Του Κώστα Ράπτη
Οι Ισλανδοί παραμένουν λαός απρόβλεπτος και ακατάταχτος. Πριν από τέσσερα χρόνια κατέβηκαν μαζικά στους δρόμους καταγγέλλοντας τις πολιτικές της χρηματοπιστωτικής απορρύθμισης που οδήγησαν τη μικρή νησιωτική τους χώρα στο σημείο να είναι το πρώτο και πιο θεαματικό θύμα της κρίσης του 2009. Οδήγησαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου τον κεντροδεξιό πρωθυπουργό που προέστη της κατάρρευσης, έδωσαν (και προ μηνών κέρδισαν) διεθνή δικαστική μάχη προκειμένου να μην φορτωθούν οι Ισλανδοί φορολογούμενοι τις απώλειες των Βρετανών και Ολλανδών καταθετών στους επίμαχους διαδικτυακούς λογαριασμούς των ισλανδικών τραπεζών, και έφεραν στα πράγματα το πρώτο στα χρονικά κυβερνητικό συνασπισμό της Αριστεράς.
Κυρίως, όμως, επέλεξαν να πληρώσουν το τίμημα της κρίσης με νομισματική υποτίμηση και όχι με εκτόξευση της ανεργίας, καταλήγοντας να αποσπούν τα εύσημα του ΔΝΤ και των οίκων αξιολόγησης. Όμως, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι είχαν διαφορετική γνώμη.
Από το Σάββατο, η ισλανδική κεντροαριστερά μετρά τις πληγές μιας δεινής εκλογική ήττας, ενώ η κεντροδεξιά, που καταγγέλθηκε για τις ευθύνες της ως προς την κατάρρευση του 2008 έχει και πάλι ισχυρή λαϊκή εντολή. Μια εντολή, δε, με πρόσημο σαφώς αντι-ευρωπαϊστικό.
Το Κόμμα Ανεξαρτησίας, το οποίο κυριαρχούσε στην ισλανδική πολιτική μέχρι το 2009, έλαβε το 26,7% των ψήφων, ενισχυόμενο κατά 3%, ενώ εντυπωσιακότερα ήσαν τα κέρδη του κεντρώου Προοδευτικού Κόμματος, το οποίο, με ένα άλμα της τάξης των 9,6ποσοστιαίων μονάδων, συγκέντρωσε το24,4% των ψήφων.
Οι μέχρι προχθές συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες βυθίσθηκαν από το 29,8% στο 12,9%, ενώ οι εταίροι τους του Πράσινου-Αριστερού Κόμματος προσγειώθηκαν από το 20,4% στο 10,9%. Το νεοσύστατο φιλοευρωπαϊκό κόμμα Λαμπρό Μέλλον (με στελέχη αποσχισθέντα από τους Προοδευτικούς και τους Σοσιαλδημοκράτες) απέσπασε 8,2%, ενώ την εξακομματική Βουλή συμπληρώνει το Κόμμα των Πειρατών με 5,1%, το πρώτο του είδους που κατακτά θέση σε εθνικό κοινοβούλιο. Περίπου 10% κατευθύνθηκε σε κόμματα που δεν συγκέντρωσαν το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (5%), ενώ το ποσοστό συμμετοχής στην ψηφοφορία (81,4%) υπήρξε το χαμηλότερο στα χρονικά.
Υπολογίζεται ότι ένας στους δύο Ισλανδούς άλλαξε εκλογική προτίμηση σε σχέση με το 2009.
Τα στοιχεία που κυρίως καθόρισαν την επιλογή των ψηφοφόρων ήταν αφενός ο όγκος του ιδιωτικού χρέους που φρενάρει την ανάπτυξη και αφετέρου το ερώτημα της ένταξης ή μη στην Ε.Ε.
Πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση, το “προσωρινό” μέτρο των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων παραμένει αμετακίνητο, ενώ η αγοραστική δύναμη των Ισλανδών έχει μειωθεί κατά 40% λόγω της υποτίμησης του νομίσματος. Μολονότι τα ποσοστά του ρυθμού ανάπτυξης (1,4%) της ανεργίας (5%) και του πληθωρισμού (4%) θα μπορούσαν να θεωρηθούν ακόμη και αξιοζήλευτα με τα μέτρα της υπόλοιπης Ευρώπης, το γεγονός ότι τα περισσότερα στεγαστικά δάνεια είναι συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό, δημιουργεί έναν βαρύ ζυγό για τα νοικοκυριά.
Η κυβέρνηση της 70χρονης Johanna Sigurdardottir (η οποία δεν διεκδίκησε επανεκλογή) επικέντρωσε τις προσπάθειές της σε δύο ζητήματα τα οποία δεν είχαν απήχηση στον πληθυσμό, την αναθεώρηση του Συντάγματος και την ένταξη στην Ε.Ε., την ίδια ώρα που εφάρμοζε αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών οι οποίες έπλητταν την δημοτικότητά της αλλά και την εσωτερική συνοχή της κεντροαριστεράς.
Πλέον, η συνεργασία Κόμματος Ανεξαρτησίας και Προοδευτικών είναι ο μόνος δικομματικός συνδυασμός που εξασφαλίζει απόλυτη πλειοψηφία, καθώς το καθένα από τα δύο κόμματα διαθέτει από 19 έδρες στο 63μελές κοινοβούλιο.
Όμως οι αποκλίσεις των δύο αυριανών εταίρων είναι αξιοσημείωτες, Ο μεν ηγέτης του Κόμματος Ανεξαρτησίας και πλέον εντολοδόχος πρωθυπουργός Bjarni Benediktsson, 43 ετών, βρέθηκε κατά την προεκλογική περίοδο στα πρόθυρα της παραίτησης, όταν οι δημοσκοπήσεις έφεραν την παράταξή του να κυμαίνεται κάτω και από το ιστορικά χαμηλό ποσοστό του 2009. Ο δε επικεφαλής των Προοδευτικών Sigmundur David Gunnlaugsson προβάλλει ως ο πραγματικός νικητής, όχι μόνο για τις αριθμητικές του επιδόσεις, αλλά και γιατί ήταν αυτός που καθόρισε την ατζέντα της προεκλογικής αντιπαράθεσης προτείνοντας αφενός τη διαγραφή ποσοστού περί 20% όλων των στεγαστικών δανείων, με αντιστάθμισμα το κούρεμα των πιστωτών των τραπεζών, και αφετέρου την διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε., που έχουν ξεκινήσει επισήμως από το 2010.
Το ερώτημα αν η Ισλανδία μπορεί να επιβιώσει ως η μικρότερη νομισματική ζώνη στον κόσμο ή θα πρέπει να βρει αποκούμπι στο ευρώ, εξακολουθεί να διχάζει τους Ισλανδούς. Σε μία χώρα η οποία επωφελείται ήδη των προνομίων της ελεύθερης διακίνησης προσώπων και της συμμετοχής στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ελεύθερων Συναλλαγών, η παραχώρηση εθνικής δικαιοδοσίας στις Βρυξέλλες δεν φαντάζει θελκτική, δεδομένου ιδίως το ότι η αλιεία αντιπροσωπεύει το 40% του ΑΕΠ.
Ο Benediktsson, θιασώτης της μείωσης της μείωσης των φόρων, κατήγγειλε προεκλογικά τον Gunnlaugsson, ότι οι περισσότερο ριζοσπαστικές λύσεις του δεν είναι εφικτές. Επιπλέον, ο Benediktsson εμφανίζεται υπέρ της διατήρησης μιας ειδικής σχέσης με την Ε.Ε. ενώ ο Gunnlaugsson προκρίνει την ενίσχυση της συνεργασίας με εξωευρωπαϊκές δυνάμεις.
Το άνοιγμα στην Κίνα
Υπενθυμίζεται ότι λίγο πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών η Ισλανδία και η Κίνα υπέγραψαν, μετά από κυοφορία έξι ετών, συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, την πρώτη του είδους ανάμεσα στον ασιατικό κολοσσό και ένα ευρωπαϊκό κράτος.
Το γεγονός ότι η Ισλανδία δεν αποτελεί μέλος της Ε.Ε. κατέστησε τη συμφωνία δυνατή, καθώς οι “27” αρνούνται έως τώρα να αναγνωρίσουν στην Κίνα καθεστώς ελεύθερης οικονομίας. Η δε υποχώρηση της κινεζικής πλευράς σε ό,τι αποτελούσε το κύριο μέλημα των Ισλανδών συνομιλητών της, ήτοι τη διατήρηση των υφιστάμενων περιορισμών στην εγκατάσταση ξένου εργατικού δυναμικού, ώστε να μην αποικισθεί από Κινέζους η νησιωτική πατρίδα τους, διευκόλυνε την ολοκλήρωση του “deal”.
Οι Ισλανδοί έχουν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι από την κατάργηση των δασμών (της τάξης του 8%-10%) στο κύριο εξαγώγιμο είδος της ισλανδικής οικονομίας: τα αλιεύματα, που πλέον προορίζονται να καλύψουν την εκλέπτυνση των διατροφικών συνηθειών της διαρκώς ογκούμενων κινεζικών μεσοστρωμάτων. Ήδη το 2012, οι ισλανδικές εξαγωγές προς την Κίνα, άγγιξαν τα 65 δισ. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση κατά 40%, ενώ αντιστρόφως οι εισαγωγές κινεζικών ειδών έφθασαν τα 43 δισ. δολάρια. Παράλληλα, η κατάργηση των δασμών (17%) στα ανθρακονήματα που παράγει η Ισλανδία από την ηφαιστειακή λάβα, αναμένεται να κινητοποιήσει επενδυτές οι οποίοι ενδιαφέρονται να τροφοδοτήσουν την κινεζική αγορά.
Για τη Ουάσιγκτον, τυχόν επέκταση της σινο-ισλανδικής συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας θα αποτελούσε πραγματικό εφιάλτη. Είναι άλλωστε πρόσφατη η πρόταση της Ισλανδίας να παραχωρήσει στη Ρωσία την πρώην ΝΑΤΟϊκή βάση του Keflavik, με αντάλλαγμα ρωσικό δάνειο που θα απέτρεπε την ισλανδική χρεωκοπία.
Οι ίδιοι οι Ισλανδοί είναι αμφίθυμοι. Είναι χαρακτηριστικός ο αγώνας εδώ και 18 μήνες του Κινέζου μεγιστάνα Huang Nubo ο οποίος επιθυμεί να αγοράσει μια μεγάλη έκταση στη βορειοανατολική Ισλανδία για τη δημιουργία ενός luxury resort. Ορισμένοι θεωρούν πως πρόκειται για συγκεκαλυμμένη προσπάθεια δημιουργίας ναυτικής βάσης στο εγγύς μέλλον, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής για την απόκτηση ερεισμάτων στην περιφέρεια.
Οι Ισλανδοί παραμένουν λαός απρόβλεπτος και ακατάταχτος. Πριν από τέσσερα χρόνια κατέβηκαν μαζικά στους δρόμους καταγγέλλοντας τις πολιτικές της χρηματοπιστωτικής απορρύθμισης που οδήγησαν τη μικρή νησιωτική τους χώρα στο σημείο να είναι το πρώτο και πιο θεαματικό θύμα της κρίσης του 2009. Οδήγησαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου τον κεντροδεξιό πρωθυπουργό που προέστη της κατάρρευσης, έδωσαν (και προ μηνών κέρδισαν) διεθνή δικαστική μάχη προκειμένου να μην φορτωθούν οι Ισλανδοί φορολογούμενοι τις απώλειες των Βρετανών και Ολλανδών καταθετών στους επίμαχους διαδικτυακούς λογαριασμούς των ισλανδικών τραπεζών, και έφεραν στα πράγματα το πρώτο στα χρονικά κυβερνητικό συνασπισμό της Αριστεράς.
Κυρίως, όμως, επέλεξαν να πληρώσουν το τίμημα της κρίσης με νομισματική υποτίμηση και όχι με εκτόξευση της ανεργίας, καταλήγοντας να αποσπούν τα εύσημα του ΔΝΤ και των οίκων αξιολόγησης. Όμως, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι είχαν διαφορετική γνώμη.
Από το Σάββατο, η ισλανδική κεντροαριστερά μετρά τις πληγές μιας δεινής εκλογική ήττας, ενώ η κεντροδεξιά, που καταγγέλθηκε για τις ευθύνες της ως προς την κατάρρευση του 2008 έχει και πάλι ισχυρή λαϊκή εντολή. Μια εντολή, δε, με πρόσημο σαφώς αντι-ευρωπαϊστικό.
Το Κόμμα Ανεξαρτησίας, το οποίο κυριαρχούσε στην ισλανδική πολιτική μέχρι το 2009, έλαβε το 26,7% των ψήφων, ενισχυόμενο κατά 3%, ενώ εντυπωσιακότερα ήσαν τα κέρδη του κεντρώου Προοδευτικού Κόμματος, το οποίο, με ένα άλμα της τάξης των 9,6ποσοστιαίων μονάδων, συγκέντρωσε το24,4% των ψήφων.
Οι μέχρι προχθές συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες βυθίσθηκαν από το 29,8% στο 12,9%, ενώ οι εταίροι τους του Πράσινου-Αριστερού Κόμματος προσγειώθηκαν από το 20,4% στο 10,9%. Το νεοσύστατο φιλοευρωπαϊκό κόμμα Λαμπρό Μέλλον (με στελέχη αποσχισθέντα από τους Προοδευτικούς και τους Σοσιαλδημοκράτες) απέσπασε 8,2%, ενώ την εξακομματική Βουλή συμπληρώνει το Κόμμα των Πειρατών με 5,1%, το πρώτο του είδους που κατακτά θέση σε εθνικό κοινοβούλιο. Περίπου 10% κατευθύνθηκε σε κόμματα που δεν συγκέντρωσαν το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (5%), ενώ το ποσοστό συμμετοχής στην ψηφοφορία (81,4%) υπήρξε το χαμηλότερο στα χρονικά.
Υπολογίζεται ότι ένας στους δύο Ισλανδούς άλλαξε εκλογική προτίμηση σε σχέση με το 2009.
Τα στοιχεία που κυρίως καθόρισαν την επιλογή των ψηφοφόρων ήταν αφενός ο όγκος του ιδιωτικού χρέους που φρενάρει την ανάπτυξη και αφετέρου το ερώτημα της ένταξης ή μη στην Ε.Ε.
Πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση, το “προσωρινό” μέτρο των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων παραμένει αμετακίνητο, ενώ η αγοραστική δύναμη των Ισλανδών έχει μειωθεί κατά 40% λόγω της υποτίμησης του νομίσματος. Μολονότι τα ποσοστά του ρυθμού ανάπτυξης (1,4%) της ανεργίας (5%) και του πληθωρισμού (4%) θα μπορούσαν να θεωρηθούν ακόμη και αξιοζήλευτα με τα μέτρα της υπόλοιπης Ευρώπης, το γεγονός ότι τα περισσότερα στεγαστικά δάνεια είναι συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό, δημιουργεί έναν βαρύ ζυγό για τα νοικοκυριά.
Η κυβέρνηση της 70χρονης Johanna Sigurdardottir (η οποία δεν διεκδίκησε επανεκλογή) επικέντρωσε τις προσπάθειές της σε δύο ζητήματα τα οποία δεν είχαν απήχηση στον πληθυσμό, την αναθεώρηση του Συντάγματος και την ένταξη στην Ε.Ε., την ίδια ώρα που εφάρμοζε αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών οι οποίες έπλητταν την δημοτικότητά της αλλά και την εσωτερική συνοχή της κεντροαριστεράς.
Πλέον, η συνεργασία Κόμματος Ανεξαρτησίας και Προοδευτικών είναι ο μόνος δικομματικός συνδυασμός που εξασφαλίζει απόλυτη πλειοψηφία, καθώς το καθένα από τα δύο κόμματα διαθέτει από 19 έδρες στο 63μελές κοινοβούλιο.
Όμως οι αποκλίσεις των δύο αυριανών εταίρων είναι αξιοσημείωτες, Ο μεν ηγέτης του Κόμματος Ανεξαρτησίας και πλέον εντολοδόχος πρωθυπουργός Bjarni Benediktsson, 43 ετών, βρέθηκε κατά την προεκλογική περίοδο στα πρόθυρα της παραίτησης, όταν οι δημοσκοπήσεις έφεραν την παράταξή του να κυμαίνεται κάτω και από το ιστορικά χαμηλό ποσοστό του 2009. Ο δε επικεφαλής των Προοδευτικών Sigmundur David Gunnlaugsson προβάλλει ως ο πραγματικός νικητής, όχι μόνο για τις αριθμητικές του επιδόσεις, αλλά και γιατί ήταν αυτός που καθόρισε την ατζέντα της προεκλογικής αντιπαράθεσης προτείνοντας αφενός τη διαγραφή ποσοστού περί 20% όλων των στεγαστικών δανείων, με αντιστάθμισμα το κούρεμα των πιστωτών των τραπεζών, και αφετέρου την διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε., που έχουν ξεκινήσει επισήμως από το 2010.
Το ερώτημα αν η Ισλανδία μπορεί να επιβιώσει ως η μικρότερη νομισματική ζώνη στον κόσμο ή θα πρέπει να βρει αποκούμπι στο ευρώ, εξακολουθεί να διχάζει τους Ισλανδούς. Σε μία χώρα η οποία επωφελείται ήδη των προνομίων της ελεύθερης διακίνησης προσώπων και της συμμετοχής στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ελεύθερων Συναλλαγών, η παραχώρηση εθνικής δικαιοδοσίας στις Βρυξέλλες δεν φαντάζει θελκτική, δεδομένου ιδίως το ότι η αλιεία αντιπροσωπεύει το 40% του ΑΕΠ.
Ο Benediktsson, θιασώτης της μείωσης της μείωσης των φόρων, κατήγγειλε προεκλογικά τον Gunnlaugsson, ότι οι περισσότερο ριζοσπαστικές λύσεις του δεν είναι εφικτές. Επιπλέον, ο Benediktsson εμφανίζεται υπέρ της διατήρησης μιας ειδικής σχέσης με την Ε.Ε. ενώ ο Gunnlaugsson προκρίνει την ενίσχυση της συνεργασίας με εξωευρωπαϊκές δυνάμεις.
Το άνοιγμα στην Κίνα
Υπενθυμίζεται ότι λίγο πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών η Ισλανδία και η Κίνα υπέγραψαν, μετά από κυοφορία έξι ετών, συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, την πρώτη του είδους ανάμεσα στον ασιατικό κολοσσό και ένα ευρωπαϊκό κράτος.
Το γεγονός ότι η Ισλανδία δεν αποτελεί μέλος της Ε.Ε. κατέστησε τη συμφωνία δυνατή, καθώς οι “27” αρνούνται έως τώρα να αναγνωρίσουν στην Κίνα καθεστώς ελεύθερης οικονομίας. Η δε υποχώρηση της κινεζικής πλευράς σε ό,τι αποτελούσε το κύριο μέλημα των Ισλανδών συνομιλητών της, ήτοι τη διατήρηση των υφιστάμενων περιορισμών στην εγκατάσταση ξένου εργατικού δυναμικού, ώστε να μην αποικισθεί από Κινέζους η νησιωτική πατρίδα τους, διευκόλυνε την ολοκλήρωση του “deal”.
Οι Ισλανδοί έχουν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι από την κατάργηση των δασμών (της τάξης του 8%-10%) στο κύριο εξαγώγιμο είδος της ισλανδικής οικονομίας: τα αλιεύματα, που πλέον προορίζονται να καλύψουν την εκλέπτυνση των διατροφικών συνηθειών της διαρκώς ογκούμενων κινεζικών μεσοστρωμάτων. Ήδη το 2012, οι ισλανδικές εξαγωγές προς την Κίνα, άγγιξαν τα 65 δισ. δολάρια, σημειώνοντας αύξηση κατά 40%, ενώ αντιστρόφως οι εισαγωγές κινεζικών ειδών έφθασαν τα 43 δισ. δολάρια. Παράλληλα, η κατάργηση των δασμών (17%) στα ανθρακονήματα που παράγει η Ισλανδία από την ηφαιστειακή λάβα, αναμένεται να κινητοποιήσει επενδυτές οι οποίοι ενδιαφέρονται να τροφοδοτήσουν την κινεζική αγορά.
Για τη Ουάσιγκτον, τυχόν επέκταση της σινο-ισλανδικής συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας θα αποτελούσε πραγματικό εφιάλτη. Είναι άλλωστε πρόσφατη η πρόταση της Ισλανδίας να παραχωρήσει στη Ρωσία την πρώην ΝΑΤΟϊκή βάση του Keflavik, με αντάλλαγμα ρωσικό δάνειο που θα απέτρεπε την ισλανδική χρεωκοπία.
Οι ίδιοι οι Ισλανδοί είναι αμφίθυμοι. Είναι χαρακτηριστικός ο αγώνας εδώ και 18 μήνες του Κινέζου μεγιστάνα Huang Nubo ο οποίος επιθυμεί να αγοράσει μια μεγάλη έκταση στη βορειοανατολική Ισλανδία για τη δημιουργία ενός luxury resort. Ορισμένοι θεωρούν πως πρόκειται για συγκεκαλυμμένη προσπάθεια δημιουργίας ναυτικής βάσης στο εγγύς μέλλον, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής για την απόκτηση ερεισμάτων στην περιφέρεια.
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.