Δυστυχώς, οι ηγέτες των κρατών δεν φαίνεται να έχουν πάρει το μάθημά τους από την αποτυχία της Ατζέντας της Λισαβόνας. |
Της Αν Μέτλερ*
Η πρόσφατη σύνοδος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιούργησε στους έμπειρους παρατηρητές της ευρωπαϊκής οικονομίας μια αίσθηση «déjà vu». Λιγότερο από μία δεκαετία νωρίτερα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες παρουσίαζαν πανηγυρικά την «Ατζέντα της Λισαβόνας», ένα σχέδιο πολιτικής που θα έκανε την Ευρώπη «την πιο ανταγωνιστική οικονομία του κόσμου με πυλώνα τη γνώση». Το νέο «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» που πρότειναν στη σύνοδο της ΕΕ η Γαλλία και η Γερμανία δεν έχει αντίστοιχα φιλόδοξες αξιώσεις -αντιθέτως, προωθήθηκε ως ένα απαραίτητο βήμα για τη διάσωση του ευρώ.
Με εξαίρεση τη συγκεκαλυμμένη προσπάθεια πίεσης των κρατών της ΕΕ για αύξηση των εταιρικών φόρων στα επίπεδα της Γαλλίας και της Γερμανίας, το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας δεν περιλαμβάνει τίποτα παράλογο. Η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 67 έτη, η κατάργηση της αυτόματης αναπροσαρμογής των μισθών στον πληθωρισμό και η πίεση των κρατών να συμπεριλάβουν στο σύνταγμά τους ένα «φρένο» για το χρέος αποτελούν εύλογα μέτρα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στο ευρώ [EUR=X] .
Δυστυχώς, όμως, οι ηγέτες των κρατών δεν φαίνεται να έχουν πάρει το μάθημά τους από την αποτυχία της Ατζέντας της Λισαβόνας. Τα σημερινά σχέδια της Ευρώπης μοιάζουν να οδηγούνται σε αδιέξοδο για δύο λόγους.
Πρώτον, μια αξιόπιστη ατζέντα πολιτικής χρειάζεται αυστηρούς στόχους με σαφείς προθεσμίες. Οι Γάλλοι, όμως, παρά τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στην προώθηση του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας, έχουν αποφύγει να δεσμευτούν για αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 67 έτη. Σύμφωνα με το Bloomberg, ένας Γάλλος αξιωματούχος δήλωσε στους δημοσιογράφους στη διάρκεια της συνόδου ότι δεν τίθεται καν τέτοιο θέμα, δεδομένου ότι το όριο αυξήθηκε ήδη από τα 60 στα 62 έτη τον προηγούμενο χρόνο. Εάν αναλογιστεί κανείς τις τεράστιες αντιδράσεις που πυροδότησε αυτή η αύξηση, η συγκεκριμένη δήλωση φαίνεται απόλυτα ρεαλιστική.
Η πιθανότερη κατάληξη -σύμφωνα με την τάση της συναίνεσης που επικρατεί στην Ευρώπη- θα είναι να παρακαμφθούν οι προθεσμίες και οι καθορισμένοι στόχοι στο όνομα μιας φιλόδοξης, αόριστης δέσμευσης για περαιτέρω μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού. Αντίστοιχες εξαιρέσεις θα γίνουν πιθανότατα και για άλλα κράτη που δεν μπορούν να εναρμονίσουν κάποιες από τις διατάξεις του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας με τις συνθήκες που επικρατούν στην εκάστοτε χώρα. Το Βέλγιο, για παράδειγμα, επιμένει στη διατήρηση του συστήματος αυτόματης αναπροσαρμογής των μισθών που εφαρμόζει. Μετά τις «εξαιρέσεις» που θα αναγνωριστούν στα κράτη και την άμβλυνση των στόχων προκειμένου να έχουν περισσότερες πιθανότητες «περάσουν», το πιθανότερο είναι ότι δεν θα έχει απομείνει πολλή από την ουσία του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας.
Δεύτερον, οι στόχοι δεν αρκεί να είναι συγκεκριμένοι, πρέπει να είναι και δεσμευτικοί. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις, χωρίς την ανάμειξη των πολιτικών. Ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα που πήραμε από την Ατζέντα της Λισαβόνας είναι ότι η «Ανοιχτή Μέθοδος Συντονισμού» -μια ανώδυνη διαδικασία εποπτείας των κρατών μελών χωρίς επιπτώσεις σε περίπτωση χαμηλών επιδόσεων- αποτελεί σαφώς μια εσφαλμένη προσέγγιση για τη δρομολόγηση μεταρρυθμίσεων σε εθνικό επίπεδο.
Ωστόσο, ακόμη και στις περιπτώσεις που η Κομισιόν διέθετε τα νομοθετικά εργαλεία και την πολιτική βούληση να επιβάλει κυρώσεις, όπως, για παράδειγμα, για τη μη συμμόρφωση με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τα κράτη μέλη κατάφεραν να γλιτώσουν την τιμωρία «μεταρρυθμίζοντας» τις απαιτήσεις. Η Γερμανία και η Γαλλία, από την πλευρά τους, ηγήθηκαν της προσπάθειας να γίνει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης πιο «ευέλικτο» όταν δεν μπορούσαν πλέον να ακολουθήσουν το πλαφόν του 3% για το έλλειμμα.
Με αυτό το υπόβαθρο, είναι λογικό να φαίνονται ύποπτες οι προσπάθειες που καταβάλλονται σήμερα προκειμένου να πέσουν στο κενό οι προσπάθειες της Κομισιόν για εφαρμογή του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας. Εάν το σύμφωνο έχει τη δομή ενός προγράμματος αμιγούς διακυβερνητικής πολιτικής, δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει, καθώς δεν μπορεί να αναθέσει κανείς στα κράτη μέλη της ΕΕ να παρακολουθούν μόνα τους τις επιδόσεις τους και να επιβάλλουν κυρώσεις στους εταίρους ή τους εαυτούς τους.
Κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να καλούνται οι φυλακισμένοι να φρουρούν τη φυλακή. Στην ουσία, το γεγονός ότι το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας δεν περιλαμβάνει τη στρατηγική «Ευρώπη 2000» -την οποία οι ηγέτες της ΕΕ θέσπισαν πριν από λιγότερο από έναν χρόνο ως ένα σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης- ενισχύει την εντύπωση της μη συντονισμένης, εφάπαξ και πλήρως ακανόνιστης άσκησης πολιτικής, η οποία βρίθει θεατρινισμών αλλά δεν εφαρμόζεται.
Δεδομένης της έλλειψης συναίνεσης για βασικές παραμέτρους του οικονομικού πλαισίου, όπως το όριο συνταξιοδότησης βάσει της δημογραφικής προοπτικής της Ευρώπης ή η συνταγματική δέσμευση για δημοσιονομική πειθαρχία, είναι άξιον απορίας πώς θα μπορούσαν τα κράτη της ευρωζώνης να συστήσουν μια νομισματική ένωση. Η απορία αυτή ανήκει, βέβαια, στο παρελθόν αλλά το γεγονός ότι αποδεικνύεται πως η σύγκλιση της Ευρώπης έχει «παγώσει» υπονομεύει ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη στο ενιαίο νόμισμα -και το κάνει την πιο ακατάλληλη στιγμή.
Μόλις οι χρηματαγορές άρχισαν να ηρεμούν, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανέβασαν ξανά τον πήχη των προσδοκιών για μια μεγάλη κίνηση πολιτικής, μέχρι τους επόμενους καυγάδες στην επόμενη σύνοδο. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς πώς θα καταφέρουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες να ξεπεράσουν τις διαφορές σε επίπεδο πολιτικής μέχρι την καταληκτική -αυτοεπιβληθείσα- ημερομηνία διεξαγωγής της επόμενης συνόδου τον Μάρτιο.
Το σίγουρο είναι ότι χρειάζονται πολύ περισσότερα από μια «ξαναζεσταμένη» Ατζέντα της Λισαβόνας με τους εύκολους στόχους και την ανώδυνη εφαρμογή τους, εάν θέλουν να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο ευρώ και να διασφαλιστεί η επιβίωση της νομισματικής ένωσης.
*Η Αν Μέτλερ είναι εκτελεστική διευθύντρια του Συμβουλίου της Λισαβόνας, μιας «δεξαμενής σκέψης» με έδρα τις Βρυξέλλες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.