Δάφνη Πασχάλη
Εβδομήντα χρόνια μετά, η Ελλάδα δεν ξέρει ούτε πόσα αρχαία κλάπηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής ούτε πού βρίσκονται σήμερα. Η αναποτελεσματικότητα της δημόσιας μηχανής σε όλο της το μεγαλείο
«Πόσα είναι τα αρχαία που μας έκλεψαν οι Γερμανοί;»
«8.500».
«Και γιατί να είναι 8.500» ;
«Πόσα να είναι» ;
«Να είναι 5.000».
«4.800 είναι μονάχα τα κομμάτια από τη λαθρανασκαφή στα νεολιθικά της Θεσσαλίας…».
Την «κολοκυθιά» παίζει η Ελλάδα σχεδόν 70 χρόνια τώρα, προσπαθώντας να βγάλει άκρη ως προς το πόσες αρχαιότητές της κλάπηκαν ή καταστράφηκαν από τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Στην αρχαιολογική υπηρεσία δεν υπάρχει κάποια διεύθυνση ή, έστω, τμήμα ή υπάλληλος, που να γνωρίζει τι ακριβώς από όσα έχουν καταγραφεί ότι άρπαξαν τα στρατεύματα κατοχής έχουν επιστρέψει και τι όχι, ώστε να εξακολουθήσει η αναζήτηση.
Ο ακριβής αριθμός δεν είναι το μόνο που αγνοεί η Ελλάδα. Εκατοντάδες αρχαιότητες που διηρπάγησαν από τους κατοχικούς στρατούς, δεν γνωρίζουμε καν σε ποια χέρια βρίσκονται. Ως λάφυρα πολέμου κατασχέθηκαν από τους αντιπάλους ή πωλήθηκαν από τους στρατιώτες κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου. Άντε να τα βρει κανείς, τώρα…
Εν πάση περιπτώσει, για να σταθούμε μονάχα στα καταγεγραμμένα, δεν γνωρίζουμε τι από όσα οι αρχαιολόγοι εκείνης της εποχής μαρτυρούν, έχει επιστραφεί ή όχι. Διότι, όπως φαίνεται, στην Ελλάδα δεν υπάρχει συνέχεια στη δημόσια διοίκηση ούτε όταν πρόκειται για εθνικά θέματα. Τόσα χρόνια μετά, ουδείς εκ των αρχαιολόγων, αρχαιοφυλάκων, συντηρητών κ.λπ. που προστάτεψαν με κίνδυνο της ζωής τους τις αρχαιότητες ή έκαναν τις καταγραφές κλοπών, καταστροφών, λαθρανασκαφών, βρίσκεται πλέον εν ζωή ώστε να υπάρξει νέα μαρτυρία.
Η Διεύθυνση Αρχαιοτήτων ζητάει καταγραφή
Εξήντα εννέα χρόνια μετά την αναχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από την Ελλάδα, η Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων ζήτησε την καταγραφή όλων όσα είχαν κλαπεί τότε από μουσεία και αρχαιολογικές αποθήκες. Η γενική διευθύντρια Μαρία Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη διαβεβαιώνει ότι δεν υπήρξε άνωθεν εντολή, ήταν μια ιδέα της με αφορμή πάντως την επικαιρότητα περί γερμανικών αποζημιώσεων. Εκτός από εγκυκλίους που στάλθηκαν τον Φεβρουάριο στις περιφερειακές υπηρεσίες, ζητήθηκε από τη γενική γραμματέα Πολιτισμού και η συμμετοχή του Αρχείου Μνημείων.
Εκεί είναι δυνατόν να εντοπισθούν επιστολές των στελεχών της αρχαιολογικής υπηρεσίας προς τις κατοχικές αρχές για κλοπές ή καταστροφές, έγγραφα για επιστροφές αρχαίων από τη Γερμανία και την Ιταλία (ύστερα από προσωπική ανάμειξη των διευθυντών Σπυρίδωνος Μαρινάτου και Ιωάννη Παπαδημητρίου, αντιστοίχως), διαμαρτυρίες για λαθραίες ανασκαφές κ.ά.
Η μοναδική τεκμηριωμένη και αρκετά αναλυτική έκθεση εκδόθηκε το 1946 από το τότε υπουργείο Παιδείας, με τίτλο «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής». Την έρευνα έκαναν οι σπουδαίοι αρχαιολόγοι Χρήστος Καρούζος, Ιωάννης Μηλιάδης, Γρηγόριος Ανδρουτσόπουλος, Νικόλαος Ζαφειρόπουλος, Μαρίνος Καλλιγάς. Ο υπουργός Α. Παπαδήμος διευκρίνιζε πάντως στον πρόλογό του ότι ο κατάλογος δεν ήταν πλήρης, καθώς η έρευνα δεν είχε περιλάβει όλη την επικράτεια, λόγω ελλείψεως προσωπικού. Ο ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος, γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών και της Αρχαιολογικής Εταιρείας αλλά και συγγραφέας του βιβλίου «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944» έχει επανειλημμένως πει ότι σχεδόν το σύνολο αυτών των αρχαίων έχει επιστραφεί.
«Άπαξ κλεμμένα, εσαεί κλεμμένα»
Το μυστήριο λοιπόν βαίνει προς τη λύση του. Αναζητούνται όμως οι πρακτικές που θα ακολουθήσει το υπουργείο, αλλά και ολόκληρη η κυβέρνηση. Διότι τα δύο είναι εντελώς ξεχωριστά. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, το υπουργείο Πολιτισμού μπορεί και υποχρεούται να ζητήσει την επιστροφή των καταγεγραμμένων αρχαίων που θα εντοπισθούν στην αλλοδαπή. Είτε σε αρχαιολογικά ιδρύματα είτε σε οίκους δημοπρασιών κ.λπ. Ακόμη και σε ιδιωτική συλλογή να εντοπισθούν, μπορούμε να τα διεκδικήσουμε και είναι πολύ πιθανό ότι θα δικαιωθούμε. Εδώ δεν ισχύει η παραγραφή, όπως λέει νομικός που γνωρίζει πολύ καλά τον χώρο του πολιτισμού, «άπαξ κλεμμένα, εσαεί κλεμμένα». Όπως μας λέει άλλος νομικός, εξίσου γνώστης των θεμάτων του πολιτισμού, από τη στιγμή που υπάρχει η καταγραφή του 1946, μπορούμε να διεκδικήσουμε αποζημιώσεις για ό,τι από τα καταγεγραμμένα δεν βρεθεί. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και αν βρούμε πρόσθετα τεκμήρια για αρχαιότητες που δεν είχαν καταγραφεί τότε. Αυτή όμως είναι μια κίνηση που πρέπει να γίνει με τη συμφωνία της κυβέρνησης. Θα υπάρξει άραγε; Ή τα αρχαία θα μπουν στο επίκεντρο της συζήτησης ως μοχλός πίεσης για τις γερμανικές αποζημιώσεις και μετά θα ξεχαστούν;
Η τελευταία περίπτωση είναι η χειρότερη. Όπου έχουν γίνει λαθραίες ανασκαφές, είναι αδύνατον να εντοπισθούν και να ζητηθούν πίσω. Εκτός αν εκείνοι που τα κατέχουν τα επιστρέψουν οικειοθελώς. Όπως θα γίνει τον Ιούνιο με 4.800 νεολιθικά όστρακα, προϊόν γερμανικής παράνομης ανασκαφής σε μαγούλα της Θεσσαλίας κοντά στον Βόλο. Το σύνολο εντοπίσθηκε στο Pfahlbaumuseum της Γερμανίας από τον διευθυντή του, που το 2010 ενημέρωσε το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού...
http://www.topontiki.gr/article/53557/Rotame-tous-kleftes-pou-einai-ta-lafura
«Πόσα είναι τα αρχαία που μας έκλεψαν οι Γερμανοί;»
«8.500».
«Και γιατί να είναι 8.500» ;
«Πόσα να είναι» ;
«Να είναι 5.000».
«4.800 είναι μονάχα τα κομμάτια από τη λαθρανασκαφή στα νεολιθικά της Θεσσαλίας…».
Την «κολοκυθιά» παίζει η Ελλάδα σχεδόν 70 χρόνια τώρα, προσπαθώντας να βγάλει άκρη ως προς το πόσες αρχαιότητές της κλάπηκαν ή καταστράφηκαν από τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Στην αρχαιολογική υπηρεσία δεν υπάρχει κάποια διεύθυνση ή, έστω, τμήμα ή υπάλληλος, που να γνωρίζει τι ακριβώς από όσα έχουν καταγραφεί ότι άρπαξαν τα στρατεύματα κατοχής έχουν επιστρέψει και τι όχι, ώστε να εξακολουθήσει η αναζήτηση.
Ο ακριβής αριθμός δεν είναι το μόνο που αγνοεί η Ελλάδα. Εκατοντάδες αρχαιότητες που διηρπάγησαν από τους κατοχικούς στρατούς, δεν γνωρίζουμε καν σε ποια χέρια βρίσκονται. Ως λάφυρα πολέμου κατασχέθηκαν από τους αντιπάλους ή πωλήθηκαν από τους στρατιώτες κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου. Άντε να τα βρει κανείς, τώρα…
Εν πάση περιπτώσει, για να σταθούμε μονάχα στα καταγεγραμμένα, δεν γνωρίζουμε τι από όσα οι αρχαιολόγοι εκείνης της εποχής μαρτυρούν, έχει επιστραφεί ή όχι. Διότι, όπως φαίνεται, στην Ελλάδα δεν υπάρχει συνέχεια στη δημόσια διοίκηση ούτε όταν πρόκειται για εθνικά θέματα. Τόσα χρόνια μετά, ουδείς εκ των αρχαιολόγων, αρχαιοφυλάκων, συντηρητών κ.λπ. που προστάτεψαν με κίνδυνο της ζωής τους τις αρχαιότητες ή έκαναν τις καταγραφές κλοπών, καταστροφών, λαθρανασκαφών, βρίσκεται πλέον εν ζωή ώστε να υπάρξει νέα μαρτυρία.
Η Διεύθυνση Αρχαιοτήτων ζητάει καταγραφή
Εξήντα εννέα χρόνια μετά την αναχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από την Ελλάδα, η Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων ζήτησε την καταγραφή όλων όσα είχαν κλαπεί τότε από μουσεία και αρχαιολογικές αποθήκες. Η γενική διευθύντρια Μαρία Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη διαβεβαιώνει ότι δεν υπήρξε άνωθεν εντολή, ήταν μια ιδέα της με αφορμή πάντως την επικαιρότητα περί γερμανικών αποζημιώσεων. Εκτός από εγκυκλίους που στάλθηκαν τον Φεβρουάριο στις περιφερειακές υπηρεσίες, ζητήθηκε από τη γενική γραμματέα Πολιτισμού και η συμμετοχή του Αρχείου Μνημείων.
Εκεί είναι δυνατόν να εντοπισθούν επιστολές των στελεχών της αρχαιολογικής υπηρεσίας προς τις κατοχικές αρχές για κλοπές ή καταστροφές, έγγραφα για επιστροφές αρχαίων από τη Γερμανία και την Ιταλία (ύστερα από προσωπική ανάμειξη των διευθυντών Σπυρίδωνος Μαρινάτου και Ιωάννη Παπαδημητρίου, αντιστοίχως), διαμαρτυρίες για λαθραίες ανασκαφές κ.ά.
Η μοναδική τεκμηριωμένη και αρκετά αναλυτική έκθεση εκδόθηκε το 1946 από το τότε υπουργείο Παιδείας, με τίτλο «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής». Την έρευνα έκαναν οι σπουδαίοι αρχαιολόγοι Χρήστος Καρούζος, Ιωάννης Μηλιάδης, Γρηγόριος Ανδρουτσόπουλος, Νικόλαος Ζαφειρόπουλος, Μαρίνος Καλλιγάς. Ο υπουργός Α. Παπαδήμος διευκρίνιζε πάντως στον πρόλογό του ότι ο κατάλογος δεν ήταν πλήρης, καθώς η έρευνα δεν είχε περιλάβει όλη την επικράτεια, λόγω ελλείψεως προσωπικού. Ο ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος, γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών και της Αρχαιολογικής Εταιρείας αλλά και συγγραφέας του βιβλίου «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944» έχει επανειλημμένως πει ότι σχεδόν το σύνολο αυτών των αρχαίων έχει επιστραφεί.
«Άπαξ κλεμμένα, εσαεί κλεμμένα»
Το μυστήριο λοιπόν βαίνει προς τη λύση του. Αναζητούνται όμως οι πρακτικές που θα ακολουθήσει το υπουργείο, αλλά και ολόκληρη η κυβέρνηση. Διότι τα δύο είναι εντελώς ξεχωριστά. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, το υπουργείο Πολιτισμού μπορεί και υποχρεούται να ζητήσει την επιστροφή των καταγεγραμμένων αρχαίων που θα εντοπισθούν στην αλλοδαπή. Είτε σε αρχαιολογικά ιδρύματα είτε σε οίκους δημοπρασιών κ.λπ. Ακόμη και σε ιδιωτική συλλογή να εντοπισθούν, μπορούμε να τα διεκδικήσουμε και είναι πολύ πιθανό ότι θα δικαιωθούμε. Εδώ δεν ισχύει η παραγραφή, όπως λέει νομικός που γνωρίζει πολύ καλά τον χώρο του πολιτισμού, «άπαξ κλεμμένα, εσαεί κλεμμένα». Όπως μας λέει άλλος νομικός, εξίσου γνώστης των θεμάτων του πολιτισμού, από τη στιγμή που υπάρχει η καταγραφή του 1946, μπορούμε να διεκδικήσουμε αποζημιώσεις για ό,τι από τα καταγεγραμμένα δεν βρεθεί. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και αν βρούμε πρόσθετα τεκμήρια για αρχαιότητες που δεν είχαν καταγραφεί τότε. Αυτή όμως είναι μια κίνηση που πρέπει να γίνει με τη συμφωνία της κυβέρνησης. Θα υπάρξει άραγε; Ή τα αρχαία θα μπουν στο επίκεντρο της συζήτησης ως μοχλός πίεσης για τις γερμανικές αποζημιώσεις και μετά θα ξεχαστούν;
Η τελευταία περίπτωση είναι η χειρότερη. Όπου έχουν γίνει λαθραίες ανασκαφές, είναι αδύνατον να εντοπισθούν και να ζητηθούν πίσω. Εκτός αν εκείνοι που τα κατέχουν τα επιστρέψουν οικειοθελώς. Όπως θα γίνει τον Ιούνιο με 4.800 νεολιθικά όστρακα, προϊόν γερμανικής παράνομης ανασκαφής σε μαγούλα της Θεσσαλίας κοντά στον Βόλο. Το σύνολο εντοπίσθηκε στο Pfahlbaumuseum της Γερμανίας από τον διευθυντή του, που το 2010 ενημέρωσε το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού...
http://www.topontiki.gr/article/53557/Rotame-tous-kleftes-pou-einai-ta-lafura
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.