του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Τελικά, τι ισχύει; Η εποχή μας είναι εξ ορισμού αντεπαναστατική ή αντιθέτως άκρως επαναστατική; Αν ισχύει το πρώτο, σημαίνει ότι εμείς, οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως επαναστάτες, έχουμε ήδη ηττηθεί πριν καν αποπειραθούμε την επανάσταση. Αν ισχύει το δεύτερο, αν δηλαδή η εποχή μας είναι επαναστατική και απλώς δεν το έχουμε πάρει πρέφα, σημαίνει ότι είμαστε ακατάλληλοι ως «επαναστατικό υποκείμενο». Σε κάθε περίπτωση, την έχουμε πατήσει.
Παρακολουθώντας όσα συμβαίνουν στη μισή σχεδόν λεκάνη της Μεσογείου νιώθουμε προφανώς μια αμηχανία. Από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης οι πάντες, από τους φανατικότερους υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης επαναρύθμισης του καπιταλισμού μέχρι τους ακραιφνείς οπαδούς της «εδώ και τώρα» καταστροφής του, προέβλεπαν με βεβαιότητα εκκωφαντικές εκρήξεις στις υπό πίεση ευρωπαϊκές κοινωνίες. Στην αρχή τα μάτια τους ήταν στραμμένα στην Ελλάδα (μεγάλες προσδοκίες…), έπειτα τα βλέμματα έπεσαν στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία. Οι Ιρλανδοί λίγο έλειψε να κερδίσουν την ανατρεπτική καρδιά μας και οι Βρετανοί σπουδαστές και μαθητές ξύπνησαν για λίγο τον έφηβο που κρύβουμε μέσα μας. Καμιά μικρή ή μεγάλη πράξη συλλογικής αντίστασης δεν δικαιούμαστε να υποτιμήσουμε. Αλλά οφείλουμε ταυτόχρονα να αναγνωρίσουμε ότι το εύρος και η ένταση της αντίδρασης των κοινωνιών στην Ευρώπη είναι δυσανάλογα μικρά σε σχέση με την πρωτοφανή επίθεση που δέχονται από μια πολιτικά ασύντακτη αλλά ταξικά συντεταγμένη ελίτ.
Η δυσαναλογία αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όσο παρακολουθούμε (άραγε με μια δόση φθόνου ή με μια ακόμη μεγαλύτερη δόση φόβου;) το εύρος και την ένταση της κινητοποίησης εκατομμυρίων ανθρώπων στην Αίγυπτο, στις χώρες του Μαγκρέμπ, σε όλο τον αραβικό κόσμο. Μεμψιμοιρούμε και λεπτολογούμε πάνω στον χαρακτήρα της εξέγερσης: πόσο είναι πραγματική επανάσταση και πόσο τυφλό ξέσπασμα; Πού σταματά ο αυθορμητισμός και το λαϊκό ένστικτο και που αρχίζει η επίδραση «ξένων δακτύλων» με ανομολόγητα σχέδια γεωπολιτικής αναδιάταξης; Πόσο μπορεί να αποτελέσει γνήσιο «επαναστατικό υποκείμενο» το συνονθύλευμα από νεαρούς «φεισμπουκάκηδες», εξαθλιωμένους αγρότες, θρησκόληπτους και ακολούθους μουλάδων;
Αλλά, καθώς εμείς ψειρίζουμε τη μαϊμού, εκατομμύρια ανθρώπων μπαίνουν στο προσκήνιο της ιστορίας ανοίγοντας ένα τεράστιο ρήγμα στην ευρωατλαντική αυτοκρατορία και το παγκόσμιο καπιταλιστικό μονοπώλιο. Έστω κι αν η ατζέντα αυτών των στερημένων, αγράμματων ή μορφωμένων ανέργων παραπέμπει σε λίγο περισσότερο και λίγο καλύτερο καπιταλισμό με ολίγη από δημοκρατία δυτικού τύπου. Αυτήν ακριβώς που κάνει την Ευρώπη να δυσφορεί…
Αυτό το μίγμα συμπάθειας και καχυποψίας με το οποίο αντιμετωπίζουμε την επαναστατική διεργασία στον αραβικό κόσμο (λίγο γιατί η εξέλιξη της ιρανικής επανάστασης οδήγησε στον ισλαμοφασισμό, λίγο γιατί η εκτροπή του αραβικού εθνικισμού γέννησε τέρατα και λίγο γιατί, παρά την ανεξιθρησκεία μας, το ισλάμ καταλαμβάνει μια σκοτεινή περιοχή φόβου στο μυαλό μας) από τη μια πλευρά αποκαλύπτει έναν εύλογο σκεπτικισμό ως προς την έκβαση των εξεγέρσεων και τον κίνδυνο να προδώσουν τις προσδοκίες των εξεγερμένων. Από την άλλη, όμως, αποκαλύπτει και κάτι για μας τους ίδιους, ως Έλληνες και Ευρωπαίους αριστερούς, ως πολιτικό υποκείμενο της επανάστασης. Αποκαλύπτει ότι κατά βάθος έχουμε πάρει προ πολλού διαζύγιο απ’ αυτήν.
Γιατί; Μεγάλη ιστορία. Μια πρόχειρη εξήγηση είναι ότι τις επαναστάσεις του προηγούμενου αιώνα, όσες τουλάχιστον έγιναν στο όνομα του σοσιαλισμού, επιστεγάστηκαν από μια τρομακτική ήττα. Το «ξαναδιάβασμα» της εμπειρίας τους αποκαλύπτει ανεπάρκειες της μέχρι σήμερα γνωστής «επαναστατικής τεχνογνωσίας». Τα κλασικά μέσα συγκρότησης του «πολιτικού υποκειμένου» (κόμματα νέου, νεότερου και νεότατου τύπου, ομοσπονδίες, συμμαχίες, μέτωπα) εμφανίζουν αναπηρίες και, πάντως, εξαντλούν την εμπειρία τους σε ασκήσεις κοινοβουλευτικής γραφειοκρατίας, άκαμπτες ιεραρχίες που διακονούν τη λαγνεία της εξουσίας, σπασμωδικούς ακτιβισμούς. Κι όταν ανοίγεται «παράθυρο ευκαιρίας» (όπως συνέβη στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 2008), στην αρχή αιφνιδιάζονται κι έπειτα πασχίζουν (συνήθως ανεπιτυχώς) να ισορροπήσουν ανάμεσα στον αυθορμητισμό των μαζών και την ανάγκη μιας οργανωμένης απόκρουσης της οργανωμένης βίας της εξουσίας.
Ωστόσο, πέρα απ’ αυτό το διαρκές, προπατορικό αμάρτημα της αριστεράς (που, ως αριστερά, μόνο επαναστατική μπορεί να είναι), υποψιάζομαι πως υπάρχει κάτι βαθύτερο στον ενδόμυχο φόβο μας απέναντι σε όσα συμβαίνουν εκεί, στην άλλη όχθη της Μεσογείου: η πεποίθηση που με τον καιρό αποκτήσαμε ότι η εποχή μας πράγματι δεν είναι εποχή επαναστάσεων. Ότι γενικώς έτσι θα πορευτούμε, «μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας» (άλλωστε, δεν ζούμε και στην Αίγυπτο, με 3.000 δολάρια τον χρόνο…). Πως μπορούμε να απολαμβάνουμε το προνόμιό μας ως μέλη μιας πρωτοπορίας που δεν την πολυκαταλαβαίνει ο κόσμος (δικό του πρόβλημα, όχι δικό μας) και γι’ αυτό δεν θα χρειαστεί ποτέ να αποδείξει σε τι ακριβώς είναι χρήσιμη, τι είδους άλλη εξουσία μπορεί να ασκήσει, τι μπορεί να προσφέρει πέρα από το να διαμαρτύρεται και να χαράσσει γραμμές άμυνας. Και, ως εκ τούτου, δεν θα χρειαστεί να ξεβολευτούμε από τις μικρές προσωπικές κατακτήσεις απόλαυσης που μας προσέφερε η μακρά εποχή της επαναστατικής αγρανάπαυσης. Η οποία όμως δεν είναι διόλου εγγυημένη, όπως μας θυμίζει η Αίγυπτος. Κακό που πάθαμε…
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.