του Θανάση Αργυράκη*
- Διαθέτει η Ελλάδα ποσότητες φυσικού αερίου που θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες της για χίλια χρόνια;
- Υπάρχει νοτίως της Κρήτης, στην ευρύτερη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, και κυρίως στις θαλάσσιες περιοχές της Κύπρου, της Αιγύπτου, του Ισραήλ και του Λιβάνου, ένα νέο ενεργειακό «Ελ Ντοράντο», το οποίο είναι σε θέση να «ταΐσει» όλη τη Δυτική Ευρώπη με φυσικό αέριο, δίχως να εισάγει ούτε για μια μέρα από τρίτες χώρες ενέργεια;
- Προωθεί το Ισραήλ, με βάση αυτά τα δεδομένα, υποθαλάσσιο αγωγό που θα «δένει» γεωπολιτικά και οικονομικά το Τελ Αβίβ, τη Λευκωσία, την Αθήνα και τη Ρώμη;
- Μπορεί, η χώρα μας εκμεταλλευόμενη τα κοιτάσματά της στη Μεσόγειο, το Ιόνιο, και στο Αιγαίο, όχι μόνον να πετάξει από πάνω της τον στενό «κορσέ» της τρόϊκας, αλλά και να ευημερήσει;
Τα ζητήματα αυτά αναλύθηκαν από την ελίτ των επιστημόνων και των ειδικών στα ενεργειακά, κατά τη διάρκεια διήμερου συνεδρίου που διοργάνωσε πρόσφατα το Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Κατά τον Γεωλόγο Πετρελαίων-Ενεργειακό Οικονομολόγο, Κωνσταντίνο Νικολάου, «η απάντηση στην ερώτηση, εάν η Ελλάδα έχει δυνατότητες ανακάλυψης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, είναι κατηγορηματικά θετική. Η Ελλάδα θεωρείται υποσχόμενη πλην όμως ανεξερεύνητη περιοχή, ιδίως σε βάθη κάτω από 3500 μ, στα βαθειά νερά αλλά και σε αβαθείς στόχους που υπόσχονται βιοαέριο». Ιδιαίτερα σημαντικές είναι επίσης οι επισημάνσεις των Ηλία Κονοφάγου, τέως γενικού διευθυντή των ΕΛΠΕ, και Αντώνη Φώσκολου, ομότιμου καθηγητή του Τμήματος Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης.
Μεταξύ των άλλων, τόνισαν ότι «ο υποθαλάσσιος χώρος που βρίσκεται μεταξύ Κύπρου–Ισραήλ–Αιγύπτου-Κρήτης θα μπορούσε να περικλείει συνολικά, αποδεδειγμένα και πιθανά αναμενόμενα προς ανακάλυψη και παραγωγή αποθέματα υδρογονανθράκων της τάξης των 15 τρισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων (m3). Εάν λάβουμε υπόψη ότι η Ευρώπη των 25 καταναλώνει σήμερα περί τα 500 δις.κυβικά μέτρα φυσικού αερίου το χρόνο, τα αποθέματα αυτά αντιπροσωπεύουν τις ανάγκες της για 30 χρόνια. Οι ετήσιες απαιτήσεις της Ελλάδας σε φυσικό αέριο ανέρχονται σε 3,4 δις.κυβικά, ενώ τα αποθέματα είναι περισσότερα από 3,5 τρισεκατομμύρια. Δηλαδή η Ελλάδα έχει αποθέματα για χίλια χρόνια, ή καλλίτερα έχουμε τεράστιες ποσότητες προς εξαγωγή».
Οι ίδιοι σημείωσαν ότι «νότια της Κρήτης, στην ονομαζόμενη «Λεκάνη του Ηροδότου», υπάρχουν τρείς ελπιδοφόρες περιοχές. Μία νότια της Γαύδου, μία νότια της Μεσσαράς και μία νοτιοανατολικά της Ιεράπετρας στην περιοχή της «Λεκάνης του Ηρόδοτου» που είναι πάρα πολύ ελκυστική». Τα κοιτάσματα αυτά, ουσιαστικά αποτελούν ένα κομμάτι μιας μεγάλης περιοχής, πλούσιας σε υδατάνθρακες, που εκτείνεται στους θαλάσσιους χώρους της Αιγύπτου, της Κύπρου, του Ισραήλ και του Λιβάνου, καθώς και προς Δυσμάς. Απαντες επίσης, συμφώνησαν ότι πολύ μεγάλα –και σαφώς μεγαλύτερα από αυτά του Αιγαίου- είναι τα κοιτάσματα στο Ιόνιο και νοτίως της Κρήτης. Αντιλαμβανόμενη λοιπόν, αυτά τα νέα δεδομένα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία «επεκτείνει» τις προκλήσεις της σε θαλάσσιες περιοχές ανάμεσα στην Κρήτη και την Κύπρο, και νοτίως της Κύπρου. Στο ίδιο πλαίσιο, εκτιμάται ότι εντάσσονται και οι συνεχείς προκλήσεις στο Καστελόριζο. Να σημειωθεί ότι η Άγκυρα έχει κάνει παραχωρήσεις για έρευνα σε περιοχές, σημαντικά κομμάτια των οποίων είναι εντός της ελληνικής και της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).
Το Ισραήλ θεωρεί νευραλγικής σημασίας τα κοιτάσματα στη Ν.Α. Μεσόγειο. Μάλιστα, όπως ανέφερε στο συνέδριο ο Κονοφάγος, ο πρόεδρος του Ισραήλ, Βενιαμίν Νετανιάχου, κατά την επίσκεψή του στη χώρα μας, φέτος στο μέσον του Αυγούστου, πρότεινε στον Έλληνα πρωθυπουργό την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού για τη διοχέτευση αυτών των κοιτασμάτων στην Ευρώπη. «Αυτός ο αγωγός που θα ξεκινά από την Χάϊφα του Ισραήλ, και που θα περνά νοτίως της Κύπρου, θα συνεχίζει μέσω του χερσαίου χώρου της Κρήτης, στα Κύθηρα και Αντικύθηρα, με κατεύθυνση Πάτρα, Αστακό, Ηγουμενίτσα, και κατάληξη στο Μπάρι της Ιταλίας. Ετσι, θα αξιοποιηθούν επίσης, και όλα τα κοιτάσματα της Δυτικής Ελλάδας (Ήπειρος και Ιόνιο). Είναι προφανές τέλος, ότι επενδύσεις από ξένα κεφάλαια δεν θα γίνουν αν οι ξένες εταιρείες δεν έχουν πρόσβαση στις Ευρωπαϊκές αγορές». Σε όλα αυτά τα σχέδια, βεβαίως, πρέπει να συνυπολογιστεί και η Αίγυπτος, ο θαλάσσιος χώρος της οποίας διαθέτει πολύ μεγάλα κοιτάσματα.
Εκτός από τα γεωπολιτικά δεδομένα, εξαιρετικά σημαντική είναι η οικονομική πλευρά. «Για την Ελλάδα –εξηγεί ο Α. Φώσκολος- τα οικονομικά οφέλη μόνο και μόνο από την εκμετάλλευση του ελληνικού τμήματος της «Λεκάνης του Ηροδότου», χωρίς να υπολογιστεί το Ιόνιο, είναι τεράστια. Ειδικότερα, το ακαθάριστο κέρδος υπολογίζεται στα 795 δις. δολλάρια. Μόνον το 20% των ακαθαρίστων εσόδων να πάρουν οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου, το οικονομικό όφελος ανέρχεται σε 159 με 212 δις. δολλάρια ανά χώρα. Επειδή, ακόμα, η διάρκεια ζωής ενός κοιτάσματος εκτιμάται στα 30-35 χρόνια, υπολογίζεται ότι το ετήσιο όφελος θα ανέρχεται στα 7,07 δισ.δολλάρια ετησίως. Με αυτά τα ποσά η Ελλάδα βγάζει όλα τα χρέη της». Παράλληλα, τονίζουν οι ειδικοί, έτσι «θα γίνει εφικτή στη χώρα μας η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από το φυσικό αέριο με κόστος κιλοβατώρας τουλάχιστον 2 φορές φθηνότερο από ότι μας δίνουν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ)».
Από την πλευρά του ο Κονοφάγος τονίζει: «Για την έρευνα και την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αργού πετρελαίου κα φυσικού αερίου στον Ελλαδικό χώρο η Ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να διαθέσει ούτε ένα ευρώ. Τα πάντα θα τα επωμισθούν οι ιδιωτικές εταιρείες. Άρα η οιαδήποτε ολιγωρία που αφορά το καθεστώς των παραχωρήσεων, αποβαίνει σε βάρος της Ελληνικής οικονομίας. Επιπροσθέτως, ατράνταχτα στοιχεία δείχνουν ότι οι γεωτρήσεις για την ανίχνευση, εντοπισμό και την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου δεν θα προκαλέσουν καμία οικολογική καταστροφή. Για όλα αυτά όμως, απαιτείται πολιτική βούληση, η οποία εδώ και δώδεκα χρόνια δεν υπήρξε».
Οι ειδικοί επίσης, εξηγούν ότι «αν και η Νορβηγική TGS-NOPEC, μια από τις μεγαλύτερες γεωφυσικές εταιρείες στον κόσμο, εξέφρασε το ενδιαφέρον της προς την Ελλάδα, ουδέποτε πήρε κάποια απάντηση». Τονίζουν επίσης, ότι «η Νορβηγική κυβέρνηση αγοράζει τα Ελληνικά ομόλογα και ότι η πολύ μεγάλη νορβηγική εταιρεία Statoil έχει πάρει από την Αιγυπτιακή κυβέρνηση την άδεια έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στο νότιο τμήμα της λεκάνης του Ηρόδοτου. Ακόμα, άλλη μια εταιρεία που είναι βέβαιον ότι θα ενδιαφερθεί, είναι η αμερικάνικη Noble Enterprise, η οποία έχει αναλάβει την έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων στο Ισραήλ, την Κύπρο και προσβλέπει και στο Λίβανο μόλις γίνουν οι παραχωρήσεις στον θαλάσσιο χώρο στις αρχές του 2011».
«Σε αντίθεση με την Κύπρο και το Ισραήλ, που προωθούν ταχύτατα την έρευνα και εκμετάλλευση στις περιοχές τους -υπογραμμίζουν οι ειδικοί- η χώρα μας δεν φαίνεται να έχει κάποια προτεραιότητα για την συστηματική προσέλκυση επενδύσεων σε αυτόν τον τομέα». Η Ελλάδα, τονίζει ο Κ. Νικολάου, «αποτελεί αρνητικό παράδειγμα, όπου η έλλειψη πολιτικής στα θέματα έρευνας πετρελαίου οδήγησε σε αδυναμία άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων και σε αμφισβητήσεις της ΑΟΖ, αλλά και των θαλασσίων συνόρων της. Από την κυριαρχία στο Αιγαίο πριν το 1974, κατέληξε στο πάγωμα κάθε δικαιώματος πέραν των 6 μιλίων. Η Κυπριακή Δημοκρατία αντίθετα, χρησιμοποιεί τις έρευνες πετρελαίου για να τονίσει την υπόστασή της και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Τέλος η χρησιμοποίηση της έννοιας της ΑΟΖ, θα ευνοούσε την Ελλάδα».
Ο Α. Φώσκολος, πάντως, είναι κατηγορηματικός. «Τα αποθέματα των υδρογονανθράκων της Ελλάδας και Κύπρου –λέγει- είναι αποθέματα της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δεν μπορεί να τα «παζαρεύει» με την Τουρκία εν αγνοία της ΕΕ». Κατά τον ίδιον δε, οι προτάσεις είναι απλές: «1.Προχωρούμε στην έκδοση ΦΕΚ που καθορίζει την Ελληνική ΑΟΖ. 2.Προχωρούμε στις γεωφυσικές έρευνες σε όλη την Δυτική Ελλάδα, Ιόνιο και Κρήτη. 3.Αμέσως μετά, προχωρούμε σε παραχωρήσεις έρευνας κοιτασμάτων υδρογονανθράκων» Και καταλήγει: «Αυτά έπραξε η Κυπριακή κυβέρνηση και έγραψε τις αντιδράσεις της Τουρκίας στα παλιά της τα παπούτσια. Εμείς δεν έχουμε τα κότσια;»
Από την πλευρά του, ο Νικολάου υπογραμμίζει: «Οι έρευνες πετρελαίου συνδέονται με την άσκηση εθνικής κυριαρχίας κυρίως σε μη οριοθετημένες ή αμφισβητούμενες θαλάσσιες περιοχές, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Οι έρευνες πετρελαίου μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε άσκηση πολιτικής κατοχύρωσης ή αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η Τουρκία αποτελεί το τέλειο παράδειγμα διαχρονικής χρήσης των ερευνών πετρελαίου και της κρατικής της εταιρείας πετρελαίου, για άσκηση πολιτικής ενίσχυσης και κατοχύρωσης της δικής της κυριαρχίας ή αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων άλλων χωρών. Αυτό έγινε και γίνεται κατά κόρον σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου».
Πολύ περισσότερο, σημειώνει, «η απουσία πολιτικής βούλησης για την επαναδραστηριοποίηση των ερευνών είναι εμφανής». Και καταλήγει, λέγοντας ότι υπάρχει μεγάλη αναγκαιότητα για ίδρυση αρμόδιου κρατικού φορέα. «Απαιτείται –λέγει- η ίδρυση ολιγομελούς κρατικού φορέα (ανεξάρτητη κρατική εταιρία ή ειδική γραμματεία στο υπουργείο Ενέργειας) για να υπάρξει επανεκκίνηση. Ο φορέας αυτός θα πρέπει βασικά να μπορεί να αξιολογεί το πετρελαιοδυναμικό, να προπαρασκευάζει και να διεξαγάγει διαγωνισμούς παραχωρήσεων, να αξιολογεί τις προσφορές και να εισηγείται τις αναθέσεις στην κυβέρνηση. Ακολούθως θα πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει τις εργασίες των αναδόχων. Να σημειωθεί ότι από το 2000 η αγορά έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων στην Ελλάδα είναι κλειστή. Σε αυτό συνετέλεσε η ανυπαρξία κρατικού φορέα ικανού να χειριστεί τα σύνθετα προβλήματα των ερευνών υδρογονανθράκων. Η συγχώνευση (και εξαφάνιση) το 1998 της ΔΕΠ-ΕΚΥ, στην «Ελληνικά Πετρέλαια ΑΕ», η οποία ιδιωτικοποιήθηκε στη συνέχεια, έδρασε καθοριστικά στην παύση των ερευνών».
*ΠΗΓΗ: ''Ελεύθερος Τύπος'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.