Του Κώστα Ράπτη
Κυβέρνηση που να στηρίζεται στους νέους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς η Τουρκία δεν έχει αποκτήσει ακόμη – και παραμένει προς το παρόν αδιευκρίνιστο αν το μέλλον επιφυλάσσει κυβέρνηση συνεργασίας (και ποια) ή νέα προσφυγή στις κάλπες. Όμως θεωρείται ήδη βέβαιο ότι το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουνίου θα έχει σε κάθε περίπτωση σαφή αντίκτυπο στην τουρκική εξωτερική πολιτική.
Οι μεσανατολικοί τυχοδιωκτισμοί των κυβερνήσεων Erdoğan και Davutoğlu , με αποκορύφωμα την έμμεση στήριξη προς τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους ενώ αυτοί πολιορκούσαν την πόλη Κομπάνι της τρουρκο-συριακής μεθορίου, υπήρξαν καθοριστικός παράγοντας για την απώλεια της αυτοδυναμίας, καθώς συνέβαλαν στην αποξένωση του κουρδικού στοιχείου και την μετακίνηση του 5% του εκλογικού σώματος από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης προς το φιλοκουρδικό Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών.
(Η πολιτική ενδυνάμωση των Κούρδων έχει ήδη τις πρώτες της επιπτώσεις, καθώς ο στρατός ανησυχεί και οι συνοριακοί έλεγχοι για την αποτροπή του λαθρεμπορίου με τις κουρδικές επαρχίες γειτονικών χωρών έχουν ενταθεί).
Είναι χαρακτηριστικό ότι η εκλογική αναμέτρηση πλαισιώθηκε αφενός από την προεκλογική δίωξη της εφημερίδας Cumhuriyet για τη δημοσίευση φωτογραφιών φορτηγών των τουρκικών μυστικών που φέρονται να μετέφεραν οπλισμό προς του αντάρτες της Συρίας και αφετέρου από την τοποθέτηση Obama στη Σύνοδο της G7, όπου ο Αμερικανός ηγέτης για πρώτη φορά εξέφρασε, έστω και με διπλωματικές διατυπώσεις, την ενόχληση της Ουάσιγκτον για την αδυναμία (ή μάλλον απροθυμία) της Άγκυρας να σφραγίσει τη σύνορά της στη διέλευση εθελοντών τζιχαντιστών προς τη Συρία. Όσο για τις τουρκο-αμερικανικές διαπραγματεύσεις σχετικά με τη διάθεση της αεροπορικής βάσης του Incrlik στον διεθνή συνασπισμό κατά του Ισλαμικού Κράτους και την εκπαίδευση επί τουρκικού εδάφους μαχητών της συριακής αντιπολίτευσης – ακόμη εκκρεμούν, καθώς η τουρκική πλευρά επιθυμεί η όποια δράση να περιλαμβάνει και τον στόχο της "άλλαγής καιθεστώτος” στη Δαμασκό.
Ένας από τους πρώτους όρους που θέτει το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα προτού καν αρχίσουν με τρόπο συστηματικό οι συνομιλίες για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης είναι η αλλαγή πορείας στη Μέση Ανατολή, με στόχο μια ειρηνική επίλυση της συριακής κρίσης σε συνεργασία και με τη Δαμασκό και την Τεχεράνη. Μιλώντας στην κυριακάτικη Zaman ο βουλευτής του κόμματος και πρώην διπλωμάτης Faruk Loğoğlu ζήτησε "ριζική αλλαγή” στην περιφερειακή πολιτική, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την Συρία, αλλά και το Ιράκ, την Αίγυπτο, την Λιβύη, την Υεμένη με πριμοδότηση της μη ανάμιξης στα εσωτερικά των γειτονικών κρατών και με στόχο μια στενότερη συνεργασία Άγκυρας, Καΐρου και Τεχεράνης για την σταθεροποίηση της περιοχής.
Αλλά και στο εσωτερικό των "ισλαμοδημοκρατών” οι διαφωνίες με την έως τώρα ακολουθούμενη πολιτική εκφράζονται πιο ελεύθερα. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Yaşar Yakış διέκρινε "τεράστιες ευκαιρίες” αναθεώρησης της τουρκικής μεσανατολικής πολιτικής στο τοποίο που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές. Ο δε σύμβουλος Τύπου επί 12 χρόνια του πρώην προέδρου της Δημοκρατίας Abdullah Gül, Ahmet Sever σε βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε αποκαλύπτει ότι ο συνιδρυτής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης επανειλημμένα είχε εκφράσει την άποψη ότι οι Tayyip Erdoğan και Ahmet Davutoğlu ενεργούσαν σαν να ήταν ηγέτες της Συρίας ή της Αιγύπτου, προς βλάβην των τουρκικών συμφερόντων.
Το αν η προεξοφλούμενη στροφή πρόκειται όντως να υλοποιηθεί εξαρτάται από πολλούς παράγοντες – συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας του Tayyip Erdoğan (ο οποίος αποδυναμώθηκε αλλά κάθε άλλο παρά παραγκωνίσθηκε) να προσαρμοστεί σε έναν νέο ρόλο.
Οι περιφερειακοί παίκτες πάντως παρακολουθούν με ενδιαφέρον. Η Σαουδική Αραβία του βασιλιά Salman θα πρέπει να συγκαταλεχθεί στους χαμένους, καθώς μόλις τους τελευταίους μήνες πριν από τις εκλογές η Άγκυρα και το Ριάντ ξεπέρασαν την ψυχρότητα που δημιουργούσε η τουρκική στήριξη προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και συνέκλιναν σε μία πολιτική εντονότερης στήριξης των ίδιων αντικαθεστωτικών σχηματισμών στη Συρία, με ορατό αποτέλεσμα την προέλασή τους στο βόρειο Μέτωπο. Η Δαμασκός φέρεται ότι προγραμμάτιζε την αντεπίθεσή της για μετά τις τουρκικές εκλογές – αλλά ήδη μπορεί να αισθάνεται εν μέρει ανακουφισμένη.
Το Ιράν τηρεί στάση αναμονής, τρέφοντας πάντως πολλές προσδοκίες. Αλλά και το Ισραήλ προσβλέπει στην "απόψυξη” των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων – έχοντας κυρίως κατά νού ότι βρίσκονται πολύ κοντά στον Erdoğan τα επιχειρηματικά συμφέροντα που επιδιώκουν την μεταφορά των υδρογοναθράκων της Ανατολικής Μεσογείου στην Τουρκία μέσω υποθαλάσσιου αγωγού. Οι ισραηλινοί ιθύνοντες απέφυγαν να σχολιάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουνίου – εξαιρουμένου του πρώην προέδρου της Δημοκρατίας Shimon Peres (ο οποίος το 2009 στο Davos βρέθηκε στο στόχαστρο του πρώτου θεαματικού αντι-ισραηλινού ξεσπάσματος του Erdoğan). Σύμφωνα με τον Peres o Erdoğan απέτυχε στην προσπάθειά του να μετατρέψει την Τουρκία σε "νέο Ιράν”, διότι δύο Ιράν δεν μπορεί να τα αντέξει η περιοχή.
Τυχόν στροφή της Άγκυρας σε ηπιότερη στάση στην συριακή κρίση θα διευκόλυνε και τις ρωσο-τουρκικές σχέσεις, στον βαθμό μάλιστα που η Μόσχα εργάζεται για να συγκεντρώσει εκ νέου την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση της Συρίας στο ίδιο τραπέζι. Κατά τα λοιπά, όμως, ο Vladimir Putin εκδηλώνει ήδη εμφανή εκνευρισμό, καθώς η πολιτική αλλαγή στην Τουρκία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο το αγαπημένο του Project του αγωγού Turkish Stream. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ρώσος πρόεδρος συνεχάρη τηλεφωνικά τον (τυπικά υπερκομματικό) Τούρκο ομόλογό του για την πρωτιά του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στις εκλογές, προκαλώντας πολλά σχόλια, ενώ οι δύο άνδρες είχαν την ευκαιρία να συνομιλήσουν για τα ενεργειακά και τη Συρία στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, όπου μετέβησαν για την έναρξη των Πανευρωπαϊκών Αγώνων. Αμφότεροι έσπευσαν να σχολιάσουν την απουσία ηγετών της Ε.Ε. (λόγω των καταγγελιών για τις δημοκρατικές επιδόσεις του Αζέρου ηγέτη Aliyev).