Του Κώστα Ράπτη
Όσο προκλητική υπήρξε η έκδοση από την Τουρκία αγγελίας με την οποία δεσμευόταν μεγάλο τμήμα του βόρειου Αιγαίου εντός του FIR για αεροπορικές ασκήσεις με πραγματικά πυρά μέχρι το τέλος του 2015, τόσο ταχεία υπήρξε η ανάκλησή της, μετά τα έντονα διαβήματα της ελληνικής πλευράς στο ΝΑΤΟ, τον ICAO και τον ΟΗΕ.
Την αναδίπλωση επιτάχυναν ασφαλώς ακρότητες όπως η συμπερίληψη στην αρχική ΝΟΤΑΜ ακόμη και εναέριας περιοχής πάνω από έδαφος της Λήμνου (γεγονός που θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί σε αβλεψία), όμως ο καθοριστικός παράγοντας ήταν ασφαλώς η αντίδραση του διεθνούς και δη του ατλαντικού παράγοντα. Γεγονός που υπενθυμίζει την καχυποψία που συναντά μεταξύ των συμμάχων της στην παρούσα φάση η Τουρκία – περισσότερο και από την καταχρεωμένη Ελλάδα.
Στον τουρκικό Τύπο μπορεί κανείς να συναντήσει σκωπτικά σχόλια, όπου το “στρατηγικό βάθος” της Τουρκίας υπολογίζεται στα... 180 μέτρα – όση και η απόσταση που έχει από τα τουρκο-συριακά σύνορα ο νέος χώρος ταφής του γενάρχη της οθωμανικής δυναστείας Süleyman Şah, μετά την επιχείρηση του περασμένου Σαββατοκύριακου για την εκκένωση του απειλούμενου από τζιχαντιστές μνημείου του.
Η πραγματικότητα, πάντως, είναι ότι η γειτονική χώρα διανύει περίοδο μεγάλης εσωστρέφειας, με αποτέλεσμα το αποτύπωμά της στις διεθνείς εξελίξεις να γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτο.
Η Τουρκία της παρούσης, είναι μια εξαιρετικά πολωμένη χώρα, όπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την προσπάθεια του Tayyip Erdoğan να μετατρέψει το πολίτευμα σε προεδρικό (δια της κατάκτησης από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αυξημένης πλειοψηφίας 400 εδρών στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές), γύρω από τη “μάχη” των κυβερνώντων με το “παράλληλο κράτος” του ιεροκήρυκα Fethullah Gülen, τον νόμο περί ασφαλείας που γεννά φόβους ανάδυσης ενός αστυνομικού κράτους, την διαδικασία ρύθμισης του Κουρδικού που βρίσκεται σε λεπτή φάση, και τις σχεδόν καθημερινές καταγγελίες του Τούρκου προέδρου ότι η κεντρική τράπεζα και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης “προδίδουν” τα συμφέροντα της χώρας και εργάζονται υπέρ του “λόμπι των επιτοκίων”. Σε ένα τέτοιο τοπίο, δεν ευνοείται το άνοιγμα περπατησιάς στη διεθνή σκηνή.
Πώς τοποθετείται λ.χ. η Τουρκία στην προοπτική εξομάλυνσης των σχέσεων του Ιράν με τη Δύση, μέσω των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό του πρόγραμμα; Και πώς αντιμετωπίζει την ουκρανική κρίση που κυριαρχεί το τελευταίο διάστημα στη διεθνή επικαιρότητα; Και στις δύο περιπτώσεις επικρατεί διακριτική σιωπή – ή μάλλον η επιλογή να διασωθούν (εν μέσω μεγάλης οικονομικής δοκιμασίας, παρά τη μείωση της τιμής του πετρελαίου) οι εμπορικές σχέσεις της Τουρκίας με σημαντικούς γείτονες, παραμερίζοντας τα θέματα “μεγάλης πολιτικής”.
Η Άγκυρα, έτσι, στέκει ως παρατηρητής στην προοπτική υποβάθμισης του στρατηγικού της ρόλου, λόγω εξόδου του Ιράν από τη διεθνή απομόνωση, ή παραμερίζει, χάριν του αγωγού φυσικού αερίου Turk Stream, τις τεράστιες αποκλίσεις της με τη Μόσχα ως προς το μέλλον της Συρίας – και βέβαια προσπερνά τις καταγγελίες των ομογενών της Τατάρων της Κριμαίας, όπως άλλωστε εγκατέλειψε τον ρόλο του προστάτη των τουρκογενών Ουιγούρων του Σιντζιάνγκ, μπροστά στο δέλεαρ των ενισχυμένων συναλλαγών με το Πεκίνο.
Στον δε αραβικό κόσμο, επί του οποίου φαντάστηκε προς στιγμήν ότι θα ηγεμονεύσει, η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με την εχθρότητα του Καϊρου και της διεθνώς αναγνωρισμένης λιβυκής κυβέρνησης, αλλά και με την... αντοχή του καθεστώτος του Bashar al-Assad στη Συρία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συμφωνία που μόλις υπογράφηκε με τις ΗΠΑ, μετά από πολλούς μήνες διαπραγματεύσεων, για την εκπαίδευση Σύρων αντικαθεστωτικών επί τουρκικού εδάφους, ήδη ερμηνεύεται διαφορετικά από τις δύο πλευρές, καθώς η Ουάσιγκτον επιμένει ότι ο ρόλος όσων στρατολογηθούν θα είναι να υπερασπισθούν τις κοινότητές τους και να καταπολεμήσουν το Ισλαμικό Κράτους, αποκλειομένων των επιχειρήσεων για “αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό”.
Αποτελεί πάντως κοινό μυστικό ότι οι κινήσεις της Τουρκίας στην περιοχή επίσης προσδιορίζονται πρωτίστως από εσωτερικά κριτήρια, δηλ. την ανάγκη να αποτραπεί, όπως το διακήρυξε ο Erdoğan, η επανάληψη του “ιρακινού προηγουμένου” στη Συρία, ήτοι η δημιουργία μιας αυτόνομης κουρδικής οντότητας. Ο έλεγχος από ισλαμιστές αντάρτες των περιοχών ανάμεσα στα τρία κουρδικά “καντόνια” του Αφρίν, του Κομπάνι και της Τζαζίρα, εξυπηρετούν αυτό τον στόχο.
Μάλιστα, ο Εθνικός Διευθυντής Πληροφοριών των ΗΠΑ James Clapper σε ακρόασή του ενώπιον της Επιτροπής Στρατιωτικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας στις ΗΠΑ στις 27 Φεβρουαρίου δήλωσε με νόημα ότι δεν προβλέπει μεγαλύτερη εμπλοκή της Άγκυρας στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους, διότι “η Τουρκία έχει άλλες προτεραιότητες και άλλα συμφέροντα”.
Αν σε αυτό το περιβάλλον η Άγκυρα έχει την πολυτέλεια για τυχοδιωκτισμούς στο Αιγαίο και την ελπίδα να βρει την κατανόηση του αμερικανικού παράγοντα σε οτιδήποτε βαραίνει την ατζέντα στην φυσική συνέχεια της Μαύρης Θάλασσας είναι ερώτημα μάλλον ρητορικό.
Την αναδίπλωση επιτάχυναν ασφαλώς ακρότητες όπως η συμπερίληψη στην αρχική ΝΟΤΑΜ ακόμη και εναέριας περιοχής πάνω από έδαφος της Λήμνου (γεγονός που θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί σε αβλεψία), όμως ο καθοριστικός παράγοντας ήταν ασφαλώς η αντίδραση του διεθνούς και δη του ατλαντικού παράγοντα. Γεγονός που υπενθυμίζει την καχυποψία που συναντά μεταξύ των συμμάχων της στην παρούσα φάση η Τουρκία – περισσότερο και από την καταχρεωμένη Ελλάδα.
Στον τουρκικό Τύπο μπορεί κανείς να συναντήσει σκωπτικά σχόλια, όπου το “στρατηγικό βάθος” της Τουρκίας υπολογίζεται στα... 180 μέτρα – όση και η απόσταση που έχει από τα τουρκο-συριακά σύνορα ο νέος χώρος ταφής του γενάρχη της οθωμανικής δυναστείας Süleyman Şah, μετά την επιχείρηση του περασμένου Σαββατοκύριακου για την εκκένωση του απειλούμενου από τζιχαντιστές μνημείου του.
Η πραγματικότητα, πάντως, είναι ότι η γειτονική χώρα διανύει περίοδο μεγάλης εσωστρέφειας, με αποτέλεσμα το αποτύπωμά της στις διεθνείς εξελίξεις να γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτο.
Η Τουρκία της παρούσης, είναι μια εξαιρετικά πολωμένη χώρα, όπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την προσπάθεια του Tayyip Erdoğan να μετατρέψει το πολίτευμα σε προεδρικό (δια της κατάκτησης από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αυξημένης πλειοψηφίας 400 εδρών στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές), γύρω από τη “μάχη” των κυβερνώντων με το “παράλληλο κράτος” του ιεροκήρυκα Fethullah Gülen, τον νόμο περί ασφαλείας που γεννά φόβους ανάδυσης ενός αστυνομικού κράτους, την διαδικασία ρύθμισης του Κουρδικού που βρίσκεται σε λεπτή φάση, και τις σχεδόν καθημερινές καταγγελίες του Τούρκου προέδρου ότι η κεντρική τράπεζα και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης “προδίδουν” τα συμφέροντα της χώρας και εργάζονται υπέρ του “λόμπι των επιτοκίων”. Σε ένα τέτοιο τοπίο, δεν ευνοείται το άνοιγμα περπατησιάς στη διεθνή σκηνή.
Πώς τοποθετείται λ.χ. η Τουρκία στην προοπτική εξομάλυνσης των σχέσεων του Ιράν με τη Δύση, μέσω των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό του πρόγραμμα; Και πώς αντιμετωπίζει την ουκρανική κρίση που κυριαρχεί το τελευταίο διάστημα στη διεθνή επικαιρότητα; Και στις δύο περιπτώσεις επικρατεί διακριτική σιωπή – ή μάλλον η επιλογή να διασωθούν (εν μέσω μεγάλης οικονομικής δοκιμασίας, παρά τη μείωση της τιμής του πετρελαίου) οι εμπορικές σχέσεις της Τουρκίας με σημαντικούς γείτονες, παραμερίζοντας τα θέματα “μεγάλης πολιτικής”.
Η Άγκυρα, έτσι, στέκει ως παρατηρητής στην προοπτική υποβάθμισης του στρατηγικού της ρόλου, λόγω εξόδου του Ιράν από τη διεθνή απομόνωση, ή παραμερίζει, χάριν του αγωγού φυσικού αερίου Turk Stream, τις τεράστιες αποκλίσεις της με τη Μόσχα ως προς το μέλλον της Συρίας – και βέβαια προσπερνά τις καταγγελίες των ομογενών της Τατάρων της Κριμαίας, όπως άλλωστε εγκατέλειψε τον ρόλο του προστάτη των τουρκογενών Ουιγούρων του Σιντζιάνγκ, μπροστά στο δέλεαρ των ενισχυμένων συναλλαγών με το Πεκίνο.
Στον δε αραβικό κόσμο, επί του οποίου φαντάστηκε προς στιγμήν ότι θα ηγεμονεύσει, η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με την εχθρότητα του Καϊρου και της διεθνώς αναγνωρισμένης λιβυκής κυβέρνησης, αλλά και με την... αντοχή του καθεστώτος του Bashar al-Assad στη Συρία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συμφωνία που μόλις υπογράφηκε με τις ΗΠΑ, μετά από πολλούς μήνες διαπραγματεύσεων, για την εκπαίδευση Σύρων αντικαθεστωτικών επί τουρκικού εδάφους, ήδη ερμηνεύεται διαφορετικά από τις δύο πλευρές, καθώς η Ουάσιγκτον επιμένει ότι ο ρόλος όσων στρατολογηθούν θα είναι να υπερασπισθούν τις κοινότητές τους και να καταπολεμήσουν το Ισλαμικό Κράτους, αποκλειομένων των επιχειρήσεων για “αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό”.
Αποτελεί πάντως κοινό μυστικό ότι οι κινήσεις της Τουρκίας στην περιοχή επίσης προσδιορίζονται πρωτίστως από εσωτερικά κριτήρια, δηλ. την ανάγκη να αποτραπεί, όπως το διακήρυξε ο Erdoğan, η επανάληψη του “ιρακινού προηγουμένου” στη Συρία, ήτοι η δημιουργία μιας αυτόνομης κουρδικής οντότητας. Ο έλεγχος από ισλαμιστές αντάρτες των περιοχών ανάμεσα στα τρία κουρδικά “καντόνια” του Αφρίν, του Κομπάνι και της Τζαζίρα, εξυπηρετούν αυτό τον στόχο.
Μάλιστα, ο Εθνικός Διευθυντής Πληροφοριών των ΗΠΑ James Clapper σε ακρόασή του ενώπιον της Επιτροπής Στρατιωτικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας στις ΗΠΑ στις 27 Φεβρουαρίου δήλωσε με νόημα ότι δεν προβλέπει μεγαλύτερη εμπλοκή της Άγκυρας στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους, διότι “η Τουρκία έχει άλλες προτεραιότητες και άλλα συμφέροντα”.
Αν σε αυτό το περιβάλλον η Άγκυρα έχει την πολυτέλεια για τυχοδιωκτισμούς στο Αιγαίο και την ελπίδα να βρει την κατανόηση του αμερικανικού παράγοντα σε οτιδήποτε βαραίνει την ατζέντα στην φυσική συνέχεια της Μαύρης Θάλασσας είναι ερώτημα μάλλον ρητορικό.
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.