αναφέρεται, διανυκτέρευαν στα Μαζέϊκα Καλύβια στο χαμόσπιτο του Νταφαλιά, όπου και έλαβαν την οριστική απόφασή τους.
Αναζητώντας επίμονα μια λύση για να αποφευχθεί ο κίνδυνος οριστικής καταστροφής, συνέταξαν μια επιστολή δήθεν προερχόμενη από κάποιον Τούρκο φίλο τους από την Τριπολιτσά. Την παρέδωσαν σε έμπιστό τους και κανόνισαν να τον συναντήσουν σε ορισμένη θέση για να τους την επιδώσει. Έτσι και έγινε• στις 10 Μαρτίου ανεχώρησαν για την Τρίπολη, συνάντησαν τον άνθρωπο, πήραν την επιστολή και άρχισαν να δείχνουν την ταραχή τους. Από το περιεχόμενο της επιστολής πληροφορήθηκαν ότι δήθεν έχουν συκοφαντηθεί και κατόπιν αυτού επέμεναν ότι είναι αδύνατο να μεταβούν στην Τριπολιτσά, εάν πρώτα δεν απεδείκνυαν την αθωότητά τους. Μ' αυτό το κόλπο επέστρεψαν στο χωριό Καρνέσι και μέσα σε ατμόσφαιρα πλαστής έξαψης και αγανάκτησης συνέταξαν επιστολή προς τον Καϊμακάμη της Τρίπολης, στην οποία με δεξιοτεχνία υπογράμμιζαν την «πίστη» τους, του ορκίζονταν αφοσίωση και ζητούσαν απόδοση δικαίου και αποκατάσταση της αλήθειας. Η Τουρκική Διοίκηση παρασύρθηκε από την «ειλικρίνεια» της επιστολής και, μολονότι οργίστηκε με την «παρεξήγηση», η οποία προκαλούσε ανωμαλία, δεν κράτησε εχθρική στάση απέναντί τους, ενώ παράλληλα έστειλε τους Έλληνες Καλαμογδάρτη και Μοθινό με την εντολή να τους μεταπείσουν.
Εν τω μεταξύ οι προύχοντες και οι αρχιερείς μέχρι τις 13 Μαρτίου είχαν φθάσει στην Αγία Λαύρα. Εκεί πραγματοποιήθηκαν τρεις συσκέψεις. Στην πρώτη, ομιλητής ήταν ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της αναβολής της Επαναστάσεως. Σύμφωνα με τη δική του γνώμη έπρεπε να εκτιμηθεί η κατάσταση με τα αντικειμενικά στοιχεία της, τα οποία πίστευε ότι δεν επέτρεπαν την εξέγερση τότε. Εκτός αυτού όμως θεωρούσε και τις μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή ετοιμασίες ανεπαρκείς.
Ακριβώς την αντίθετη άποψη ανέπτυξε στη δεύτερη σύσκεψη, που πραγματοποιήθηκε τη 15η Μαρτίου, ο Ασημάκης Φωτήλας. Με επιχειρήματα και παλμό, αλλά και σε υψηλούς τόνους ζήτησε άμεση κήρυξη της Επαναστάσεως. Στην τρίτη σύσκεψη, ο Φωτήλας υποστήριξε για άλλη μια φορά με επιμονή την άποψή του.
Καθώς κορυφωνόταν ο δραματικός τόνος της συζήτησης, η άφιξη μιας πληροφορίας έκρινε οριστικά την έκβαση της επαναστάσεως: Από τα Σουδενά έφτασαν ο Αναγνώστης Πετμεζάς, ο Βασίλειος Πετμεζάς και ο Ασημάκης Σκαλτσάς με φίλους τους, λόγω της γιορτής του αγίου Αλεξίου στις 17 Μαρτίου, που θα πανηγύριζε η Μονή.
Αφού αναφέρθηκαν στη δυστυχία και τη φτώχεια που υπήρχε στην περιοχή τους, έδωσαν και την είδηση: ο Χονδρογιάννης είχε επιτεθεί στη θέση «Χελωνοσπηλιά» κατά της συνοδείας του Σεϊντή, του εισπράκτορα, σκοτώνοντας ένα μέλος της και αρπάζοντας τα φορτία με τα χρήματα. Ο Χονδρογιάννης ήταν έμπιστος της οικογένειας Ζαΐμη και μάλιστα άνθρωπος του Ανδρέα Ζαΐμη, ο οποίος είχε εγγυηθεί κιόλας γι' αυτόν στους Τούρκους το κεφάλι του.
Η πληροφορία τους συγκλόνισε. Τους άφησε εμβρόντητους και τους γέμισε αμηχανία. Κανείς εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Χονδρογιάννης ήταν απλώς ο εκτελεστής και ότι ο εμπνευστής δεν ήταν παρά ο γέρος Ασημάκης Ζαΐμης, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο θέλησε να τερματίσει τις ταλαντεύσεις και τη διστακτικότητα των προκρίτων. Η συμπυκνωμένη πείρα του τον έκανε να κατανοήσει ότι μέσα σ' εκείνη την κατάσταση των αντιθέσεων, που κρατούσε αναποφάσιστους τους φυσικούς ηγέτες του αγώνα, χρειαζόταν κάποιο βίαιο γεγονός για ν' ανοίξει το δρόμο. Έτσι, στηριζόμενος στο ένστικτό του, αλλά και κατανοώντας, πως η αβεβαιότητα πού κυριαρχούσε δεν μπορούσε να οδηγήσει σε καλό αποτέλεσμα, επινόησε το τέχνασμα με εκτελεστή το Χονδρογιάννη.
Εν τω μεταξύ, κι ενώ οι πρόκριτοι απορούσαν και προσπαθούσαν να σταθμίσουν τη σημασία της επίθεσης, έφτασε μια επιστολή για τον Ασημάκη Φωτήλα. Αποστολέας ήταν ο Χονδρογιάννης, ο οποίος με συναρπαστική απλότητα έδινε εξηγήσεις για την ενέργειά του, υπογραμμίζοντας πως «δεν βάσταζεν» να βλέπει το ελληνικό χρήμα, το τόσο απαραίτητο για τον αγώνα του Έθνους, να μεταφέρεται στα τουρκικά χέρια.
Ο Ζαΐμης τότε ανάμεσα στους άλλους πήρε το λόγο και, όπως παραδίδεται, μίλησε ως εξής:
«Ενώ ημείς, λέει, σκεπτόμεθα δια να εύρωμεν διέξοδον επί του δημιουργηθέντος ζητήματος, ο λαός μας επρόλαβε και εκήρυξε την επανάστασιν. Είμεθα εκ τούτον υποχρεωμένοι να τον ακολουθήσωμεν, δια να δώσωμεν την πρέπουσαν κατεύθυνσιν. Πάσα άλλη οδός, την οποίαν εσκεπτόμεθα να ακολουθήσωμεν, μας απεκόπη. Δεν μένει άλλο παρά η άμεσος κήρυξις της Επαναστάσεως. Δεν μας χωρίζει, πλέον, καμμία διαφωνία. Ας αναπανθώμεν απόψε και αύριον εις την εκκλησίαν, αφού μεταλάβωμεν των Αχράντων Μυστηρίων, ας προσευχηθώμεν όλοι, κατά την δοξολογίαν εις τον άγιον Αλέξιον και την Παναγίαν να μας βοηθήσουν εις τον άνισον αγώνα, εις τον οποίον αποδυόμεθα. Αύριον την αυτήν ώραν να συναντηθώμεν, ενταύθα, δια να κανονίσωμεν τα του αγώνος».
Η απόφαση είχε οριστικά ληφθεί και δίλημμα δεν υπήρχε πλέον. Ο αγώνας άρχιζε. Οι γενικές γραμμές καθορίστηκαν και κατέληξαν σε αποφάσεις. Όλοι γνώριζαν καλά ότι άρχιζαν έναν αγώνα θυσιών, που τον συνόδευαν δραματικές δυσχέρειες. Ήταν όμως αποφασισμένοι για όλα. Η 18η Μαρτίου έδινε το σύνθημα. Σήμαινε την ώρα που με τόση λαχτάρα περίμενε ολόκληρο το Έθνος. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Πουκεβίλ οι πρόκριτοι ορκίστηκαν στο Λάβαρο και αμέσως μετέδωσαν το μήνυμα σ' όλες τις επαρχίες, γνωστοποίησαν την απόφαση κι ο καθένας πήγε στην περιοχή του για να γίνει επικεφαλής του αγώνα.
Αναζητώντας επίμονα μια λύση για να αποφευχθεί ο κίνδυνος οριστικής καταστροφής, συνέταξαν μια επιστολή δήθεν προερχόμενη από κάποιον Τούρκο φίλο τους από την Τριπολιτσά. Την παρέδωσαν σε έμπιστό τους και κανόνισαν να τον συναντήσουν σε ορισμένη θέση για να τους την επιδώσει. Έτσι και έγινε• στις 10 Μαρτίου ανεχώρησαν για την Τρίπολη, συνάντησαν τον άνθρωπο, πήραν την επιστολή και άρχισαν να δείχνουν την ταραχή τους. Από το περιεχόμενο της επιστολής πληροφορήθηκαν ότι δήθεν έχουν συκοφαντηθεί και κατόπιν αυτού επέμεναν ότι είναι αδύνατο να μεταβούν στην Τριπολιτσά, εάν πρώτα δεν απεδείκνυαν την αθωότητά τους. Μ' αυτό το κόλπο επέστρεψαν στο χωριό Καρνέσι και μέσα σε ατμόσφαιρα πλαστής έξαψης και αγανάκτησης συνέταξαν επιστολή προς τον Καϊμακάμη της Τρίπολης, στην οποία με δεξιοτεχνία υπογράμμιζαν την «πίστη» τους, του ορκίζονταν αφοσίωση και ζητούσαν απόδοση δικαίου και αποκατάσταση της αλήθειας. Η Τουρκική Διοίκηση παρασύρθηκε από την «ειλικρίνεια» της επιστολής και, μολονότι οργίστηκε με την «παρεξήγηση», η οποία προκαλούσε ανωμαλία, δεν κράτησε εχθρική στάση απέναντί τους, ενώ παράλληλα έστειλε τους Έλληνες Καλαμογδάρτη και Μοθινό με την εντολή να τους μεταπείσουν.
Εν τω μεταξύ οι προύχοντες και οι αρχιερείς μέχρι τις 13 Μαρτίου είχαν φθάσει στην Αγία Λαύρα. Εκεί πραγματοποιήθηκαν τρεις συσκέψεις. Στην πρώτη, ομιλητής ήταν ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της αναβολής της Επαναστάσεως. Σύμφωνα με τη δική του γνώμη έπρεπε να εκτιμηθεί η κατάσταση με τα αντικειμενικά στοιχεία της, τα οποία πίστευε ότι δεν επέτρεπαν την εξέγερση τότε. Εκτός αυτού όμως θεωρούσε και τις μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή ετοιμασίες ανεπαρκείς.
Ακριβώς την αντίθετη άποψη ανέπτυξε στη δεύτερη σύσκεψη, που πραγματοποιήθηκε τη 15η Μαρτίου, ο Ασημάκης Φωτήλας. Με επιχειρήματα και παλμό, αλλά και σε υψηλούς τόνους ζήτησε άμεση κήρυξη της Επαναστάσεως. Στην τρίτη σύσκεψη, ο Φωτήλας υποστήριξε για άλλη μια φορά με επιμονή την άποψή του.
Καθώς κορυφωνόταν ο δραματικός τόνος της συζήτησης, η άφιξη μιας πληροφορίας έκρινε οριστικά την έκβαση της επαναστάσεως: Από τα Σουδενά έφτασαν ο Αναγνώστης Πετμεζάς, ο Βασίλειος Πετμεζάς και ο Ασημάκης Σκαλτσάς με φίλους τους, λόγω της γιορτής του αγίου Αλεξίου στις 17 Μαρτίου, που θα πανηγύριζε η Μονή.
Αφού αναφέρθηκαν στη δυστυχία και τη φτώχεια που υπήρχε στην περιοχή τους, έδωσαν και την είδηση: ο Χονδρογιάννης είχε επιτεθεί στη θέση «Χελωνοσπηλιά» κατά της συνοδείας του Σεϊντή, του εισπράκτορα, σκοτώνοντας ένα μέλος της και αρπάζοντας τα φορτία με τα χρήματα. Ο Χονδρογιάννης ήταν έμπιστος της οικογένειας Ζαΐμη και μάλιστα άνθρωπος του Ανδρέα Ζαΐμη, ο οποίος είχε εγγυηθεί κιόλας γι' αυτόν στους Τούρκους το κεφάλι του.
Η πληροφορία τους συγκλόνισε. Τους άφησε εμβρόντητους και τους γέμισε αμηχανία. Κανείς εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Χονδρογιάννης ήταν απλώς ο εκτελεστής και ότι ο εμπνευστής δεν ήταν παρά ο γέρος Ασημάκης Ζαΐμης, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο θέλησε να τερματίσει τις ταλαντεύσεις και τη διστακτικότητα των προκρίτων. Η συμπυκνωμένη πείρα του τον έκανε να κατανοήσει ότι μέσα σ' εκείνη την κατάσταση των αντιθέσεων, που κρατούσε αναποφάσιστους τους φυσικούς ηγέτες του αγώνα, χρειαζόταν κάποιο βίαιο γεγονός για ν' ανοίξει το δρόμο. Έτσι, στηριζόμενος στο ένστικτό του, αλλά και κατανοώντας, πως η αβεβαιότητα πού κυριαρχούσε δεν μπορούσε να οδηγήσει σε καλό αποτέλεσμα, επινόησε το τέχνασμα με εκτελεστή το Χονδρογιάννη.
Εν τω μεταξύ, κι ενώ οι πρόκριτοι απορούσαν και προσπαθούσαν να σταθμίσουν τη σημασία της επίθεσης, έφτασε μια επιστολή για τον Ασημάκη Φωτήλα. Αποστολέας ήταν ο Χονδρογιάννης, ο οποίος με συναρπαστική απλότητα έδινε εξηγήσεις για την ενέργειά του, υπογραμμίζοντας πως «δεν βάσταζεν» να βλέπει το ελληνικό χρήμα, το τόσο απαραίτητο για τον αγώνα του Έθνους, να μεταφέρεται στα τουρκικά χέρια.
Ο Ζαΐμης τότε ανάμεσα στους άλλους πήρε το λόγο και, όπως παραδίδεται, μίλησε ως εξής:
«Ενώ ημείς, λέει, σκεπτόμεθα δια να εύρωμεν διέξοδον επί του δημιουργηθέντος ζητήματος, ο λαός μας επρόλαβε και εκήρυξε την επανάστασιν. Είμεθα εκ τούτον υποχρεωμένοι να τον ακολουθήσωμεν, δια να δώσωμεν την πρέπουσαν κατεύθυνσιν. Πάσα άλλη οδός, την οποίαν εσκεπτόμεθα να ακολουθήσωμεν, μας απεκόπη. Δεν μένει άλλο παρά η άμεσος κήρυξις της Επαναστάσεως. Δεν μας χωρίζει, πλέον, καμμία διαφωνία. Ας αναπανθώμεν απόψε και αύριον εις την εκκλησίαν, αφού μεταλάβωμεν των Αχράντων Μυστηρίων, ας προσευχηθώμεν όλοι, κατά την δοξολογίαν εις τον άγιον Αλέξιον και την Παναγίαν να μας βοηθήσουν εις τον άνισον αγώνα, εις τον οποίον αποδυόμεθα. Αύριον την αυτήν ώραν να συναντηθώμεν, ενταύθα, δια να κανονίσωμεν τα του αγώνος».
Η απόφαση είχε οριστικά ληφθεί και δίλημμα δεν υπήρχε πλέον. Ο αγώνας άρχιζε. Οι γενικές γραμμές καθορίστηκαν και κατέληξαν σε αποφάσεις. Όλοι γνώριζαν καλά ότι άρχιζαν έναν αγώνα θυσιών, που τον συνόδευαν δραματικές δυσχέρειες. Ήταν όμως αποφασισμένοι για όλα. Η 18η Μαρτίου έδινε το σύνθημα. Σήμαινε την ώρα που με τόση λαχτάρα περίμενε ολόκληρο το Έθνος. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Πουκεβίλ οι πρόκριτοι ορκίστηκαν στο Λάβαρο και αμέσως μετέδωσαν το μήνυμα σ' όλες τις επαρχίες, γνωστοποίησαν την απόφαση κι ο καθένας πήγε στην περιοχή του για να γίνει επικεφαλής του αγώνα.
Στις 21 Μαρτίου 1821 συγκεντρώθηκαν, όπως είχε συμφωνηθεί, στην Άγια Λαύρα οι αρχηγοί: Σωτ. Χαραλάμπης, Παν. Φωτήλας, Σωτ. Θεοχαρόπουλος, Νικ. Σολιώτης, Ιωάν. Παπαδόπουλος ή Μουρεογιάννης, Βασίλειος και Νικόλαος Πετμεζάς κ. α. Ακολούθησε δοξολογία μέσα σε ατμόσφαιρα κατανυκτικής μυσταγωγίας. Μετά το τέλος της δοξολογίας ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε το λάβαρο και έδωσε το σύνθημα του αγώνα.
Ξεκινώντας με το Λάβαρο, το οποίο κρατούσε ο διάκονος της Μονής Γρηγόριος Ντόκος, και με το ιστορικό κανονάκι κατευθύνθηκαν προς τα Καλάβρυτα. Η θρυλική πορεία περιγράφεται ως εθνικό πανηγύρι, που το οδηγούσε ο ενθουσιασμός, η χαρά της λύτρωσης και το μεγαλειώδες σύνθημα: «Ελευθερία ή Θάνατος». Τίποτα δεν φαινόταν δυνατό να ανακόψει την ορμή των Ελλήνων ή να συγκρατήσει αυτό το ηφαίστειο. Τα Καλάβρυτα πολιορκήθηκαν και αναγκάστηκαν να παραδοθούν, ενώ η τουρκική φρουρά αιχμαλωτίστηκε.
Ξεκινώντας με το Λάβαρο, το οποίο κρατούσε ο διάκονος της Μονής Γρηγόριος Ντόκος, και με το ιστορικό κανονάκι κατευθύνθηκαν προς τα Καλάβρυτα. Η θρυλική πορεία περιγράφεται ως εθνικό πανηγύρι, που το οδηγούσε ο ενθουσιασμός, η χαρά της λύτρωσης και το μεγαλειώδες σύνθημα: «Ελευθερία ή Θάνατος». Τίποτα δεν φαινόταν δυνατό να ανακόψει την ορμή των Ελλήνων ή να συγκρατήσει αυτό το ηφαίστειο. Τα Καλάβρυτα πολιορκήθηκαν και αναγκάστηκαν να παραδοθούν, ενώ η τουρκική φρουρά αιχμαλωτίστηκε.
Έτσι, η Αγία Λαύρα γίνεται ορμητήριο πολεμικών ενεργειών και συγχρόνως το μεγάλο κέντρο ανεφοδιασμού των πρώτων ελληνικών δυνάμεων. Όπως αναφέρεται, κάλυψε τις ανάγκες σε τρόφιμα εκείνες τις ημέρες με 100 κριούς, 200 πρόβατα, 50 αγελάδες και μεγάλες ποσότητες άρτου και οίνου.
Τα αποθέματά της σχεδόν εξαντλήθηκαν. Δεν ήταν εύκολο όμως να εξαντληθεί το σθένος που διέθετε το έμψυχο υλικό της Μονής. Όταν η είδηση της επαναστάσεως διαδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 3 Απριλίου, η αντίδραση ήταν άμεση και με σκοπό να πτοήσει τους εξεγερθέντες. Κρέμασαν τον Πατριάρχη Γρηγόριο και σύμφωνα με την «απόφαση» έβαλαν στο στήθος του επιγραφή που έλεγε «ήτο Μωραΐτης και δεν επρόλαβε την Επανάστασιν εις την Επαρχίαν Καλαβρύτων».
Παράλληλα, όπως αναφέρουν τα τουρκικά αρχεία, εκείνες τις ημέρες, στις αρχές δηλαδή του Απριλίου του 1821, οι αντιπρόσωποι της Μονής της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, οι οποίοι διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη, στο Φανάρι, κλείστηκαν στις φυλακές του Μουσταντζή-Μπασή.
http://www.egolpion.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.