Του Ευάγγελου Μπαϊρακτάρη
Έχοντας κατά νου τη γνωστή ρήση του Churchill, ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι άθλιο πολίτευμα, δυστυχώς όμως δεν έχει ακόμη βρεθεί κάτι καλύτερο, αναρωτιέμαι συχνά εάν το μάλλον ασαφές και σκοπίμως υπερτιμημένο χαρακτηριστικό της που οι πολιτειολόγοι ονομάζουν «νομιμοποίηση» η οποία υποτίθεται ότι στην κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι η ευρύτερη δυνατή και εκφράζει πιστά τους συσχετισμούς και τη βούληση της κοινωνίας– αφορά όχι μόνο στον τύπο αλλά και στην ουσία της αντιπροσώπευσης.
Ως θεσμός του αστικού δικαίου και μέσο ολοκλήρωσης ποικίλων συναλλαγών μεταξύ ιδιωτών ή ιδιωτών και του δημοσίου, οι οποίες ως επί το πλείστον έχουν εγχρήματο περιεχόμενο, η αντιπροσώπευση υφίσταται ορισμένους κρίσιμους, ακαριαίους –τολμώ να πω– περιορισμούς. Υφίσταται συνήθως για ορισμένο χρόνο και αφορά σε ορισμένη παροχή ή αντιπαροχή. Εξάλλου, ανά πάσα στιγμή είναι δυνατή η ανάκληση της σχετικής εντολής αντιπροσώπευσης ή η άσκηση αγωγής κατά του αντιπροσώπου για υπέρβαση των ορίων της αντιπροσώπευσης ή πρόκληση ζημίας στον αντιπροσωπευόμενο λόγω κακής χρήσης της εξουσίας αντιπροσώπευσης.
Παρατηρούμε συνεπώς ότι στον απλό, τον αλγεβρικά δομημένο κόσμο των συναλλαγών, η επιβίωση του οποίου πρωτίστως επαφίεται στον σεβασμό και την εξέλιξη των συναλλακτικών ηθών και της ίδιας της τεχνικής των συναλλαγών, η αντιπροσώπευση συναρτάται άμεσα με το σκοπούμενο με αυτήν αποτέλεσμα και διέπεται προς τούτο από αυστηρότατες διαλυτικές δικλείδες.
Κάτι που δεν συμβαίνει βεβαίως στον χαμαιλεόντειο στίβο της πολιτικής, όπου η έννοια της αντιπροσώπευσης σκοπίμως συγχέεται με την αμβλεία τη σχεδόν προσχηματική, όπως έχει καταντήσει, έννοια της «νομιμοποίησης» προκειμένου να εξασφαλίζεται κατά περίπτωση η εύκολη καταστρατήγηση της στιγμιαίας εντολής του εκλογικού σώματος-εντολέα και να ερμηνεύεται κατά το δοκούν από τον εκάστοτε εντολοδόχο. Κάτι σαν carte blanche δηλαδή...
Ενώ λοιπόν ο θεσμός της αντιπροσώπευσης στο δίκαιο ιδρύει μια σχέση δυναμική, ανά πάσα στιγμή ανατρέψιμη και αποκλειστικώς συναπτόμενη χάριν ορισμένου αποτελέσματος, στην πολιτική τείνει να αποσυνδεθεί από το όποιο αποτέλεσμα και να ταυτιστεί πλήρως με την έννοια της τυπικής νομιμοποίησης, ήτοι της εντολής που δίδεται κάθε τέσσερα χρόνια στο εκάστοτε πλειοψηφούν κόμμα να συγκροτήσει κυβέρνηση και να κυβερνήσει –ουσιαστικά ανέλεγκτο– τη χώρα.
Τη στιγμιαία εκχώρηση της πολυπόθητης νομιμοποίησης από τη λαϊκή ψήφο διαδέχεται ουσιαστικά μια θητεία νομιμοποιημένης ασυδοσίας. Το όνειρο κάθε επιβήτορα της εξουσίας σ’ αυτή τη χώρα είναι η ανταλλαγή του στιγμιαίου «ολισθήματος» των πολιτών που προκάλεσε την εκλογή του με τη δυνατότητα ανέλεγκτης επιδίωξης των προσωπικών ή κομματικών του συμφερόντων πέρα και πάνω από τις αντικειμενικές διαχειριστικές ανάγκες της χώρας. Η νομιμοποίηση αποσυνδέεται από την έννοια και το περιεχόμενο της αντιπροσώπευσης και γίνεται εκ των πραγμάτων το συγχωροχάρτι κάθε προσωπικής (ηθικής, διανοητικής, κ.ο.κ.) ανεπάρκειας και το μέσο μετάθεσης των διαχειριστικών ευθυνών στο ίδιο το εκλογικό σώμα. Να το πω αλλιώς: η νομιμοποίηση ως μέσο παράκαμψης των όποιων περιορισμών της αντιπροσώπευσης γίνεται ο βατήρας που επιτρέπει τη διατύπωση θεωριών συλλογικής ευθύνης του τύπου «μαζί τα φάγαμε» και τη λήψη μέτρων συλλογικής τιμωρίας. Η ισοπεδωτική και εν πολλοίς απρόσωπη και ανίσχυρη ψήφος γίνεται ισοπεδωτικός και προσωπικός για τον κάθε πολίτη χωριστά βρόχος. Τα αποτελέσματα αυτής της ερμηνείας της αντιπροσώπευσης εκ μέρους του πολιτικού προσωπικού της χώρας τα βιώνουμε τους τελευταίους μήνες με τον πλέον οδυνηρό, αποκαλυπτικό και απομυθοποιητικό τρόπο...
Ας συλλογιστεί για λίγο ο καθένας μας σε μια στιγμή νηφάλιας κρίσης κατά πόσο θεωρεί ότι τον εκπροσωπεί ο τάδε ή ο δείνα πολιτικός που ψήφισε. Είναι άραγε δυνατή η προσωπική, η ψυχολογική ταύτιση μαζί του; Κι αν παρακάμψουμε – έστω αυτό το στοιχείο, το εντελώς προσωπικό, και δεχτούμε ως φυσική συνέπεια της διαφορετικότητας των ανθρώπων και ως αναγκαίο κακό την εκλογή κάποιου με τον οποίο δεν είναι δυνατή η πλήρης ταύτιση σε προσωπικό επίπεδο, ποιος εξ ημών μπορεί με το χέρι στην καρδιά και με σώφρονα λογισμό να ισχυριστεί ότι οι επιμέρους διαχειριστικές πράξεις του τάδε ή του δείνα πολιτικού που ψήφισε τον αντιπροσωπεύουν;
Η περίοδος που ζούμε, εκτός από εξαιρετικά επικίνδυνη, είναι και ενδιαφέρουσα.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχαμε όλοι την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι η κακήν κακώς απελθούσα το 2009 κυβέρνηση επέμενε να διακινεί χονδροειδή, επιβλαβέστατα και ανερμάτιστα ψεύδη γύρω από βασικά οικονομικά μεγέθη. Ψεύδη που χάιδευαν αυτιά στο εσωτερικό κι έριχναν στάχτη στα μάτια στο εξωτερικό με μόνο στόχο την παράταση της παραμονής της στην εξουσία. Μια εξουσία, όμως, χάριν της ίδιας της εξουσίας, την οποία δεν ήταν καν σε θέση να ασκήσει. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια κυβέρνηση ανοχής και όχι εμπιστοσύνης. Αν η ουσία της αντιπροσώπευσης βρίσκεται στην εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο και τις ενέργειες του αντιπροσώπου, το στοιχείο αυτό μετά το 2007 εξέλιπε πλήρως. Όχι μόνο εξέλιπε, αλλά οι μοιραίοι άνθρωποι που παρίσταναν τους κυβερνήτες επέμεναν να το αντικαταστήσουν με κάποια μορφή ανοχής. Ήταν σαν να έδιναν μορφίνη σε έναν άρρωστο με την ελπίδα ότι τουλάχιστον δεν θα πονά. Μέχρις ότου ο άρρωστος έγινε μορφινομανής. Η χώρα είχε γίνει στα χέρια τους μορφινομανής...
Η νυν κυβέρνηση επέλεξε επίσης την οδό του ψεύδους για να εκλεγεί. Το μεγάλο ψέμα, το οποίο συνόψισε ο ίδιος ο πρωθυπουργός με τη συνθηματική φράση «Λεφτά υπάρχουν», διαδέχτηκαν μικρότερης έντασης και αυξημένης επαναληψιμότητας ψεύδη, τα οποία εξαπολύονταν προς το παραζαλισμένο εκλογικό σώμα κατά κύματα και σε τακτά χρονικά διαστήματα. Κάθε ένα-δυο μήνες λαμβάνονταν «νέα μέτρα», ενώ ταυτόχρονα παρέχονταν αφειδώς και χωρίς αιδώ διαβεβαιώσεις προς πάσα κατεύθυνση ότι «θα είναι τα τελευταία». Ποιον άραγε αντιπροσώπευαν τα τόσο κραυγαλέα ψεύδη; Όσους δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους; Και πότε τους αντιπροσώπευε ο πολιτικός που ψήφισαν, όταν έλεγε ψέματα προς υφαρπαγή της ψήφου ή όταν έπραττε τα αντίθετα από αυτά που προεκλογικώς ή μετεκλογικώς διακήρυσσε;
Επρόκειτο απλώς για μια επιτυχώς εκτυλισσόμενη άσκηση μιθριδατισμού στο πολιτικό ψεύδος με στόχο την τελική κατάποση της πιο δύσπεπτης πολιτικής εξαπάτησης της Μεταπολίτευσης... Παράλληλα, οι ίδιοι οι εφαρμοστές αυτής της «αναγκαίας» πολιτικής εξέφραζαν τον αποτροπιασμό τους για τις δικές τους αποφάσεις, προσπαθώντας αντιπολιτευόμενοι τον εαυτό τους να κερδίσουν τη συμπάθεια που δεν μπορούσαν να κερδίσουν με την πολιτική τους!
Στο τέλος, όταν κρίθηκε ότι «το φρούτο ωρίμασε», επιστρατεύθηκε ένας πολιτικός «πρώτης γραμμής» απόλυτα ταυτισμένος με τη μακρά περίοδο πολιτικής φαυλότητας της προηγούμενης τριακονταετίας, ο πληθωρικός αντιπρόεδρος κ. Πάγκαλος, για να επιστρέψει χωρίς περαιτέρω εξατομικεύσεις και «ενοχλητικές» προσωποποιήσεις το μπαλάκι της πολιτικής ευθύνης στους αντιπροσωπευόμενους. Είναι θλιβερό να βλέπει κανείς εις τας δυσμάς του πολιτικού του βίου έναν εκ των πρωταιτίων της παρούσας κατάστασης να ομολογεί σε δόσεις όλες τις αθλιότητες στις οποίες πρωταγωνίστησε προκειμένου έτσι, με το πολιτικό του τέλος, να πράξει κάτι καλό για τον τόπο –το καλό που δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να πράξει την περίοδο της ενεργού πολιτικής του παρουσίας.
Η τεράστια αυτή χρονική και πολιτική υστέρηση αποκαλύπτει με τον πλέον παραστατικό τρόπο το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην παρεχόμενη άπαξ τυπική νομιμοποίηση και τα αποτελέσματα μιας πολιτικής που στην πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύει κανένα πλην των ίδιων των εφαρμοστών της. Διότι αντιπροσωπευτικό σύστημα χωρίς ενεργό και διαρκή έλεγχο του αντιπροσώπου από τον αντιπροσωπευόμενο –δηλονότι χωρίς δυνατότητα άμεσης έκπτωσης και αποπομπής του αντιπροσώπου στο πλαίσιο μιας αποτελεσματικής λειτουργίας των τριών εξουσιών δεν αποτελεί δημοκρατική λύση, αλλά δημοκρατική φενάκη...
Υ.Γ. Αφιερώνεται εξαιρετικά σε όσους «μαζί τα φάγαμε»…
* Ο κ. Μπαϊρακτάρης είναι Δρ Νομικής ΑΠΘ-συγγραφέας
Έχοντας κατά νου τη γνωστή ρήση του Churchill, ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι άθλιο πολίτευμα, δυστυχώς όμως δεν έχει ακόμη βρεθεί κάτι καλύτερο, αναρωτιέμαι συχνά εάν το μάλλον ασαφές και σκοπίμως υπερτιμημένο χαρακτηριστικό της που οι πολιτειολόγοι ονομάζουν «νομιμοποίηση» η οποία υποτίθεται ότι στην κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι η ευρύτερη δυνατή και εκφράζει πιστά τους συσχετισμούς και τη βούληση της κοινωνίας– αφορά όχι μόνο στον τύπο αλλά και στην ουσία της αντιπροσώπευσης.
Ως θεσμός του αστικού δικαίου και μέσο ολοκλήρωσης ποικίλων συναλλαγών μεταξύ ιδιωτών ή ιδιωτών και του δημοσίου, οι οποίες ως επί το πλείστον έχουν εγχρήματο περιεχόμενο, η αντιπροσώπευση υφίσταται ορισμένους κρίσιμους, ακαριαίους –τολμώ να πω– περιορισμούς. Υφίσταται συνήθως για ορισμένο χρόνο και αφορά σε ορισμένη παροχή ή αντιπαροχή. Εξάλλου, ανά πάσα στιγμή είναι δυνατή η ανάκληση της σχετικής εντολής αντιπροσώπευσης ή η άσκηση αγωγής κατά του αντιπροσώπου για υπέρβαση των ορίων της αντιπροσώπευσης ή πρόκληση ζημίας στον αντιπροσωπευόμενο λόγω κακής χρήσης της εξουσίας αντιπροσώπευσης.
Παρατηρούμε συνεπώς ότι στον απλό, τον αλγεβρικά δομημένο κόσμο των συναλλαγών, η επιβίωση του οποίου πρωτίστως επαφίεται στον σεβασμό και την εξέλιξη των συναλλακτικών ηθών και της ίδιας της τεχνικής των συναλλαγών, η αντιπροσώπευση συναρτάται άμεσα με το σκοπούμενο με αυτήν αποτέλεσμα και διέπεται προς τούτο από αυστηρότατες διαλυτικές δικλείδες.
Κάτι που δεν συμβαίνει βεβαίως στον χαμαιλεόντειο στίβο της πολιτικής, όπου η έννοια της αντιπροσώπευσης σκοπίμως συγχέεται με την αμβλεία τη σχεδόν προσχηματική, όπως έχει καταντήσει, έννοια της «νομιμοποίησης» προκειμένου να εξασφαλίζεται κατά περίπτωση η εύκολη καταστρατήγηση της στιγμιαίας εντολής του εκλογικού σώματος-εντολέα και να ερμηνεύεται κατά το δοκούν από τον εκάστοτε εντολοδόχο. Κάτι σαν carte blanche δηλαδή...
Ενώ λοιπόν ο θεσμός της αντιπροσώπευσης στο δίκαιο ιδρύει μια σχέση δυναμική, ανά πάσα στιγμή ανατρέψιμη και αποκλειστικώς συναπτόμενη χάριν ορισμένου αποτελέσματος, στην πολιτική τείνει να αποσυνδεθεί από το όποιο αποτέλεσμα και να ταυτιστεί πλήρως με την έννοια της τυπικής νομιμοποίησης, ήτοι της εντολής που δίδεται κάθε τέσσερα χρόνια στο εκάστοτε πλειοψηφούν κόμμα να συγκροτήσει κυβέρνηση και να κυβερνήσει –ουσιαστικά ανέλεγκτο– τη χώρα.
Τη στιγμιαία εκχώρηση της πολυπόθητης νομιμοποίησης από τη λαϊκή ψήφο διαδέχεται ουσιαστικά μια θητεία νομιμοποιημένης ασυδοσίας. Το όνειρο κάθε επιβήτορα της εξουσίας σ’ αυτή τη χώρα είναι η ανταλλαγή του στιγμιαίου «ολισθήματος» των πολιτών που προκάλεσε την εκλογή του με τη δυνατότητα ανέλεγκτης επιδίωξης των προσωπικών ή κομματικών του συμφερόντων πέρα και πάνω από τις αντικειμενικές διαχειριστικές ανάγκες της χώρας. Η νομιμοποίηση αποσυνδέεται από την έννοια και το περιεχόμενο της αντιπροσώπευσης και γίνεται εκ των πραγμάτων το συγχωροχάρτι κάθε προσωπικής (ηθικής, διανοητικής, κ.ο.κ.) ανεπάρκειας και το μέσο μετάθεσης των διαχειριστικών ευθυνών στο ίδιο το εκλογικό σώμα. Να το πω αλλιώς: η νομιμοποίηση ως μέσο παράκαμψης των όποιων περιορισμών της αντιπροσώπευσης γίνεται ο βατήρας που επιτρέπει τη διατύπωση θεωριών συλλογικής ευθύνης του τύπου «μαζί τα φάγαμε» και τη λήψη μέτρων συλλογικής τιμωρίας. Η ισοπεδωτική και εν πολλοίς απρόσωπη και ανίσχυρη ψήφος γίνεται ισοπεδωτικός και προσωπικός για τον κάθε πολίτη χωριστά βρόχος. Τα αποτελέσματα αυτής της ερμηνείας της αντιπροσώπευσης εκ μέρους του πολιτικού προσωπικού της χώρας τα βιώνουμε τους τελευταίους μήνες με τον πλέον οδυνηρό, αποκαλυπτικό και απομυθοποιητικό τρόπο...
Ας συλλογιστεί για λίγο ο καθένας μας σε μια στιγμή νηφάλιας κρίσης κατά πόσο θεωρεί ότι τον εκπροσωπεί ο τάδε ή ο δείνα πολιτικός που ψήφισε. Είναι άραγε δυνατή η προσωπική, η ψυχολογική ταύτιση μαζί του; Κι αν παρακάμψουμε – έστω αυτό το στοιχείο, το εντελώς προσωπικό, και δεχτούμε ως φυσική συνέπεια της διαφορετικότητας των ανθρώπων και ως αναγκαίο κακό την εκλογή κάποιου με τον οποίο δεν είναι δυνατή η πλήρης ταύτιση σε προσωπικό επίπεδο, ποιος εξ ημών μπορεί με το χέρι στην καρδιά και με σώφρονα λογισμό να ισχυριστεί ότι οι επιμέρους διαχειριστικές πράξεις του τάδε ή του δείνα πολιτικού που ψήφισε τον αντιπροσωπεύουν;
Η περίοδος που ζούμε, εκτός από εξαιρετικά επικίνδυνη, είναι και ενδιαφέρουσα.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχαμε όλοι την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι η κακήν κακώς απελθούσα το 2009 κυβέρνηση επέμενε να διακινεί χονδροειδή, επιβλαβέστατα και ανερμάτιστα ψεύδη γύρω από βασικά οικονομικά μεγέθη. Ψεύδη που χάιδευαν αυτιά στο εσωτερικό κι έριχναν στάχτη στα μάτια στο εξωτερικό με μόνο στόχο την παράταση της παραμονής της στην εξουσία. Μια εξουσία, όμως, χάριν της ίδιας της εξουσίας, την οποία δεν ήταν καν σε θέση να ασκήσει. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια κυβέρνηση ανοχής και όχι εμπιστοσύνης. Αν η ουσία της αντιπροσώπευσης βρίσκεται στην εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο και τις ενέργειες του αντιπροσώπου, το στοιχείο αυτό μετά το 2007 εξέλιπε πλήρως. Όχι μόνο εξέλιπε, αλλά οι μοιραίοι άνθρωποι που παρίσταναν τους κυβερνήτες επέμεναν να το αντικαταστήσουν με κάποια μορφή ανοχής. Ήταν σαν να έδιναν μορφίνη σε έναν άρρωστο με την ελπίδα ότι τουλάχιστον δεν θα πονά. Μέχρις ότου ο άρρωστος έγινε μορφινομανής. Η χώρα είχε γίνει στα χέρια τους μορφινομανής...
Η νυν κυβέρνηση επέλεξε επίσης την οδό του ψεύδους για να εκλεγεί. Το μεγάλο ψέμα, το οποίο συνόψισε ο ίδιος ο πρωθυπουργός με τη συνθηματική φράση «Λεφτά υπάρχουν», διαδέχτηκαν μικρότερης έντασης και αυξημένης επαναληψιμότητας ψεύδη, τα οποία εξαπολύονταν προς το παραζαλισμένο εκλογικό σώμα κατά κύματα και σε τακτά χρονικά διαστήματα. Κάθε ένα-δυο μήνες λαμβάνονταν «νέα μέτρα», ενώ ταυτόχρονα παρέχονταν αφειδώς και χωρίς αιδώ διαβεβαιώσεις προς πάσα κατεύθυνση ότι «θα είναι τα τελευταία». Ποιον άραγε αντιπροσώπευαν τα τόσο κραυγαλέα ψεύδη; Όσους δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους; Και πότε τους αντιπροσώπευε ο πολιτικός που ψήφισαν, όταν έλεγε ψέματα προς υφαρπαγή της ψήφου ή όταν έπραττε τα αντίθετα από αυτά που προεκλογικώς ή μετεκλογικώς διακήρυσσε;
Επρόκειτο απλώς για μια επιτυχώς εκτυλισσόμενη άσκηση μιθριδατισμού στο πολιτικό ψεύδος με στόχο την τελική κατάποση της πιο δύσπεπτης πολιτικής εξαπάτησης της Μεταπολίτευσης... Παράλληλα, οι ίδιοι οι εφαρμοστές αυτής της «αναγκαίας» πολιτικής εξέφραζαν τον αποτροπιασμό τους για τις δικές τους αποφάσεις, προσπαθώντας αντιπολιτευόμενοι τον εαυτό τους να κερδίσουν τη συμπάθεια που δεν μπορούσαν να κερδίσουν με την πολιτική τους!
Στο τέλος, όταν κρίθηκε ότι «το φρούτο ωρίμασε», επιστρατεύθηκε ένας πολιτικός «πρώτης γραμμής» απόλυτα ταυτισμένος με τη μακρά περίοδο πολιτικής φαυλότητας της προηγούμενης τριακονταετίας, ο πληθωρικός αντιπρόεδρος κ. Πάγκαλος, για να επιστρέψει χωρίς περαιτέρω εξατομικεύσεις και «ενοχλητικές» προσωποποιήσεις το μπαλάκι της πολιτικής ευθύνης στους αντιπροσωπευόμενους. Είναι θλιβερό να βλέπει κανείς εις τας δυσμάς του πολιτικού του βίου έναν εκ των πρωταιτίων της παρούσας κατάστασης να ομολογεί σε δόσεις όλες τις αθλιότητες στις οποίες πρωταγωνίστησε προκειμένου έτσι, με το πολιτικό του τέλος, να πράξει κάτι καλό για τον τόπο –το καλό που δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να πράξει την περίοδο της ενεργού πολιτικής του παρουσίας.
Η τεράστια αυτή χρονική και πολιτική υστέρηση αποκαλύπτει με τον πλέον παραστατικό τρόπο το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην παρεχόμενη άπαξ τυπική νομιμοποίηση και τα αποτελέσματα μιας πολιτικής που στην πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύει κανένα πλην των ίδιων των εφαρμοστών της. Διότι αντιπροσωπευτικό σύστημα χωρίς ενεργό και διαρκή έλεγχο του αντιπροσώπου από τον αντιπροσωπευόμενο –δηλονότι χωρίς δυνατότητα άμεσης έκπτωσης και αποπομπής του αντιπροσώπου στο πλαίσιο μιας αποτελεσματικής λειτουργίας των τριών εξουσιών δεν αποτελεί δημοκρατική λύση, αλλά δημοκρατική φενάκη...
Υ.Γ. Αφιερώνεται εξαιρετικά σε όσους «μαζί τα φάγαμε»…
* Ο κ. Μπαϊρακτάρης είναι Δρ Νομικής ΑΠΘ-συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.