Του Ιωάννη Μάζη, καθηγητή*
Από την εικόνα της παγκόσμιας καταναλώσεως ενεργειακών πόρων προκύπτει ότι το 2005 «το φυσικό αέριο κάλυπτε το 23% της συνολικής διεθνούς ενεργειακής καταναλώσεως και κατετάγη αμέσως μετά το πετρέλαιο (37% της συνολικής καταναλωθείσης διεθνώς ενέργειας) και τον άνθρακα (24%)» [1].
Ειδικότερα στα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως η κατανάλωση φυσικού αερίου το 2007 «έφθασε τα 471Gm3, ποσότητα πού αντιστοιχεί στο 17 % της παγκόσμιας αγοράς» [2]. Κύριοι προμηθευτές της τον ίδιο χρόνο και μάλιστα με ρυθμούς αυξητικούς 3% ετησίως ποσότητες πού καλύπτουν άνω του ημίσεως της καταναλώσεως παγκοσμίως είναι η Ρωσική ομοσπονδία που την προμηθεύει με το 1/4 των συνολικών αναγκών της μέσω της ρωσικής Gazprom, και ακόμη η Νορβηγία, και η Αλγερία. Υπενθυμίζουμε ότι η Ρωσία (23%), ο Καναδάς (11%), η Νορβηγία (9%) και η Αλγερία (7%) εξάγουν το 50% του φυσικού αερίου τους στις διεθνείς αγορές. Κατόπιν έρχονται ως προμηθευτές της ΕΕ η Νιγηρία, το Κατάρ και η Αίγυπτος. Επίσης πρέπει να σημειώσουμε ότι η Γερμανία (9%), η Ιταλία (9%), και η Γαλλία (6%) καταναλώνουν το 24% των ευρωπαϊκών εισαγωγών φυσικού αερίου. Αυτό το γεγονός εξηγεί και την... ακατανόητη για πολλούς επίσημη επίσκεψη της Γερμανίδας Καγκελαρίου στην Κύπρο (11/01/2011) όπου και προέβη σε οξύτατες δηλώσεις εναντίον της Τουρκίας για την αδιαλλαξία της στην επίλυση του Κυπριακού.
Υπό ανάλογο πνεύμα εκείνου του μερκελιανού ενδιαφέροντος, δύναται να εξηγηθεί και η ενεργός ανάμειξη σε «θερμό επίπεδο» των στρατιωτικών δυνάμεων της Γαλλίας και της Ιταλίας στην Λιβύη για την ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι.
Είναι, όμως, σημαντικό και εντείνει την ισχύ αυτής της αναγνώσεως των «δυτικών αναμείξεων» στα αραβικά εξεγερσιακά τεκταινόμενα, το γεγονός ότι κατά το έτος 2020 η ΕΕ δεν θα παράγει ενεργειακούς πόρους περισσότερο από το 1/3 των αναγκών της ενώ από το έτος 2030 και μετά θα εξαρτάται από τις εισαγωγές κατά 80% περίπου. Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής σημαντικά ζητήματα: Η Ολλανδία θα διατηρήσει την ενεργειακή της αυτονομία για αρκετά χρόνια ακόμη ενώ η Μεγάλη Βρετανία, η οποία υπήρξε ο μεγαλύτερος παραγωγός υδρογονανθράκων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει μετατραπεί σε εισαγωγέα. Αλλά και άλλες μεγάλες καταναλώτριες σε φυσικό αέριο ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία αρχίζουν πλέον να επιδεικνύουν υψηλούς ρυθμούς αυξήσεως ενεργειακής εξαρτήσεως [3].
Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι η διεθνής κατανάλωση φυσικού αερίου κατά το έτος 2009 ανήρχετο στο ύψος των 2,94 τρισ. κυβικών μέτρων (Τm3) [4] αλλά και ότι τα πιθανά και τεχνικώς απολήψιμα με τις σημερινές τεχνολογίες αποθέματα φυσικού αερίου που υπάρχουν στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), ανέρχονται σύμφωνα με την BEICIP/FRANLAB και το IFP (Institut Francais du Petrole) σε περίπου 3 τρισ. κυβικά μέτρα, όπως επίσης ότι μία ισοδύναμη ποσότητα της τάξης των 2-3 τρισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου είναι πολύ πιθανή στην ελληνική δικαιοδοσία της Λεκάνης του Ηροδότου, (χωρίς τα 800 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου των ισραηλινών κοιτασμάτων), εγγίζουμε σε διαθέσιμα αποθέματα σχεδόν το διπλάσιο, της ετήσιας διεθνούς καταναλώσεως φυσικού αερίου μόνο και αποκλειστικά με τα ελληνοκυπριακά αποθέματα. Μαζί με τα ισραηλινά αποθέματα, ένας ενεργειακός στρατηγικός άξονας Ισραήλ-Ελλάδος-Κύπρου υπερβαίνει το διπλάσιο της διεθνούς ενεργειακής καταναλώσεως σε φυσικό αέριο, μετρούμενο σε τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα. Ας μη λησμονούμε ότι η ΕΕ εισάγει σήμερα το 83% περίπου των αναγκών της σε πετρέλαιο και το 57% του αερίου της, θεωρουμένη ως ο παγκοσμίως σημαντικότερος εισαγωγέας υδρογονανθράκων.
Συνεπώς, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενώσεως προκύπτει ότι τα τρία αυτά αποθέματα, αρκούν για την-κατ' αποκλειστικότητα-τροφοδοσία της Ε.Ε. των 27 για 20 περίπου χρόνια, και για 200 περίπου χρόνια αν συμμετέχουν σε αυτήν μέρος μόνον των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Λιβύης.
Η κατάσταση αυτή, της ενεργειακής εξαρτήσεως της ΕΕ από κράτη του αραβομουσουλμανικού κόσμου, τα οποία ευρίσκονται σε άκρως ευαίσθητη πολιτική αλλά και γεωστρατηγική μετάβαση (Αίγυπτος, Αλγερία, Λιβύη, Τυνησία) αλλά και κράτη όπως η Ρωσία, με υψηλό επίπεδο γεωστρατηγικού ανταγωνισμού με το δίπολο Λονδίνο-Ουάσιγκτον, αναγκάζει τον δυτικό κόσμο και τις αγγλοσαξωνικές χώρες να στρέψουν το βλέμμα προς τα πολλά υποσχόμενα κοιτάσματα της Κύπρου, της Ελλάδος και του Ισραήλ.
Η Ζώνη του Αρκτικού κύκλου, λόγω της γεωκλιματικής αλλαγής και της ολοένα και περισσότερο επιταχυνόμενης τήξεως των πάγων, αρχίζει πλέον να δημιουργεί έναν νέο δίαυλο διεξόδου για την εμπορευματική κυκλοφορία των ρωσικών αγαθών και μάλιστα δια των συντομοτέρων, γεωγραφικώς και χρονικώς, δρομολογίων.
* Ο Ιωάννης Θ. Μάζης είναι καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας στο τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάσκει τα μαθήματα της Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής των Χωρών της Μέσης Ανατολής και της Τουρκίας.
Από την ελληνική έκδοση του Foreign Affairs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.