Η σημερινή γενική απεργία γίνεται σε μια περίοδο που η κοινωνία εμφανίζει όλο και περισσότερο σημάδια μιας έντονης «κόπωσης» από τον «μεταρρυθμιστικό οίστρο» της τρόικας και το σφαγείο σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες.
Το πρόγραμμα-σοκ που εφαρμόζεται στην Ελλάδα τα δύο τελευταία χρόνια είναι χωρίς προηγούμενο σε διεθνές επίπεδο και αυτό την κατατάσσει ως case study για τους οικονομολόγους και τους πολιτικούς επιστήμονες που παρακολουθούν την ένταση των απανωτών προγραμμάτων λιτότητας.
Δυστυχώς, για τους περισσότερους πολίτες η απεργία αυτή αποτελεί ακόμα μία «συνδικαλιστική υποχρέωση», αφού είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι κανείς πλέον δεν πιστεύει ότι τα χρεοκοπημένα συνδικάτα, μέρος του πολιτικού προβλήματος, μπορούν να δώσουν προοπτική στους αγώνες αυτούς.
Είναι άχαρο να επικρίνεις το συνδικαλισμό όταν οι απλοί εργαζόμενοι δεν έχουν άλλο αποκούμπι, αλλά πλέον η ίδια η έννοια του συνδικαλισμού, μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο επίπεδο των συλλογικών συμβάσεων και των εργασιακών κεκτημένων, έχει τεθεί υπό ευθεία αμφισβήτηση.
Βέβαια, οι εξελίξεις αυτές ήρθαν ως φυσικό επακόλουθο μετά από δεκαετίες ωμής καταπάτησης των πλέον στοιχειωδών συνδικαλιστικών αρχών. Ποιες είναι αυτές: Πρώτα και κύρια η ανεξαρτησία από το κράτος και την εργοδοσία και δεύτερο η εσωτερική δημοκρατία.
Ο κορπορατισμός (δηλαδή η ενσωμάτωση των συνδικάτων στο κράτος και στις δομές του) διέφθειρε σωματεία και συνδικαλιστές, μετατρέποντάς τους σε κομματικούς εγκάθετους, εντεταλμένους να παίζουν το ρόλο του «ιμάντα μεταβίβασης» των εκάστοτε κυβερνητικών επιλογών. Και φυσικά σε αντάλλαγμα να εξασφαλίζουν μια θέση στο Κοινοβούλιο ή σε κάποιο δημόσιο οργανισμό.
Όσο για τη δημοκρατία; Τα κόμματα χρησιμοποίησαν τα συνδικάτα με το χειρότερο τρόπο, μετατρέποντάς τα σε κομματικά παρακλάδια, χωρίς δυνατότητα ανεξάρτητης δράσης και αυτονομία, έστω σχετική.
Εδώ λοιπόν είμαστε σήμερα μπροστά σε μια επίθεση που μάς βρίσκει με πλήρως αποδυναμωμένα συνδικάτα και μια κατακερματισμένη κοινωνία των πολιτών, η οποία δεν δείχνει να μπορεί να λειτουργήσει σε ρόλο αναχώματος ούτε στη δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, ούτε στην άνοδο των φασιστικών ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής.
Μπροστά σ’ αυτό το καθοριστικό εμπόδιο βρίσκεται φυσικά πρώτη η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού το κάθε πολιτικό σχέδιο (εάν υποτεθεί ότι υπάρχει τέτοιο), προϋποθέτει τη συμμετοχή μεγάλου μέρους του πληθυσμού, μέσω συλλογικών οργάνων και διαδικασιών, προκειμένου να μπορέσει να υλοποιηθεί.
Οι μισο-αυθόρμητες κινητοποιήσεις των αγανακτισμένων είναι αλήθεια ότι αφύπνισαν συνειδήσεις και σήκωσαν πολλούς από τον καναπέ. Την ίδια ώρα, όμως, η αδιαφοροποίητη διαμαρτυρία, πολλές φορές χωρίς πολιτικό (και όχι κομματικό) στίγμα, προκάλεσε αρκετή σύγχυση, δίνοντας τη δυνατότητα σε συντηρητικές και ακροδεξιές ομάδες να ψαρέψουν σε θολά νερά.
Παρ’ όλα αυτά, η σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με τα στάνταρντ ζωής της πλειοψηφίας να συρρικνώνονται δραματικά και το δημοκρατικό κεκτημένο να αντιμετωπίζει ποικίλες προκλήσεις, η συλλογική δράση αναδεικνύεται σε νούμερο ένα ζητούμενο και, εάν δεν υπάρχει, μάλλον πρέπει να την επανεφεύρουμε.
Το πρόγραμμα-σοκ που εφαρμόζεται στην Ελλάδα τα δύο τελευταία χρόνια είναι χωρίς προηγούμενο σε διεθνές επίπεδο και αυτό την κατατάσσει ως case study για τους οικονομολόγους και τους πολιτικούς επιστήμονες που παρακολουθούν την ένταση των απανωτών προγραμμάτων λιτότητας.
Δυστυχώς, για τους περισσότερους πολίτες η απεργία αυτή αποτελεί ακόμα μία «συνδικαλιστική υποχρέωση», αφού είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι κανείς πλέον δεν πιστεύει ότι τα χρεοκοπημένα συνδικάτα, μέρος του πολιτικού προβλήματος, μπορούν να δώσουν προοπτική στους αγώνες αυτούς.
Είναι άχαρο να επικρίνεις το συνδικαλισμό όταν οι απλοί εργαζόμενοι δεν έχουν άλλο αποκούμπι, αλλά πλέον η ίδια η έννοια του συνδικαλισμού, μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο επίπεδο των συλλογικών συμβάσεων και των εργασιακών κεκτημένων, έχει τεθεί υπό ευθεία αμφισβήτηση.
Βέβαια, οι εξελίξεις αυτές ήρθαν ως φυσικό επακόλουθο μετά από δεκαετίες ωμής καταπάτησης των πλέον στοιχειωδών συνδικαλιστικών αρχών. Ποιες είναι αυτές: Πρώτα και κύρια η ανεξαρτησία από το κράτος και την εργοδοσία και δεύτερο η εσωτερική δημοκρατία.
Ο κορπορατισμός (δηλαδή η ενσωμάτωση των συνδικάτων στο κράτος και στις δομές του) διέφθειρε σωματεία και συνδικαλιστές, μετατρέποντάς τους σε κομματικούς εγκάθετους, εντεταλμένους να παίζουν το ρόλο του «ιμάντα μεταβίβασης» των εκάστοτε κυβερνητικών επιλογών. Και φυσικά σε αντάλλαγμα να εξασφαλίζουν μια θέση στο Κοινοβούλιο ή σε κάποιο δημόσιο οργανισμό.
Όσο για τη δημοκρατία; Τα κόμματα χρησιμοποίησαν τα συνδικάτα με το χειρότερο τρόπο, μετατρέποντάς τα σε κομματικά παρακλάδια, χωρίς δυνατότητα ανεξάρτητης δράσης και αυτονομία, έστω σχετική.
Εδώ λοιπόν είμαστε σήμερα μπροστά σε μια επίθεση που μάς βρίσκει με πλήρως αποδυναμωμένα συνδικάτα και μια κατακερματισμένη κοινωνία των πολιτών, η οποία δεν δείχνει να μπορεί να λειτουργήσει σε ρόλο αναχώματος ούτε στη δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, ούτε στην άνοδο των φασιστικών ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής.
Μπροστά σ’ αυτό το καθοριστικό εμπόδιο βρίσκεται φυσικά πρώτη η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού το κάθε πολιτικό σχέδιο (εάν υποτεθεί ότι υπάρχει τέτοιο), προϋποθέτει τη συμμετοχή μεγάλου μέρους του πληθυσμού, μέσω συλλογικών οργάνων και διαδικασιών, προκειμένου να μπορέσει να υλοποιηθεί.
Οι μισο-αυθόρμητες κινητοποιήσεις των αγανακτισμένων είναι αλήθεια ότι αφύπνισαν συνειδήσεις και σήκωσαν πολλούς από τον καναπέ. Την ίδια ώρα, όμως, η αδιαφοροποίητη διαμαρτυρία, πολλές φορές χωρίς πολιτικό (και όχι κομματικό) στίγμα, προκάλεσε αρκετή σύγχυση, δίνοντας τη δυνατότητα σε συντηρητικές και ακροδεξιές ομάδες να ψαρέψουν σε θολά νερά.
Παρ’ όλα αυτά, η σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με τα στάνταρντ ζωής της πλειοψηφίας να συρρικνώνονται δραματικά και το δημοκρατικό κεκτημένο να αντιμετωπίζει ποικίλες προκλήσεις, η συλλογική δράση αναδεικνύεται σε νούμερο ένα ζητούμενο και, εάν δεν υπάρχει, μάλλον πρέπει να την επανεφεύρουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.