του Charles Wyplosz
Η οικονομική ηρεμία στην αγορά έχει απομακρύνει τις πιέσεις για μια άμεση δράση σχετικά με την κρίση της ευρωζώνης. Το άρθρο αυτό υποστηρίζει ότι ενώ έχουν γίνει σημαντικές «επιδιορθώσεις» το 2012, τα πιο δύσκολα είναι ακόμη μπροστά μας. Πολλά απομένουν να γίνουν από απρόθυμους πολιτικούς. Τα πράγματα θα πρέπει να γίνουν χειρότερα προτού γίνουν καλύτερα. Το καλύτερο στο οποίο θα μπορούμε να ελπίζουμε είναι ότι αυτό θα συμβεί το 2013 και όχι το 2014.
Η κατάσταση στην ευρωζώνη γίνεται πλέον ξεκάθαρη. Αυτό το άρθρο παραθέτει δέκα παρατηρήσεις και καταλήγει σε πέντε συνεπακόλουθα. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι, αν και έχουν γίνει κάποια σημαντικά βήματα το 2012, τα πιο σημαντικά βρίσκονται μπροστά μας. Πολλά παραμένουν ακόμη να γίνουν από απρόθυμους πολιτικούς. Επομένως, δυστυχώς, τα πράγματα θα πρέπει να πάνε χειρότερα προτού γίνουν καλύτερα. Ίσως το 2013 να είναι η χρονιά που θα δούμε το κατώτατο σημείο.
Αυτή η κρίση δεν θα έπρεπε να είχε επιτραπεί να συμβεί
Ήταν προβλέψιμη. Οι αρχικές αντιδράσεις ήταν εύκολες. Αυτό που δεν ήταν προβλέψιμο ήταν το πώς οι φορείς χάραξης πολιτικής θα δημιουργούσαν ένα χάος. Και οι οικονομολόγοι φέρουν επίσης μερίδιο ευθύνης, καθώς είχαν επιδοθεί σε πλήρη δυσαρμονία, με αρκετούς από εμάς να προχωρούμε σε ανεύθυνες προτάσεις υποστηριζόμενες από αναλύσεις σε βαθιά σύγχυση. Με το πέρασμα του χρόνου, η δαρβινική διαδικασία του διαχωρισμού των κακών από τις καλές αναλύσεις, λαμβάνει χώρα και τα πράγματα γίνονται περισσότερο ξεκάθαρα. Ας ελπίσουμε ότι οι ακόλουθες δέκα παρατηρήσεις είναι λιγότερο αμφιλεγόμενες το 2013 από ό,τι ήταν τα προηγούμενα χρόνια.
Όσο είναι γνωστό από τους αναγνώστες στοιχειωδών κειμένων, οι πολιτικές λιτότητας έχουν περιορισμένα αποτελέσματα. Πιο εξελιγμένοι οικονομολόγοι γνωρίζουν τις μη-Κευνσυανές επιδράσεις, αλλά γνωρίζουν επίσης τις ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες υλοποιούνται αυτές οι επιδράσεις. Είναι βέβαιο ότι δεν αναμένονται στο μέσον μιας κατακόρυφης ύφεσης, που προκαλείται εν μέρει από την απομόχλευση των τραπεζών.
Η μείωση του χρέους είναι μια πολύ μακρά διαδικασία. Μιλάμε για δεκαετίες, και όχι για την επόμενη αναθεώρηση της Τρόικας. Είτε ξεκίνησε το 2011 είτε ξεκινήσει το 2016, δεν κάνει καμιά ουσιαστική διαφορά για αυτή τη διαδικασία, αλλά έχει μεγάλη σημασία για την μακροοικονομία.
Η σχέση χρέους/ΑΕΠ μειώνεται καλύτερα μέσω συνεχούς ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ. Ο πληθωρισμός ίσως φαίνεται να είναι η ευκολότερη λύση, αλλά δεν είναι. Η Ιαπωνία έχει αποδείξει πώς μια ανίκανη κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την παγίδα του αποπληθωρισμού. Μια πιο δραστήρια κεντρική τράπεζα μπορεί να κάνει κάποια πράγματα, αλλά τα κρατικά ομόλογα δεν είναι πλέον αυτό που ήταν: σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, υποσχέσου δύο δεκαετίες ήπιου πληθωρισμού και έχεις έτοιμη άλλη μία κρίση κρατικού χρέους. Εξάλλου, έχοντας περάσει κάτι τέτοιο, κανένας δεν θέλει να «απελευθερώσει» τον πληθωρισμό κι άλλο. Αυτό μας αφήνει με την ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ ως την απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μειωθεί το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ ανώδυνα.
Σε έναν καλύτερο κόσμο, θα είχαμε μια δημοσιονομική ένωση όπου ο φημισμένος καλοκάγαθος δικτάτορας θα συντόνιζε τις εθνικές δημοσιονομικές τακτικές για την επίτευξη μιας καλής πολιτικής της ευρωζώνης και θα οργάνωνε μεταβιβάσεις από τις χώρες που έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας την τελευταία δεκαετία, προς τις χώρες με οξεία κοινωνική δυστυχία.
Αλλά στο σημερινό κόσμο, οι ψηφοφόροι είναι θυμωμένοι με οτιδήποτε ευρωπαϊκό και δεν θα υποστηρίξουν μια δημοσιονομική ένωση. Και παρεμπιπτόντως, δεν έχουμε ούτε καλοπροαίρετους δικτάτορες. Η κρίση έχει δημιουργήσει ένα εκπληκτικό βαθμό ευελιξίας των μισθών και κινητικότητας του εργατικού δυναμικού. Αυτό σημαίνει ότι η ανάγκη για τη διάλυση του ευρώ και την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα έχει εξατμιστεί, σχεδόν με οποιοδήποτε κόστος.
Η –εδώ και πολύ καιρό αναμενόμενη- αφύπνιση της ΕΚΤ έχει δημιουργήσει αρκετά θαύματα, ιδιαίτερα μια σημαντική χαλάρωση της αγωνίας της αγοράς. Το προβλέψιμο αποτέλεσμα δυστυχώς είναι ότι οι πολιτιοί έχουν χαλαρώσει και αυτοί. Είναι τώρα λιγότερο πρόθυμοι από ποτέ να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα.
Στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι τόσο απαραίτητες τώρα όσο ήταν και πριν από την κρίση. Υπάρχουν ελπίδες ότι η κρίση κατά κάποιο τρόπο –δηλαδή μέσω εξωτερικής πίεσης- καθιστά λιγότερο απίθανη την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Αλλά η πρόοδος ήταν περιορισμένη και κυρίως, τα αποτελέσματα παίρνουν πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθούν.
Οι τράπεζες βρίσκονται στην καρδιά ενός διαβολικού βρόχου, καθώς έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους εθνικό κρατικό χρέος (Brunnermeier et al., 2011). Καθώς αυτά τα χρέη χάνουν την αξία τους στην αγορά, οι τράπεζες υφίστανται ζημιές. Εάν οι τράπεζες καταρρεύσουν, οι κυβερνήσεις πρέπει να δανειστούν για να τις σώσουν. Αλλά οι εθνικές τράπεζες είναι οι μόνοι ιδιώτες αγοραστές κρατικού χρέους. Το 2012, τα εθνικά δημόσια χρέη είχαν συγκεντρωθεί ανησυχητικά στις αντίστοιχες τράπεζες των χωρών αυτών.
Η μαζική ανοχή έχει επιτρέψει σε πολλές τράπεζες να μην υπολογίζουν πλήρως τις ζημιές που κατέγραψαν το 2007-2008. Για το λόγο αυτό , προχωρούν σε απομόχλευση, η οποία οδηγεί σε πιστωτική κρίση, η οποία με τη σειρά της επιβραδύνει την ανάπτυξη. Καθώς η ύφεση εξαπλώνεται και βαθαίνει, η ποιότητα των τραπεζικών δανείων επιδεινώνεται ταχύτατα. Αυτός ο δεύτερος διαβολικός δεσμός είναι που ενώνει τις τράπεζες με την πραγματική οικονομία.
Η ΕΚΤ είναι ο δανειστής της ύστατης στιγμής τόσο προς τις τράπεζες όσο και προς τις κυβερνήσεις. Αυτό περιλαμβάνει τεράστιο ηθικό κίνδυνο. Ο ηθικός κίνδυνος μπορεί να μειωθεί σημαντικά με τα κατάλληλα θεσμικά μέτρα (Wyplosz, 2006).
Οι επιπτώσεις της τακτικής
Εάν συμφωνούμε σε αυτές τις παρατηρήσεις, ποιες είναι οι συνέπειες της πολιτικής. Δυστυχώς, όλοι καταλήγουμε σε διαφορετικά συμπεράσματα από τις ίδιες παρατηρήσεις. Εδώ είναι οι δικές μου.
Η συνεχής πραγματική ανάπτυξη θα πρέπει να είναι η βασική προτεραιότητα. Μακροπρόθεσμα, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα παράγουν τις μαγικές τους επιδράσεις, αλλά πρέπει επίσης να ανησυχούμε βραχυπρόθεσμα, και μας έχουν τελειώσει τα μέσα. Όπως οι άλλες κεντρικές τράπεζες, η ΕΚΤ έχει φθάσει στο όριο της μακροοικονομικής αποτελεσματικότητας. Λίγες μονάδες βάσης μακριά από το συνηθισμένο επίπεδο των επιτοκίων, δεν είναι κάτι που έρχεται σε συμμετρία με το βάθος της ύφεσης.
Οι πολιτικές λιτότητας πρέπει να σταματήσουν, τώρα
Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι είναι δυνατό να υπάρξουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές. Οι χώρες που έχουν χάσει την πρόσβαση στην αγορά δεν μπορούν να δανειστούν εκτός και εάν είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν οι επίσημοι δανειστές. Καθώς όλο και περισσότερες χώρες χάνουν την πρόσβαση στην αγορά, ο επίσημος δανεισμός μπορεί να έλθει μόνο από ένα συρρικνούμενο αριθμό χωρών, πολλές από τις οποίες έχουν ήδη υψηλά χρέη. Η Γερμανία είναι μια περίπτωση σε αυτό το σημείο. Επομένως, δεν μπορούν να αναμένουμε ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές θα μεταστραφούν σε επεκτατικές, ιδιαίτερα σε χώρες όπου η ύφεση είναι βαθύτερη.
Η ανάπτυξη δεν θα επιστρέψει εάν δεν είναι επαρκώς διαθέσιμος ο τραπεζικός δανεισμός. Για να συμβεί αυτό, οι τράπεζες πρέπει να ξεφύγουν από τα δύο διαβολικά σημεία που περιγράφονται παραπάνω: (1) πρέπει να σταματήσουν να δανείζουν στις κυβερνήσεις τους και (2) πρέπει να κλείσουν εάν δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσουν τα κεφάλαια που χρειάζονται για να χορηγούν δάνεια στον ιδιωτικό τομέα. αλλά οι κυβερνήσεις τους ίσως να μην έχουν τους όρους να πραγματοποιήσουν αυτές τις ενέργειες.
Η ΕΚΤ μπορεί να δράσει ως δανειστής της ύστατης στιγμής για τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις, αλλά ποιος θα αναλάβει το κόστος; Ο ESM είναι πολύ μικρός για το έργο που υπάρχει μπροστά και υπάρχουν λίγες πιθανότητες ότι οι –σε καλύτερη θέση- χώρες θα συμφωνήσουν εκ των προτέρων να επωμιστούν τεράστιες και απρόβλεπτες δαπάνες.
Αυτά όλα σημαίνουν ότι έχουμε βρει τοίχο σχετικά με τις ανάγκες που συγκρούονται μεταξύ τους. Και εκτός και εάν συμβεί ένα μικρό θαύμα, κάτι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Η μόνο επιλογή που απομένει είναι η αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους, μια εκκαθάριση της κληρονομιάς. Αυτό θα οδηγήσει σε χρεοκοπίες τραπεζών. Αυτό σημαίνει ότι η μείωση χρέους πρέπει να είναι αρκετά βαθιά ώστε να καταστήσει δυνατό για τις κυβερνήσεις να δανείζονται στη συνέχεια, να στραφούν σε επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές και να διασώσουν τις κυβερνήσεις που κατέστρεψαν στην αρχή, στην πραγματικότητα αναιρώντας τους προηγούμενους διαβολικούς δεσμούς.
Ποιος θα δανείσει; Ακόμη και η καλύτερα σχεδιασμένη αναδιάρθρωση τράπεζες δεν θα επιτρέψει την άμεση ανάκτηση της πρόσβασης στην αγορά. Η ΕΚΤ είναι ο μόνος οργανισμός στον κόσμο που μπορεί να βοηθήσει. Αυτό σημαίνει μαζικές ζημιές στον ισολογισμό της και επομένως, αρνητικά κεφάλαια, κάτι το οποίο δεν είναι οικονομικό πρόβλημα, αλλά ένα δυνητικά σοβαρό πολιτικό πρόβλημα.
Συμπέρασμα
Δεν υπάρχει εύκολη λύση για την ευρωζώνη μετά από τρία χρόνια βαθιάς κακοδιαχείρισης. Οι κυβερνήσεις δεν θα αποδεχθούν δραστικές ενέργειες εκτός και εάν αναγκαστούν να καταφύγουν σε αυτές. Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε άλλο ένα γύρο επιδείνωσης της κρίσης. Από τη στιγμή που κάθε μέρα που περνάει είναι μια ημέρα δυστυχίας και από τη στιγμή που το τελικό κόστος αυξάνεται καθώς συνεχίζει και διογκώνεται το δημόσιο κόστος, το καλύτερο για το οποίο μπορούμε να ελπίζουμε είναι να συμβεί αυτό το 2013 και όχι το 2014.
Η οικονομική ηρεμία στην αγορά έχει απομακρύνει τις πιέσεις για μια άμεση δράση σχετικά με την κρίση της ευρωζώνης. Το άρθρο αυτό υποστηρίζει ότι ενώ έχουν γίνει σημαντικές «επιδιορθώσεις» το 2012, τα πιο δύσκολα είναι ακόμη μπροστά μας. Πολλά απομένουν να γίνουν από απρόθυμους πολιτικούς. Τα πράγματα θα πρέπει να γίνουν χειρότερα προτού γίνουν καλύτερα. Το καλύτερο στο οποίο θα μπορούμε να ελπίζουμε είναι ότι αυτό θα συμβεί το 2013 και όχι το 2014.
Η κατάσταση στην ευρωζώνη γίνεται πλέον ξεκάθαρη. Αυτό το άρθρο παραθέτει δέκα παρατηρήσεις και καταλήγει σε πέντε συνεπακόλουθα. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι, αν και έχουν γίνει κάποια σημαντικά βήματα το 2012, τα πιο σημαντικά βρίσκονται μπροστά μας. Πολλά παραμένουν ακόμη να γίνουν από απρόθυμους πολιτικούς. Επομένως, δυστυχώς, τα πράγματα θα πρέπει να πάνε χειρότερα προτού γίνουν καλύτερα. Ίσως το 2013 να είναι η χρονιά που θα δούμε το κατώτατο σημείο.
Αυτή η κρίση δεν θα έπρεπε να είχε επιτραπεί να συμβεί
Ήταν προβλέψιμη. Οι αρχικές αντιδράσεις ήταν εύκολες. Αυτό που δεν ήταν προβλέψιμο ήταν το πώς οι φορείς χάραξης πολιτικής θα δημιουργούσαν ένα χάος. Και οι οικονομολόγοι φέρουν επίσης μερίδιο ευθύνης, καθώς είχαν επιδοθεί σε πλήρη δυσαρμονία, με αρκετούς από εμάς να προχωρούμε σε ανεύθυνες προτάσεις υποστηριζόμενες από αναλύσεις σε βαθιά σύγχυση. Με το πέρασμα του χρόνου, η δαρβινική διαδικασία του διαχωρισμού των κακών από τις καλές αναλύσεις, λαμβάνει χώρα και τα πράγματα γίνονται περισσότερο ξεκάθαρα. Ας ελπίσουμε ότι οι ακόλουθες δέκα παρατηρήσεις είναι λιγότερο αμφιλεγόμενες το 2013 από ό,τι ήταν τα προηγούμενα χρόνια.
Όσο είναι γνωστό από τους αναγνώστες στοιχειωδών κειμένων, οι πολιτικές λιτότητας έχουν περιορισμένα αποτελέσματα. Πιο εξελιγμένοι οικονομολόγοι γνωρίζουν τις μη-Κευνσυανές επιδράσεις, αλλά γνωρίζουν επίσης τις ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες υλοποιούνται αυτές οι επιδράσεις. Είναι βέβαιο ότι δεν αναμένονται στο μέσον μιας κατακόρυφης ύφεσης, που προκαλείται εν μέρει από την απομόχλευση των τραπεζών.
Η μείωση του χρέους είναι μια πολύ μακρά διαδικασία. Μιλάμε για δεκαετίες, και όχι για την επόμενη αναθεώρηση της Τρόικας. Είτε ξεκίνησε το 2011 είτε ξεκινήσει το 2016, δεν κάνει καμιά ουσιαστική διαφορά για αυτή τη διαδικασία, αλλά έχει μεγάλη σημασία για την μακροοικονομία.
Η σχέση χρέους/ΑΕΠ μειώνεται καλύτερα μέσω συνεχούς ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ. Ο πληθωρισμός ίσως φαίνεται να είναι η ευκολότερη λύση, αλλά δεν είναι. Η Ιαπωνία έχει αποδείξει πώς μια ανίκανη κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την παγίδα του αποπληθωρισμού. Μια πιο δραστήρια κεντρική τράπεζα μπορεί να κάνει κάποια πράγματα, αλλά τα κρατικά ομόλογα δεν είναι πλέον αυτό που ήταν: σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, υποσχέσου δύο δεκαετίες ήπιου πληθωρισμού και έχεις έτοιμη άλλη μία κρίση κρατικού χρέους. Εξάλλου, έχοντας περάσει κάτι τέτοιο, κανένας δεν θέλει να «απελευθερώσει» τον πληθωρισμό κι άλλο. Αυτό μας αφήνει με την ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ ως την απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μειωθεί το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ ανώδυνα.
Σε έναν καλύτερο κόσμο, θα είχαμε μια δημοσιονομική ένωση όπου ο φημισμένος καλοκάγαθος δικτάτορας θα συντόνιζε τις εθνικές δημοσιονομικές τακτικές για την επίτευξη μιας καλής πολιτικής της ευρωζώνης και θα οργάνωνε μεταβιβάσεις από τις χώρες που έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας την τελευταία δεκαετία, προς τις χώρες με οξεία κοινωνική δυστυχία.
Αλλά στο σημερινό κόσμο, οι ψηφοφόροι είναι θυμωμένοι με οτιδήποτε ευρωπαϊκό και δεν θα υποστηρίξουν μια δημοσιονομική ένωση. Και παρεμπιπτόντως, δεν έχουμε ούτε καλοπροαίρετους δικτάτορες. Η κρίση έχει δημιουργήσει ένα εκπληκτικό βαθμό ευελιξίας των μισθών και κινητικότητας του εργατικού δυναμικού. Αυτό σημαίνει ότι η ανάγκη για τη διάλυση του ευρώ και την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα έχει εξατμιστεί, σχεδόν με οποιοδήποτε κόστος.
Η –εδώ και πολύ καιρό αναμενόμενη- αφύπνιση της ΕΚΤ έχει δημιουργήσει αρκετά θαύματα, ιδιαίτερα μια σημαντική χαλάρωση της αγωνίας της αγοράς. Το προβλέψιμο αποτέλεσμα δυστυχώς είναι ότι οι πολιτιοί έχουν χαλαρώσει και αυτοί. Είναι τώρα λιγότερο πρόθυμοι από ποτέ να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα.
Στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι τόσο απαραίτητες τώρα όσο ήταν και πριν από την κρίση. Υπάρχουν ελπίδες ότι η κρίση κατά κάποιο τρόπο –δηλαδή μέσω εξωτερικής πίεσης- καθιστά λιγότερο απίθανη την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Αλλά η πρόοδος ήταν περιορισμένη και κυρίως, τα αποτελέσματα παίρνουν πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθούν.
Οι τράπεζες βρίσκονται στην καρδιά ενός διαβολικού βρόχου, καθώς έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους εθνικό κρατικό χρέος (Brunnermeier et al., 2011). Καθώς αυτά τα χρέη χάνουν την αξία τους στην αγορά, οι τράπεζες υφίστανται ζημιές. Εάν οι τράπεζες καταρρεύσουν, οι κυβερνήσεις πρέπει να δανειστούν για να τις σώσουν. Αλλά οι εθνικές τράπεζες είναι οι μόνοι ιδιώτες αγοραστές κρατικού χρέους. Το 2012, τα εθνικά δημόσια χρέη είχαν συγκεντρωθεί ανησυχητικά στις αντίστοιχες τράπεζες των χωρών αυτών.
Η μαζική ανοχή έχει επιτρέψει σε πολλές τράπεζες να μην υπολογίζουν πλήρως τις ζημιές που κατέγραψαν το 2007-2008. Για το λόγο αυτό , προχωρούν σε απομόχλευση, η οποία οδηγεί σε πιστωτική κρίση, η οποία με τη σειρά της επιβραδύνει την ανάπτυξη. Καθώς η ύφεση εξαπλώνεται και βαθαίνει, η ποιότητα των τραπεζικών δανείων επιδεινώνεται ταχύτατα. Αυτός ο δεύτερος διαβολικός δεσμός είναι που ενώνει τις τράπεζες με την πραγματική οικονομία.
Η ΕΚΤ είναι ο δανειστής της ύστατης στιγμής τόσο προς τις τράπεζες όσο και προς τις κυβερνήσεις. Αυτό περιλαμβάνει τεράστιο ηθικό κίνδυνο. Ο ηθικός κίνδυνος μπορεί να μειωθεί σημαντικά με τα κατάλληλα θεσμικά μέτρα (Wyplosz, 2006).
Οι επιπτώσεις της τακτικής
Εάν συμφωνούμε σε αυτές τις παρατηρήσεις, ποιες είναι οι συνέπειες της πολιτικής. Δυστυχώς, όλοι καταλήγουμε σε διαφορετικά συμπεράσματα από τις ίδιες παρατηρήσεις. Εδώ είναι οι δικές μου.
Η συνεχής πραγματική ανάπτυξη θα πρέπει να είναι η βασική προτεραιότητα. Μακροπρόθεσμα, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα παράγουν τις μαγικές τους επιδράσεις, αλλά πρέπει επίσης να ανησυχούμε βραχυπρόθεσμα, και μας έχουν τελειώσει τα μέσα. Όπως οι άλλες κεντρικές τράπεζες, η ΕΚΤ έχει φθάσει στο όριο της μακροοικονομικής αποτελεσματικότητας. Λίγες μονάδες βάσης μακριά από το συνηθισμένο επίπεδο των επιτοκίων, δεν είναι κάτι που έρχεται σε συμμετρία με το βάθος της ύφεσης.
Οι πολιτικές λιτότητας πρέπει να σταματήσουν, τώρα
Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι είναι δυνατό να υπάρξουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές. Οι χώρες που έχουν χάσει την πρόσβαση στην αγορά δεν μπορούν να δανειστούν εκτός και εάν είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν οι επίσημοι δανειστές. Καθώς όλο και περισσότερες χώρες χάνουν την πρόσβαση στην αγορά, ο επίσημος δανεισμός μπορεί να έλθει μόνο από ένα συρρικνούμενο αριθμό χωρών, πολλές από τις οποίες έχουν ήδη υψηλά χρέη. Η Γερμανία είναι μια περίπτωση σε αυτό το σημείο. Επομένως, δεν μπορούν να αναμένουμε ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές θα μεταστραφούν σε επεκτατικές, ιδιαίτερα σε χώρες όπου η ύφεση είναι βαθύτερη.
Η ανάπτυξη δεν θα επιστρέψει εάν δεν είναι επαρκώς διαθέσιμος ο τραπεζικός δανεισμός. Για να συμβεί αυτό, οι τράπεζες πρέπει να ξεφύγουν από τα δύο διαβολικά σημεία που περιγράφονται παραπάνω: (1) πρέπει να σταματήσουν να δανείζουν στις κυβερνήσεις τους και (2) πρέπει να κλείσουν εάν δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσουν τα κεφάλαια που χρειάζονται για να χορηγούν δάνεια στον ιδιωτικό τομέα. αλλά οι κυβερνήσεις τους ίσως να μην έχουν τους όρους να πραγματοποιήσουν αυτές τις ενέργειες.
Η ΕΚΤ μπορεί να δράσει ως δανειστής της ύστατης στιγμής για τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις, αλλά ποιος θα αναλάβει το κόστος; Ο ESM είναι πολύ μικρός για το έργο που υπάρχει μπροστά και υπάρχουν λίγες πιθανότητες ότι οι –σε καλύτερη θέση- χώρες θα συμφωνήσουν εκ των προτέρων να επωμιστούν τεράστιες και απρόβλεπτες δαπάνες.
Αυτά όλα σημαίνουν ότι έχουμε βρει τοίχο σχετικά με τις ανάγκες που συγκρούονται μεταξύ τους. Και εκτός και εάν συμβεί ένα μικρό θαύμα, κάτι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Η μόνο επιλογή που απομένει είναι η αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους, μια εκκαθάριση της κληρονομιάς. Αυτό θα οδηγήσει σε χρεοκοπίες τραπεζών. Αυτό σημαίνει ότι η μείωση χρέους πρέπει να είναι αρκετά βαθιά ώστε να καταστήσει δυνατό για τις κυβερνήσεις να δανείζονται στη συνέχεια, να στραφούν σε επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές και να διασώσουν τις κυβερνήσεις που κατέστρεψαν στην αρχή, στην πραγματικότητα αναιρώντας τους προηγούμενους διαβολικούς δεσμούς.
Ποιος θα δανείσει; Ακόμη και η καλύτερα σχεδιασμένη αναδιάρθρωση τράπεζες δεν θα επιτρέψει την άμεση ανάκτηση της πρόσβασης στην αγορά. Η ΕΚΤ είναι ο μόνος οργανισμός στον κόσμο που μπορεί να βοηθήσει. Αυτό σημαίνει μαζικές ζημιές στον ισολογισμό της και επομένως, αρνητικά κεφάλαια, κάτι το οποίο δεν είναι οικονομικό πρόβλημα, αλλά ένα δυνητικά σοβαρό πολιτικό πρόβλημα.
Συμπέρασμα
Δεν υπάρχει εύκολη λύση για την ευρωζώνη μετά από τρία χρόνια βαθιάς κακοδιαχείρισης. Οι κυβερνήσεις δεν θα αποδεχθούν δραστικές ενέργειες εκτός και εάν αναγκαστούν να καταφύγουν σε αυτές. Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε άλλο ένα γύρο επιδείνωσης της κρίσης. Από τη στιγμή που κάθε μέρα που περνάει είναι μια ημέρα δυστυχίας και από τη στιγμή που το τελικό κόστος αυξάνεται καθώς συνεχίζει και διογκώνεται το δημόσιο κόστος, το καλύτερο για το οποίο μπορούμε να ελπίζουμε είναι να συμβεί αυτό το 2013 και όχι το 2014.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο VoxEU.org, ένα policy portal που ιδρύθηκε από το Center for Economic Policy Research (CEPR)
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.