Πώς η παγκοσμιοποίηση υπονομεύει την ευρωπαϊκή ενοποίηση και το ευρωπαϊκό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο
Γράφει ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ Πρέσβυς ε.τ.
Γράφει ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ Πρέσβυς ε.τ.
Είναι γνωστή η πρώτη μυθολογική απαγωγή της Ευρώπης. Ο Ζευς, μεταμορφωμένος σε πανέμορφο λευκό ταύρο, απήγαγε την ωραία πριγκίπισσα από τους ανθισμένους λειμώνες της Φοινίκης και την έφερε, πετώντας πάνω από τα κύματα, στην Κρήτη, νοτιότερο άκρο της ηπείρου που έμελλε στο εξής να φέρει το όνομά της. | |
Η δεύτερη «απαγωγή» της Ευρώπης δεν είναι τόσο μυθολογική και ρομαντική. Αφορά την απαγωγή της ιδέας της Ευρώπης και της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως από τους θιασώτες ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού και από την παγκοσμιοποίηση που υπονομεύει και αλλοτριώνει το όνειρο για την Ευρώπη, στο οποίο πίστεψαν οι ευρωπαϊκοί λαοί. Η εξέλιξη αυτή θέτει σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή ενοποίηση, σε πρώτη φάση την Ευρωζώνη, και απειλεί ευθέως το λεγόμενο ευρωπαϊκό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο και τη θέση της Ευρώπης μέσα στη νέα παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική αρχιτεκτονική. Η πορεία αυτή, όπως θα ήταν αναμενόμενο, πλήττει κατ' αρχάς ιδιαίτερα τις πιο αδύναμες ευρωπαϊκές χώρες: = Οξύνοντας τις ενδοευρωπαϊκές αναπτυξιακές ανισότητες. =Εκτροχιάζοντας κάθε προοπτική συγκλίσεως μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ. =Επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας των χωρών αυτών. =Αποτρέποντας την εφαρμογή από αυτές εθνικών αναπτυξιακών στρατηγικών, ελλείψει αντιστοίχων ευρωπαϊκών. Με ποια λογική η ευρωπαϊκή κοινή αγορά ταυτίστηκε με την παγκοσμιοποίηση και παραμερίστηκε ουσιαστικά η Αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως; Είναι αυτονόητο ότι όταν μια ομάδα χωρών αποφασίζουν να συστήσουν μεταξύ τους κοινή αγορά, λαμβάνεται ως αφετηρία και κριτήριο το γεγονός ότι το επίπεδο αναπτύξεως των χωρών αυτών και το βιοτικό τους επίπεδο βρίσκονται γενικά σε αρκετά κοντινή απόσταση. Υπάρχει επομένως ελπίδα η δυναμική της κοινής αγοράς, με τη βοήθεια εξειδικευμένων πολιτικών, να οδηγήσει τελικά σε σύγκλιση των οικονομιών των χωρών-μελών και σε εσωτερική συνοχή της επιδιωκόμενης, σε δεύτερο στάδιο, πολιτικής ενώσεως. Με βάση τη λογική αυτή είχε θεσπιστεί, ως μια από τις καταστατικές αρχές της ενιαίας αγοράς, η Αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως. Η αρχή αυτή εξασφάλιζε μια γενική συμφωνημένη ισορροπία μεταξύ των χωρών-μελών, κατά πρώτο λόγο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας και διεφύλασσε για κάθε χώρα τη δυνατότητα ενός σημαντικού μεριδίου αγοράς σε κάποιον ή κάποιους τομείς. Η ανατροπή του διεθνούς σκηνικού, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και του μοντέλου που εκπροσωπούσε, άνοιξε τον δρόμο στην επικράτηση ακραίων νεοφιλελεύθερων δυνάμεων. Οι τελευταίες άρχισαν να προβάλλουν την παγκοσμιοποίηση ως δήθεν αναπόφευκτο ιστορικό στάδιο καπιταλιστικής αναπτύξεως, συγχέοντας σκοπίμως και εκ του πονηρού τεχνική και τεχνολογική παγκοσμιοποίηση με την οικονομική και πολιτική. Στην πραγματικότητα η παγκοσμιοποίηση αυτή εξέφρασε ως πολιτική και ως ιδεολόγημα την πλήρη απορρύθμιση του παραδοσιακού ορθόδοξου καπιταλισμού, αρχής γενομένης από την αμερικανική μητρόπολη και το χρηματιστηριακό κέντρο του Λονδίνου. Οι αγορές αναγορεύθηκαν σε κυρίαρχο παράγοντα της οικονομίας, πάνω από τον ουσιαστικό έλεγχο των πολιτικών αρχών. Τα ποικιλόμορφα παράγωγα, οι επενδύσεις του χρηματιστηρίου και η εικονική οικονομία, υποκατέστησαν σε πολλαπλάσιο βαθμό τις πραγματικές καταθέσεις, τις παραγωγικές επενδύσεις και την πραγματική οικονομία. Τα παράγωγα, υπό την ανοχή των πολιτικών αρχών, εξελίχθησαν σε μια απίστευτη μηχανή παραγωγής χρήματος, γεγονός που ισοδυναμεί με ασύλληπτο σφετερισμό πολιτικής εξουσίας, που αντιπροσωπεύει το γενικό συμφέρον. Για πρώτη φορά στην ιστορία έγινε δυνατή και ανεκτή σε τόση έκταση και σε βάση συστήματος μια τέτοια διάζευξη μεταξύ εθνικού - γενικού συμφέροντος και ιδιωτικού. Το γεγονός αυτό αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης και δείχνει ανάγλυφα ότι τα ιδιωτικά συμφέροντα μιας μεγάλης εταιρείας π.χ. ή χρηματιστηριακού κολοσσού μιας χώρας δεν συμπίπτουν αναγκαστικά με τα γενικότερα πραγματικά συμφέροντα της χώρας αυτής. Αυτό ισχύει, κατά πρώτον λόγο, στο χρηματιστικό επίπεδο, το παιχνίδι των παραγώγων και των κερδοσκοπικών «επενδύσεων». Ισχύει όμως και σε επενδύσεις πραγματικής παραγωγής. Γιατί, π.χ. μια εταιρεία να μην προβεί σε μετεγκατάσταση των δραστηριοτήτων της σε μια χώρα που έχει 5 ή 6 φορές μικρότερο εργατικό κόστος, εφόσον δεν χάνει με αυτό το προνόμιο της προσβάσεώς της στην ευρωπαϊκή ή αντιστοίχως στην αμερικανική αγορά; Η Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992 καμπή στη στροφή της Ευρώπης προς την παγκοσμιοποίηση Η μεγάλη στροφή της ΕΕ προς την παγκοσμιοποίηση έγινε χωρίς τυμπανοκρουσίες, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, υπό την επήρεια του θριαμβεύοντος καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και της κυρίαρχης ιδεολογίας ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ιστορικά αναπόφευκτη και ότι η Ευρώπη πρέπει να επιδιώξει οπωσδήποτε την προσαρμογή της σ' αυτήν. Δεν γίνεται στη συνθήκη κάποια ειδική αναφορά σ' αυτήν, που θα προκαλούσε αντιδράσεις. Αναφέρεται απλώς σε μια υποπαράγραφο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως αρχή τις ελεύθερες εμπορικές ανταλλαγές. Αυτό ίσχυε και προηγουμένως. Αναφερόταν όμως στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά και όχι στην παγκόσμια αγορά, όπως η αρχή αυτή εξελίχθηκε στην πράξη, στη συνέχεια, με την υπογραφή αθρόων συμφωνιών ελευθέρων εμπορικών ανταλλαγών, μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε εκ των πραγμάτων σε περιθωριοποίηση της Αρχής της Κοινοτικής Προτιμήσεως και μαζί με το ισχυρό ευρώ επιδείνωσε δραματικά τη θέση των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών-μελών. Η παγκοσμιοποίηση ανέκοψε τη σύγκλιση των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών της ΕΕ και όξυνε τις αναπτυξιακές ανισότητες, το έλλειμμα ανταγωνισμού και τις αντιθέσεις Η παγκοσμιοποίηση τροποποίησε ριζικά την κατανομή της οικονομικής δυνάμεως, φέρνοντας σταδιακά την Ευρώπη σε υποδεέστερη θέση. Από την τροποποίηση αυτή ωφελήθηκε κατά πρώτον λόγο η Κίνα, που ανεδύθη ως νέα μεγάλη βιομηχανική δύναμη. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και τις άλλες χώρες της ΝΑ Ευρώπης, η παγκοσμιοποίηση, εισάγοντας την αρχή του ελεύθερου διεθνούς ανταγωνισμού μέσα στην ίδια την κοινή ευρωπαϊκή αγορά, ήρθε σε αντίθεση με την επιδιωκόμενη εναρμόνιση και σύγκλιση των οικονομικών δομών. Ουσιαστικά την ανέκοψε και την καθήλωσε. Συγκεκριμένα η παγκοσμιοποίηση: Πρώτον, επηρέασε καταλυτικά τις δραστηριότητες με μικρή προστιθέμενη αξία όπως π.χ. η υφαντουργία. Οι δραστηριότητες αυτές βρέθηκαν σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των πολύ φθηνότερων αναδυόμενων χωρών. Το ίδιο ισχύει και για άλλους παραδοσιακούς τομείς, όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία, που αντιμετωπίζουν επίσης τον ανταγωνισμό τρίτων χωρών. Δεύτερον, ευνόησε τη μετεγκατάσταση πολλών από τις βιομηχανικές τους επιχειρήσεις σε χώρες της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Τρίτον, έκανε δυσκολότερο τον επαναπροσανατολισμό των οικονομικών συστημάτων τους, με εξαίρεση την Ιρλανδία, προς δραστηριότητες με υψηλή προστιθέμενη αξία. Η εισαγωγή του ευρώ, αντί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη σύγκλιση, έκανε ακόμη πιο προβληματική την κατάσταση. Οδήγησε, σε πρώτο στάδιο, στην τεχνητή βελτίωση του επιπέδου ζωής και σε χαλάρωση της πιστωτικής πολιτικής, γεγονός που ενθάρρυνε την κατανάλωση και την υπερχρέωση. Σύντομα ήρθε, με τη συγκυρία της διεθνούς κρίσεως, η ώρα της αλήθειας για τις χώρες αυτές. Η εισαγωγή του ευρώ επιδείνωσε την αντίθεση μεταξύ των χωρών που είναι πιο ανταγωνιστικές και μπορούν να προσαρμοστούν στην παγκοσμιοποίηση και των άλλων. Ιδίως όταν πρόκειται για χώρες με πολύ χαμηλή εκβιομηχάνιση και άλλους δομικούς παράγοντες ιστορικής καθυστερήσεως. Στα αδύναμα μέλη της Οικονομικής και Νομισματικής Ενώσεως (ΟΝΕ), ο συνδυασμός της απογειώσεως του εσωτερικού κόστους με την ανατίμηση του ευρώ έπληξε δραματικά την ανταγωνιστικότητά τους και το εμπορικό τους ισοζύγιο, αφήνοντας πολύ περιορισμένες δυνατότητες για εξαγωγές. Στην περίπτωση της Ελλάδος, χώρες όπως η Τουρκία βρίσκονται σε πολύ πλεονεκτικότερη θέση και ανταγωνίζονται σκληρά τη χώρα μας, όχι μόνο στη μεταποίηση και τη γεωργία, αλλά ακόμη και στον τουρισμό. Η «ισχυρή» οικονομική ανάπτυξη που παρουσίασε η Ελλάδα κατά τη δεκαετία 1998 - 2008 απέρρεε στην πραγματικότητα από την ενίσχυση της καταναλώσεως με εξωτερικό δανεισμό! Βίοι παράλληλοι: Ελλάδα - Νότια Κορέα. Η εφαρμογή δύο διαφορετικών στρατηγικών Παίρνοντας ως αφετηρία τη μεταπολεμική περίοδο, οι δύο χώρες βρίσκονταν στην ίδια περίπου κατάσταση. Η σημερινή σύγκριση είναι συντριπτική σε βάρος της χώρας μας. Τι μεσολάβησε; Στην πραγματικότητα η Ελλάδα έκανε μεγάλα αναπτυξιακά άλματα κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, παρά τις στρεβλώσεις, τις δομικές ανεπάρκειες και τις καθυστερήσεις. Η συνέχεια όμως υπήρξε απογοητευτική και οδήγησε τελικά στη σημερινή κατάσταση. Οι λόγοι είναι, προφανώς, εσωτερικοί αλλά και εξωτερικοί. Οι τελευταίοι δεν απαλλάσσουν από τις ευθύνες τους τους ηγέτες που διαχειρίσθηκαν την ελληνική οικονομία. Η Νότια Κορέα εφήρμοσε μια αποτελεσματική εθνική αναπτυξιακή στρατηγική, μιμούμενη την Ιαπωνία, και αποβλέποντας στη δημιουργία βιομηχανικών ανταγωνιστικών εθνικών επιχειρήσεων, βασισμένων σε ισχυρή επιστημονική και τεχνολογική βάση. Κατόρθωσε, με την ίδια φιλοσοφία, να ξεπεράσει την κρίση του 1997, που έπληξε τις χώρες της ΝΑ Ασίας και να προαγάγει τις μεγάλες εθνικές βιομηχανικές της επιχειρήσεις σε ανταγωνιστικές πολυεθνικές επιχειρήσεις. Οι εξαγωγές της Νότιας Κορέας αυξήθηκαν μεταξύ 2000 και 2008 κατά 2,5. Ταυτόχρονα όμως είναι χαρακτηριστικό ότι το εθνικό της νόμισμα διολίσθησε και έχασε κατά την ίδια περίοδο το 40% της αξίας του σε σχέση με το ευρώ. Η Ελλάδα απέτυχε να φέρει εις πέρας τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό των δομών της σε όλους τους τομείς και να εφαρμόσει μια μεταξύ 2000 και 2008 κατά 2,5. Ταυτόχρονα όμως είναι χαρακτηριστικό ότι το εθνικό της νόμισμα διολίσθησε και έχασε κατά την ίδια περίοδο το 40% της αξίας του σε σχέση με το ευρώ. Η Ελλάδα απέτυχε να φέρει εις πέρας τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό των δομών της σε όλους τους τομείς και να εφαρμόσει μια περίοδο το 40% της αξίας του σε σχέση με το ευρώ. Η Ελλάδα απέτυχε να φέρει εις πέρας τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό των δομών της σε όλους τους τομείς και να εφαρμόσει μια αποτελεσματική εθνική αναπτυξιακή στρατηγική με σαφείς στόχους. Η ένταξη στην ΕΕ άνοιξε νέους ορίζοντες. Εξασφάλισε σημαντικούς πόρους, οι οποίοι μπορούσαν και έπρεπε να αξιοποιηθούν για έργα υποδομής, εκσυγχρονισμό των παραδοσιακών τομέων της ελληνικής οικονομίας ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί, βελτίωση των δομών του κράτους και για ένα μεγάλο άλμα στην έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη. Ακόμη και οι μεγάλες δαπάνες για την εθνική άμυνα δεν αξιοποιήθηκαν για την ανάπτυξη, με διεθνείς συνεργασίες, μιας αξιόλογης πολεμικής βιομηχανίας και τεχνολογίας, όπως έπραξε η γειτονική μας Τουρκία. Πολύ χειρότερα ακόμη, καταβαραθρώθηκε επί δεκαετίες η παιδεία, που είναι το θερμοκήπιο της τόσο επιζητούμενης επιστήμης και τεχνολογίας. Η σύγχυση της ΕΕ με την παγκοσμιοποίηση και η ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωζώνη έκαναν εκ των πραγμάτων πολύ πιο δύσκολη και προβληματική τη χάραξη και την άσκηση εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής. Έθεσαν όμως ταυτόχρονα την ΕΕ αντιμέτωπη με τις εσωτερικές της αντιφάσεις, που οξύνθηκαν από την παγκοσμιοποίηση, σε συνδυασμό με τη διαρκούσα ακόμη απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και τον νομισματικό ανταγωνισμό. Η Ευρώπη αυτοπαγιδεύθηκε στον ελεύθερο ανταγωνισμό της παγκοσμιοποίησης, αντί να προχωρήσει σε συνεργατικές ευρωπαϊκές πολιτικές και στρατηγικές Στην αρχή της δεκαετίας του '90, ο τότε Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ πρότεινε ένα σχέδιο ευρωπαϊκών μεγάλων έργων υποδομής ως μέτρο κοινής ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, συγκλίσεως και καταπολεμήσεως της ανεργίας. Το σχέδιο δεν προχώρησε λόγω των γνωστών διαιρέσεων στους κόλπους της ΕΕ, αλλά και λόγω της νέας λογικής που έφερε η παγκοσμιοποίηση. Πώς να εφαρμόσει κανείς πολιτικές Κέινς σε μια αγορά που είναι ανοικτή στην παγκοσμιοποίηση; Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ενίσχυση της εσωτερικής καταναλώσεως θα καταλήξει σε μεγαλύτερη εθνική παραγωγή. Το πιθανότερο είναι ότι θα ευνοήσει μεγαλύτερες ακόμη εισαγωγές και χειροτέρευση του εμπορικού ισοζυγίου και του εξωτερικού χρέους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης που υπερκέρασε τους αρχικούς στόχους της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως, αυτοπαγιδεύθηκε στον ελεύθερο διεθνή ανταγωνισμό, αντί να προωθήσει συνεργατικές πολιτικές και στρατηγικές. Αυτές έχει ανάγκη για τη συνοχή και την ολοκλήρωσή της η ΕΕ και για την υπεράσπιση του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου που εκπροσωπεί και το οποίο δεν παύει να προβάλλει ως βασικό μέρος του σχεδίου για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Μπορεί να συμβιβαστεί η διαφύλαξη του ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας με την πολιτική των ανοικτών συνόρων και την παγκοσμιοποίηση; Τα πολύ διαφορετικά επίπεδα αναπτύξεως, όπως επίσης τα πολύ διαφορετικά συστήματα κοινωνικής προστασίας, ανατρέπουν άρδην τους όρους ισορροπίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η νέα αυτή κατάσταση, που εκφράζεται με περιοριστικές πολιτικές και με ανταγωνισμό για την εξασφάλιση της ευνοίας των αγορών και την προσέλκυση επενδύσεων, θα συρρικνώνει ολοένα το κοινωνικό κράτος. Η πολιτική αυτή θα οξύνει επίσης συνεχώς τις διαφορές και τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ, ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη, με κίνδυνο μεγάλης εσωτερικής κρίσεως. Οι αρχές πάνω στις οποίες βασίστηκε η εισαγωγή του κοινού νομίσματος καθιστούν σήμερα πολύ δύσκολη την εξεύρεση αποτελεσματικής λύσεως. Σε έκτακτες όμως καταστάσεις, που απειλούν την ίδια την ύπαρξη της Ευρωζώνης και κατ' επέκτασιν της ΕΕ, απαιτούνται και έκτακτες πολιτικές και αποφάσεις. Η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να ταυτίζεται με την ΕΕ, που είναι μια περιφερειακή ένωση. Είναι τόσο απλό και αυτονόητο. Το ίδιο απλή και αυτονόητη είναι η ανάγκη για την Ελλάδα να θυμηθεί, έστω και τώρα, ότι η διέξοδος στα προβλήματά της δεν είναι η άκρατη και άκριτη διεθνοποίηση και η αναμονή των ξένων επενδυτών, οι οποίοι θα ευδοκήσουν να έρθουν όταν θα έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες ευνοϊκές συνθήκες. Δεν υπάρχει λόγος να είναι κανείς αντίθετος στις σοβαρές και παραγωγικές ξένες επενδύσεις. Η Ελλάδα όμως έχει ανάγκη από εθνική αναπτυξιακή στρατηγική, έστω υπό τους δύσκολους όρους των ευρωπαϊκών συνθηκών και του τεράστιου χρέους. Θα πρέπει για τον σκοπό αυτόν να διαφυλάξει υπό τον έλεγχο του Δημοσίου στρατηγικούς μοχλούς, που θα της επιτρέψουν να προωθήσει μια εθνική στρατηγική ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, βασισμένων στην έρευνα, την καινοτομία και την τεχνολογία, παράλληλα με όσα πολλά άλλα που χρειάζεται να γίνουν. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.