Για ακόμη μία φορά η Ευρώπη φαίνεται να διχάζεται με την γαλλογερμανική πρόταση περί θέσπισης «Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας», μεταξύ των «πειθαρχημένων» και των «απείθαρχων» χωρών μελών της ευρωζώνης. Κι ενώ δίδεται η εντύπωση ότι θα επακολουθήσουν «σκληρές διαπραγματεύσεις» γεύση από το τι περιλαμβάνει το Σύμφωνο θα πάρουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από την εφαρμογή του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου», η οποία μάλιστα έχει ξεκινήσει από την 1η του έτους.
Στην έκτακτη σύνοδο της Παρασκευής οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν σε δύο ζητήματα: Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας. Και τα δύο παρουσιάστηκαν ως άρρηκτα συνδεδεμένα με τη συνέχεια της ευρωζώνης και τη μορφή που θα λάβει τα επόμενα χρόνια. Και τα δύο εμφανίστηκαν ως μία βάση για την «ολοκληρωμένη απάντηση έναντι της κρίσης» που επιζητούν οι αγορές.
Οι δύο ουσιαστικοί ηγέτες της Ένωσης, η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και – δευτερευόντως- ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, δεσμεύθηκαν να παρουσιάσουν λεπτομερώς το σχέδιό τους για την Ανταγωνιστικότητα σε μια έκτακτη συνάντηση των ηγετών της ευρωζώνης, μάλλον στις 4 Μαρτίου, ώστε οι χώρες-μέλη να συμφωνήσουν πρώτα μεταξύ τους και στη συνέχεια να το παρουσιάσουν και στις χώρες εκτός ευρωζώνης. Όποιες από αυτές επιθυμούν θα ακολουθήσουν. Ωστόσο, γερμανικοί κύκλοι αφήνουν σαφώς να εννοηθεί ότι η συμφωνία πάνω στους στόχους του Συμφώνου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να συμφωνήσει το Βερολίνο στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού EFSF, το Μάρτιο, παρότι προκαλούνται αντιδράσεις από μερίδα των χωρών-μελών που «φοβούνται» την προσπάθεια της Γερμανίας να επιβάλει το δικό της οικονομικό μοντέλο, όσο λειτουργικό και αν είναι αυτό.
Το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» θα οδηγήσει σε ριζικές αλλαγές, με σημαντικότερη τη μεταφορά της λήψης των σημαντικότερων οικονομικών αποφάσεων στις Βρυξέλλες, ακόμη και σε τομείς που δεν προβλέπονται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, όπως το συνταξιοδοτικό, η αγορά εργασίας, η φορολογία ή ακόμη ο θεσμοθετημένος έλεγχος του δημόσιου ελλείμματος. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ο συντονισμός θα έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα σχετικά με το ρόλο που θα κληθεί να παίξει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σε πρώτη φάση, το Παρίσι και το Βερολίνο έχουν εντοπίσει τρεις τομείς που χρειάζονται άμεση μεταρρύθμιση. Πρόκειται για τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, ώστε να προσαρμοστούν στο προσδόκιμο ζωής, την κατάργηση της αυτόματης τιμαριθμικής προσαρμογής των μισθών και τη σύνδεση των μισθολογικών αυξήσεων με την παραγωγικότητα και την αύξηση του ΑΕΠ. Θα ζητήσουν επίσης την εισαγωγή ενός ελάχιστου συντελεστή στη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων, όπου η ψαλίδα σήμερα φτάνει τις 30 ποσοστιαίες μονάδες, μεταξύ των χωρών με τη χαμηλότερη και την υψηλότερη φορολογία. Το τέταρτο στοιχείο που θέτουν έχει να κάνει με τη δημοσιονομική πειθαρχία και είναι εντός Συνθήκης, η οποία καθορίζει το ανώτατο αποδεκτό όριο δημόσιου ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ.
Για την καλύτερη σύγκριση υπενθυμίζεται εδώ ότι το «ευρωπαϊκό εξάμηνο», αναφέρεται σε μια ετησίως επαναλαμβανόμενη άσκηση πρόληψης και τιμωρίας. Οι προϋπολογισμοί των κρατών-μελών θα ελέγχονται για «ενδεχόμενες ασυνέπειες και αναδυόμενες ανισορροπίες». Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κάθε Μάρτιο, θα προσδιορίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ένωση και θα ανακοινώνει τα θέματα που απαιτούν πρόσθετη προσοχή. Τα κράτη-μέλη θα προσαρμόζουν αναλόγως τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική τους πολιτική. Θα καταστρώνουν εθνικά σχέδια αλλαγών και προσαρμογών, εξειδικεύοντας τις πολιτικές τους, ειδικότερα στους τομείς της απασχόλησης και της αποφυγής κοινωνικού αποκλεισμού. Τελικά, κάθε Απρίλιο, τα εξειδικευμένα εθνικά προγράμματα θα δημοσιεύονται, όλα ταυτοχρόνως. Τον Ιούλιο, τέλος, το Συμβούλιο θα εκδίδει Γνώμη, προκειμένου να ολοκληρώσουν τα κράτη τη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού τους για την επόμενη χρονιά.
Στην ουσία, ο γαλλο-γερμανικός άξονας ζητεί τη μεταφορά της λήψης των αποφάσεων στις Βρυξέλλες, ακόμη και σε τομείς που δεν προβλέπονται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Μόνο έτσι θα ανοίξει ο δρόμος για την «ποσοτική και ποιοτική» ενίσχυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο σήμερα μπορεί να διαθέσει μόνο 250 δισ. ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα πρέπει να παραμένουν ως αποθεματικό προκειμένου να δανείζεται με το χαμηλότερο επιτόκιο της αγοράς (κάτω του 3%).
Ωστόσο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που εξέφρασαν τη δυσαρέσκεια τους τόσο απέναντι στους στόχους του σχεδίου όσο και στο γεγονός ότι δεν ενημερώθηκαν. Το Σύμφωνο απέρριψε και ο ξένος τύπος υποστηρίζοντας πως «η αναδόμηση της Ευρωζώνης καθ’ εικόνα και ομοίωση της Γερμανίας δεν θα λειτουργήσει»
Το Βέλγιο αντέδρασε στην ιδέα της κατάργησης των αυξήσεων στους μισθούς με βάση τον πληθωρισμό. Το τελευταίο που μπορεί να αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή η προσωρινή κυβέρνηση της χώρας είναι μία κοινωνική κρίση. Σύμφωνα με το βελγικό σύστημα, τα σωματεία των εργαζομένων αποδέχτηκαν πέρυσι τη μείωση των μισθών χωρίς διαμαρτυρίες, αφού οι τιμές είχαν μειωθεί.
Αντίθετες στην κατάργηση του μέτρου είναι επίσης η Πορτογαλία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία και η Ισπανία, που εφαρμόζουν κάποια στοιχεία αυτόματης προσαρμογής των μισθών στον πληθωρισμό. Παράλληλα, η Ιταλία, που έχει το δεύτερο υψηλότερο χρέος ως προς το ΑΕΠ μετά την Ελλάδα στην ΕΕ, τάχθηκε κατά της πρότασης για τη συνταγματική καθιέρωση στόχων για το χρέος (το λεγόμενο «χρεόφρενο»), ενώ και η Ιρλανδία απέρριψε την ιδέα της υιοθέτησης ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, ή την εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Όσο για την Ελλάδα; Περισσότερα για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης θα ξέρουμε αύριο, όταν και πιθανότατα θα συζητηθεί στη Βουλή η επερώτηση που έχει καταθέσει ο πρόεδρος του ΛΑ.Ο.Σ, Γιώργος Καρατζαφέρης για το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.