Στις 12 Απριλίου 1949, άρχισε στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης η δίκη του δημοσιογράφου Γρηγόρη Στακτόπουλου, ο οποίος κατηγορούνταν για τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου, Τζορτζ Πολκ.


Ήταν 16 Μαΐου 1948. Ο ελληνικός Εμφύλιος βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος εντοπίζει στο Θερμαϊκό  ένα πτώμα δεμένο χειροπόδαρα που είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι. Ήταν ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ, απεσταλμένο του ειδησεογραφικού δικτύου CBS.
Ήταν 35 ετών, παντρεμένος με την αεροσυνοδό Ρέα Κοκκώνη. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαΐου και είχε καταλύσει στο ξενοδοχείο «Αστόρια». Στο δωμάτιό του βρέθηκε ένα γράμμα, που αποκάλυπτε ότι σκόπευε να συναντηθεί με τον ηγέτη του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη, κάπου στα βουνά της Πίνδου, για να του πάρει συνέντευξη.
Η είδηση για τη δολοφονία Πολκ, έκανε το γύρω του κόσμου και ο τότε πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης δήλωνε ότι «αποτελεί ζήτημα τιμής δια την Ελλάδα ο άμεσος εντοπισμός των ενόχων». Η ελληνική κυβέρνηση δεχόταν αφόρητες πιέσεις από τις ΗΠΑ για την άμεση εξιχνίαση της δολοφονίας
«Ένοχοι οι κομμουνιστές»
Η Χωροφυλακή Θεσσαλονίκης, από την αρχή κατηγόρησε το ΚΚΕ και συγκεκριμένα τα μέλη του Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά, με το σκεπτικό ότι οι κομμουνιστές ήθελαν νεκρό τον Πολκ για να δυσφημήσουν την κυβέρνηση στην  αμερικανική κοινή γνώμη.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, δήλωσε ότι «ο Πολκ δολοφονήθηκε από τους εγκληματίες της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, για να μην έρθει στην Ελεύθερη Ελλάδα και για να αποδοθεί η δολοφονία του στους δημοκρατικούς».
Παραμονές του δεκαπενταύγουστου του 1948 συλλαμβάνεται ο «φιλοκομμουνιστής» δημοσιογράφος της εφημερίδας «Μακεδονία» Γρηγόρης Στακτόπουλος (38 ετών), ο οποίος ομολόγησε ότι βοήθησε τους Μουζενίδη και Βασβανά να σκοτώσουν τον Πολκ.
Όπως υποστήριζε μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Στακτόπουλος η ομολογία αυτή ήταν αποτέλεσμα των βασανιστηρίων που υπέστη.
Επιβαρυντικό στοιχείο για το Στακτόπουλο, ήταν σύμφωνα με την αστυνομία, η ταυτότητα του Πολκ, η οποία ταχυδρομήθηκε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης τρεις μέρες πριν από τον εντοπισμό του πτώματός του. Η διεύθυνση στο φάκελο ήταν γραμμένη από τη μητέρα του Στακτόπουλου, σύμφωνα με τη γραφολογική εξέταση.
Η δίκη
Ο Στακτόπουλος και η χήρα μητέρα του Άννα οδηγήθηκαν στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης στις 12 Απριλίου 1949. Ο Βασβανάς και ο Μουζενίδης δικάσθηκαν ερήμην.
Ύστερα από 10 μέρες εκδόθηκε η απόφαση. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος καταδικάσθηκε σε ισόβιο κάθειρξη για συνέργεια σε ανθρωποκτονία, οι Μουζενίδης και Βασβανάς στην ποινή του θανάτου ως φυσικοί αυτουργοί, ενώ η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε.
Όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια ο Μουζενίδης το διάστημα της δολοφονίας του Πολκ ήταν νεκρός και ο Βασβανάς εκτός Ελλάδος.
Η αμφισβητούμενη εξαρχής απόφαση δεν έπεισε κανέναν. Ήταν φανερό ότι η κυβέρνηση ήθελε να καταδικάσει τους κομμουνιστές για λόγους εντυπώσεων και για να πείσει εντός και εκτός Ελλάδος ότι  τα μέλη του Δημοκρατικού Στρατού ήταν δολοφόνοι.
Παράλληλα όμως, οι Αμερικανοί έκαναν δικές τους έρευνες για τον δολοφόνο του Πολκ. Ο Τζέιμς Κέλις που ήταν επικεφαλής απεφάνθη ότι οι αντάρτες δεν είχαν τη δυνατότητα να διαπράξουν το έγκλημα και επέρριψε τις ευθύνες σε δεξιούς παρακρατικούς κύκλους. Αμέσως, η έρευνά του διακόπηκε και ο Κέλις ανακλήθηκε  στις ΗΠΑ.
Η σκευωρία 
Η ελληνική εκδοχή για το δολοφόνο βόλευε τις ΗΠΑ, που χρηματοδοτούσαν την ελληνική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Ο Εντμουντ Κίλι στο βιβλίο του «The Salonica Bay Murder» υπογραμμίζει ότι μετά τη δολοφονία του Πολκ σταμάτησε στην Αμερική κάθε κριτική εναντίον του «διεφθαρμένου βασιλικού καθεστώτος στην Ελλάδα» και της υποστήριξης που του παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρά την καταδίκη Στακτόπουλου, διάχυτη είναι η πεποίθηση μέχρι σήμερα ότι ο θεσαλονικιός δημοσιογράφος δεν είχε την παραμικρή ανάμιξη στη δολοφονία Πολκ και ότι ήταν θύμα μιας καλοστημένης σκευωρίας. Όσοι ασχολήθηκαν κατά καιρού με την υπόθεση συμφωνούν στη διαπίστωση ότι ήταν μια συνωμοσίας των μυστικών υπηρεσιών (ελληνικών, βρετανικών και αμερικανικών) για να αποδοθεί το έγκλημα στους κομμουνιστές.