Για δεύτερη φορά ο χώρος της ανανεωτικής αριστεράς δοκιμάζει να υπερφαλαγγίσει το ΠΑΣΟΚ…
του Γιώργου Καραμπελιά από τη Ρήξη που κυκλοφορεί (φ. 85)
Για δεύτερη φορά στη μεταπολιτευτική περίοδο –κι αυτή τη φορά στο τέλος της– ο χώρος της ανανεωτικής αριστεράς δοκιμάζει να υπερφαλαγγίσει το ΠΑΣΟΚ ως εκφραστής του προοδευτικού χώρου…
Η πρώτη φορά ήταν το 1988 με τον ενιαίο Συνασπισμό και σήμερα γίνεται με τον ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, ανάμεσα στις δύο περιόδους, υπάρχει μια ριζική διαφορά: Τότε, παρά την κρίση του (ήδη το χρέος βρισκόταν στο 100% και το έλλειμμα διευρυνόταν), το σύστημα διέθετε πολύ μεγαλύτερα αποθέματα και οι μεσαίες τάξεις ήταν μάλλον σε φάση επέκτασης. Γι’ αυτό, τότε, ως συνέπεια και της κατάρρευσης του ανατολικού στρατοπέδου και της έναρξης της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, τα μεσαία στρώματα ανασυσπειρώθηκαν στο ΠΑΣΟΚ και ο Μίμης Ανδρουλάκης, που χαιρέτιζε από τα μπαλκόνια το τέλος του «Δον Κορλεόνε» της πολιτικής, λίγους μήνες μετά, σαν γνήσιος ανεμοδείκτης της μεταπολίτευσης, υποκλινόταν μπροστά στη σοφία του μεγάλου αρχηγού!
Σήμερα το τοπίο είναι ριζικά διαφορετικό. Η κρίση των μεσαίων στρωμάτων είναι σαρωτική, η πτώχευση των Ελλήνων σχεδόν καθολική και το ΠΑΣΟΚ έχει εξαντλήσει όλα τα αποθέματα αντιπροσώπευσης αυτής της συρρικνούμενης μάζας. Επομένως, υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες για να αναδειχθεί μια νέα πρόταση εκπροσώπησης των μεσαίων στρωμάτων, που να προέρχεται από την ίδια τη μεσοστρωματική αριστερά. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να την εκφράσει καλύτερα από ένα κόμμα όπως ο Συνασπισμός, των μεσαίων παγκοσμιοποιημένων στρωμάτων, που βλέπουν να αποκόπτονται βίαια από το όραμα της ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης» και της καταναλωτικής ευωχίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ηγέτης του, ο Αλέξης Τσίπρας, αποτελούν έτσι το καταλληλότερο όχημα για να αποτυπωθεί, σαν μια στιγμιαία φωτογραφία, η σημερινή πραγματικότητα αυτών των στρωμάτων. Από τη μια πλευρά, έχουν απομακρυνθεί βίαια από το προηγούμενο κοινωνικό στάτους τους και, από την άλλη, δεν έχουν ακόμη πιστέψει τον τελεσίδικο χαρακτήρα αυτού του μετασχηματισμού. Κατά συνέπεια, δεν επιλέγουν μια ακραία αντιευρωπαϊκή εκδοχή, τύπου ΚΚΕ, αλλά μια λογική απόρριψης του μνημονίου, χωρίς ακόμα να έχει εγκαταλειφθεί ολοκληρωτικά η ευρωλαγνεία τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Τσίπρας επιχειρεί τον τετραγωνισμό του κύκλου: και να αρνηθεί τις καταστρεπτικές συνέπειες του μνημονίου –και τα πέντε χρόνια λιτότητας– και, ταυτόχρονα, να διατηρήσει χορτάτο τον ευρωπαϊκό σκύλο. Πρόκειται, θα έλεγε ο Μαρξ, για μια καταπληκτική κοινωνική και πολιτική ισορροπία, τέτοια που εξέφρασαν τόσο παραστατικά και οι κάλπες της 6ης Μαΐου (149 έδρες στα πρώην μεγάλα κόμματα, 151 σε όλα τα υπόλοιπα).
Σε τέτοιες στιγμές ισορροπίας υπάρχουν πολλές επιλογές. Η μία του ΚΚΕ –που στη μακρά του διαδρομή έχει καεί πολλές φορές στον χυλό– είναι η αποφυγή οποιασδήποτε προσπάθειας για άμεση κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, ενώ η δεύτερη είναι μια προσπάθεια άλωσης της πολιτικής εξουσίας χωρίς ανατροπή του καθεστώτος. Αυτό δηλαδή ακριβώς που είχε κάνει ο Ανδρέας, στη δεκαετία του 1970.
Γι’ αυτούς τους λόγους, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίδονται σε κινήσεις ζογκλέρ. Διεκδικούν την πολιτική εξουσία και διακυβέρνηση, θέτοντας όρους –όχι απλώς απόρριψης του μνημονίου, αλλά αποδοχής ολόκληρου του προγράμματός τους– που την καθιστούν ανέφικτη, με μοναδικό στόχο να συγκροτήσουν έναν ακόμη ισχυρότερο πόλο μέσα από άμεσες επικείμενες εκλογές. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ εξαντλεί τη διερευνητική του εντολή συναντώντας όχι μόνο, ή κυρίως, κοινοβουλευτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να του επιτρέψουν κάποια μορφή κυβέρνησης, αλλά τους Οικολόγους Πράσινους, τη Λούκα Κατσέλη, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δηλαδή τους μελλοντικούς εταίρους σε ένα ακόμα ευρύτερο εκλογικό σχήμα. Κατά συνέπεια, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει στον πειρασμό να αναδειχθεί στις επόμενες εκλογές σε πρώτο κόμμα και να αναλάβει, με τον έναν ή άλλο τρόπο, τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ελπίζει ότι, στις σημερινές συνθήκες όπου, παντού στην Ευρώπη, αλλά και από τα άλλα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, καταγγέλλεται ως αδιέξοδη η πολιτική της λιτότητας, θα πιστωθεί οποιαδήποτε υποχώρηση των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ απέναντι στο μνημόνιο. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα εμφανιστεί ως ο σωτήρας της χώρας και πιστεύει ότι θα μεταβληθεί σε «ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ».
Στο πολιτικό επίπεδο οι συνθήκες είναι μάλλον ευνοϊκές, διότι το σύστημα δεν διαθέτει σχεδόν κανέναν αντίπαλο εναλλακτικό πόλο, μετά και την κατάρρευση και του Αντώνη Σαμαρά, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τα πρώτα χρόνια του παπανδρεϊσμού, όταν ο Ανδρέας έπρεπε να αναμετρηθεί με τον ισχυρό αντίπαλο πόλο του καραμανλισμού. Επιπλέον, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στο καναβάτσο, εγκαταλειμμένο από τους ίδιους τους οπαδούς του (σχεδόν το 60 % των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ) και κινδυνεύει σε επόμενες εκλογές να υποστεί ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση. Κατά συνέπεια, ο ιστορικός του ρόλος έχει λήξει.
Ωστόσο, αυτό το εγχείρημα του Τσίπρα, ασχέτως αν ο ίδιος το συνειδητοποιεί, αποτελεί ταυτόχρονα ένα μεγάλο άλμα στο κενό. Διότι απουσιάζουν οι κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί έκφραση της μεταπολίτευσης και της ιδεολογίας της. Εκπροσωπούσε την αριστερή πτέρυγα του κυρίαρχου σχηματισμού εξουσίας, στελεχώνοντας τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους και της αναπαραγωγής της κυρίαρχης μεταπολιτευτικής ιδεολογίας. Γι’ αυτό και ήταν καταδικασμένος, σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, να αποτελεί συμπληρωματική πολιτική δύναμη ενός ηγεμονικού ΠΑΣΟΚ. Όταν λοιπόν δοκιμάζει να υποκαταστήσει το ΠΑΣΟΚ, τη στιγμή που μπαίνει σε κρίση η πολιτική υποταγής στο ιερατείο των Βρυξελλών και προβάλλει η αναγκαιότητα μιας ενδοστρεφούς και πατριωτικής στροφής, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται εντελώς ανέτοιμος για έναν πλειοψηφικό πολιτικό ρόλο. Διότι θα συμβεί ένα από τα δύο: Είτε θα θελήσει να συμπορευτεί με την κοινωνική πλειοψηφία, που απαιτεί πατριωτική πολιτική, ανακήρυξη της ΑΟΖ, αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης, ενίσχυση της άμυνας, πράγμα που θα οδηγήσει σε σύγκρουση με την ίδια του την ιδεολογική βάση και τα στελέχη του κόμματος, είτε θα οδηγηθεί σε αναπόφευκτη συρρίκνωση, ακολουθώντας ακριβώς αυτή τη μέχρι χθες κυρίαρχη ιδεολογία.
Όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελέσει την αφορμή για τη διεύρυνση των διαφωνιών στο εσωτερικό του.
Ο Τσίπρας, σπρωγμένος από τη λογική της αναζήτησης της κυριαρχίας στο πολιτικό σκηνικό, συγκεντρώνει όλο και περισσότερες δυνάμεις πασοκικής προέλευσης καθώς και πατριωτικής αναφοράς, λειτουργώντας λίγο πολύ «βοναπαρτιστικά» απέναντι στο ίδιο του το κόμμα. Υποχρεώνει, δηλαδή, τις ποικίλες συνιστώσες και τον εθνομηδενιστικό πυρήνα του κόμματός του να ανεχθεί μια πατριωτική διεύρυνση. Μέχρι πού όμως θα μπορέσει να φθάσει;
Εξ άλλου, αυτή η προσπαθεια να υπερκεράσει τις αντιστάσεις του εθνομηδανιστικού πόλου, τον σπρώχνουν σε ένα βαθμό και σε μια φυγή στο κενό, αλαβανικού χαρακτήρα. Πράγματι, θέλοντας να περιθωριοποιήσει τον μηχανισμό, μέσω της διεύρυνσης της μαζικής του απεύθυνσης, υπόσχεται πως η Αριστερά μπορεί να είναι ήδη σήμερα μια κυβερνώσα Αριστερά!
Και όμως όλοι γνωρίζουμε πως το αντιμνημονιακό κίνημα, τόσο στην αριστερή όσο και τη δεξιά εκδοχή του, μπορεί να ανατρέπει τους μνημονιακούς, χωρίς ακόμα να μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε μια διακυβέρνηση σε πλήρη ρήξη με το εγχώριο και διεθνές σύστημα. Είναι ήδη μεγάλη κατάκτηση πως αντιμνημονιακές δύναμεις θα βρεθούν στη θέση της Αξιωματικής αντιπολίτευσης και θα μπορούν έτσι να υτποχρεώνουν όλες τις κυβερνήσεις να θέτουν ως μίνιμουμ όρο την αναδιαπραγμάτευση.
Η κοινωνική κατάσταση, ακόμα και αν χαλαρώσει το μνημόνιο, θα συνεχίσει να επιδεινώνεται, τα παρασιτικά καταναλωτικά στρώματα ιδιαίτερα, και ο δημόσιος τομέας, θα συνεχίσουν να υποβαθμίζονται. Και αυτό γιατί η κρίση της Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Ελλάδας είναι δομικού χαρακτήρα και δεν έχει δυνατότητα θεραπείας. Έτσι η παραμικρή στραβοτιμονιά και η αδυναμία πραγματοποίησης των υπεσχημένων θα οδηγήσει σε κατάρρευση του εγχειρήματος και ισχυρή άνοδο δυνάμεων τόσο της δεξιάς –όπως συνέβη σε τόσες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης– όσο και ενός αριστερού πληβειακού πόλου με ή χωρίς το ΚΚΕ.
Εν ολίγοις, το colpo grosso που αποπειράται ο Αλέξης Τσίπρας είναι πιθανόν να του βγει για μερικούς μήνες, αλλά όχι για περισσότερο. Δεν υπάρχουν οι κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για την επανάληψη ή την επιμήκυνση της μεταπολίτευσης, όπως φαίνεται να πιστεύει ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μεταπολίτευση θα λάβει βίαια τέλος και, μέσα από το χάος και τον κουρνιαχτό της περιόδου που ακολουθεί, θα αναδειχθούν νέα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα. Άραγε, θα μπορέσει ο Τσίπρας να πραγματοποιήσει μια ρήξη με τον εαυτό του, δηλαδή με το κόμμα του και το παρελθόν του, για να βρεθεί σε ηγετικό ρόλο στη νέα εποχή στην οποία θα μπούμε, ή θα μείνει απλώς μια φιγούρα στη σχισμένη φωτογραφία της κοινωνικής και πολιτικής ισορροπίας του Μαΐου του 2012;
Η πρώτη φορά ήταν το 1988 με τον ενιαίο Συνασπισμό και σήμερα γίνεται με τον ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, ανάμεσα στις δύο περιόδους, υπάρχει μια ριζική διαφορά: Τότε, παρά την κρίση του (ήδη το χρέος βρισκόταν στο 100% και το έλλειμμα διευρυνόταν), το σύστημα διέθετε πολύ μεγαλύτερα αποθέματα και οι μεσαίες τάξεις ήταν μάλλον σε φάση επέκτασης. Γι’ αυτό, τότε, ως συνέπεια και της κατάρρευσης του ανατολικού στρατοπέδου και της έναρξης της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, τα μεσαία στρώματα ανασυσπειρώθηκαν στο ΠΑΣΟΚ και ο Μίμης Ανδρουλάκης, που χαιρέτιζε από τα μπαλκόνια το τέλος του «Δον Κορλεόνε» της πολιτικής, λίγους μήνες μετά, σαν γνήσιος ανεμοδείκτης της μεταπολίτευσης, υποκλινόταν μπροστά στη σοφία του μεγάλου αρχηγού!
Σήμερα το τοπίο είναι ριζικά διαφορετικό. Η κρίση των μεσαίων στρωμάτων είναι σαρωτική, η πτώχευση των Ελλήνων σχεδόν καθολική και το ΠΑΣΟΚ έχει εξαντλήσει όλα τα αποθέματα αντιπροσώπευσης αυτής της συρρικνούμενης μάζας. Επομένως, υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες για να αναδειχθεί μια νέα πρόταση εκπροσώπησης των μεσαίων στρωμάτων, που να προέρχεται από την ίδια τη μεσοστρωματική αριστερά. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να την εκφράσει καλύτερα από ένα κόμμα όπως ο Συνασπισμός, των μεσαίων παγκοσμιοποιημένων στρωμάτων, που βλέπουν να αποκόπτονται βίαια από το όραμα της ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης» και της καταναλωτικής ευωχίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ηγέτης του, ο Αλέξης Τσίπρας, αποτελούν έτσι το καταλληλότερο όχημα για να αποτυπωθεί, σαν μια στιγμιαία φωτογραφία, η σημερινή πραγματικότητα αυτών των στρωμάτων. Από τη μια πλευρά, έχουν απομακρυνθεί βίαια από το προηγούμενο κοινωνικό στάτους τους και, από την άλλη, δεν έχουν ακόμη πιστέψει τον τελεσίδικο χαρακτήρα αυτού του μετασχηματισμού. Κατά συνέπεια, δεν επιλέγουν μια ακραία αντιευρωπαϊκή εκδοχή, τύπου ΚΚΕ, αλλά μια λογική απόρριψης του μνημονίου, χωρίς ακόμα να έχει εγκαταλειφθεί ολοκληρωτικά η ευρωλαγνεία τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Τσίπρας επιχειρεί τον τετραγωνισμό του κύκλου: και να αρνηθεί τις καταστρεπτικές συνέπειες του μνημονίου –και τα πέντε χρόνια λιτότητας– και, ταυτόχρονα, να διατηρήσει χορτάτο τον ευρωπαϊκό σκύλο. Πρόκειται, θα έλεγε ο Μαρξ, για μια καταπληκτική κοινωνική και πολιτική ισορροπία, τέτοια που εξέφρασαν τόσο παραστατικά και οι κάλπες της 6ης Μαΐου (149 έδρες στα πρώην μεγάλα κόμματα, 151 σε όλα τα υπόλοιπα).
Σε τέτοιες στιγμές ισορροπίας υπάρχουν πολλές επιλογές. Η μία του ΚΚΕ –που στη μακρά του διαδρομή έχει καεί πολλές φορές στον χυλό– είναι η αποφυγή οποιασδήποτε προσπάθειας για άμεση κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, ενώ η δεύτερη είναι μια προσπάθεια άλωσης της πολιτικής εξουσίας χωρίς ανατροπή του καθεστώτος. Αυτό δηλαδή ακριβώς που είχε κάνει ο Ανδρέας, στη δεκαετία του 1970.
Γι’ αυτούς τους λόγους, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίδονται σε κινήσεις ζογκλέρ. Διεκδικούν την πολιτική εξουσία και διακυβέρνηση, θέτοντας όρους –όχι απλώς απόρριψης του μνημονίου, αλλά αποδοχής ολόκληρου του προγράμματός τους– που την καθιστούν ανέφικτη, με μοναδικό στόχο να συγκροτήσουν έναν ακόμη ισχυρότερο πόλο μέσα από άμεσες επικείμενες εκλογές. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ εξαντλεί τη διερευνητική του εντολή συναντώντας όχι μόνο, ή κυρίως, κοινοβουλευτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να του επιτρέψουν κάποια μορφή κυβέρνησης, αλλά τους Οικολόγους Πράσινους, τη Λούκα Κατσέλη, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δηλαδή τους μελλοντικούς εταίρους σε ένα ακόμα ευρύτερο εκλογικό σχήμα. Κατά συνέπεια, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει στον πειρασμό να αναδειχθεί στις επόμενες εκλογές σε πρώτο κόμμα και να αναλάβει, με τον έναν ή άλλο τρόπο, τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ελπίζει ότι, στις σημερινές συνθήκες όπου, παντού στην Ευρώπη, αλλά και από τα άλλα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, καταγγέλλεται ως αδιέξοδη η πολιτική της λιτότητας, θα πιστωθεί οποιαδήποτε υποχώρηση των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ απέναντι στο μνημόνιο. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα εμφανιστεί ως ο σωτήρας της χώρας και πιστεύει ότι θα μεταβληθεί σε «ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ».
Στο πολιτικό επίπεδο οι συνθήκες είναι μάλλον ευνοϊκές, διότι το σύστημα δεν διαθέτει σχεδόν κανέναν αντίπαλο εναλλακτικό πόλο, μετά και την κατάρρευση και του Αντώνη Σαμαρά, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τα πρώτα χρόνια του παπανδρεϊσμού, όταν ο Ανδρέας έπρεπε να αναμετρηθεί με τον ισχυρό αντίπαλο πόλο του καραμανλισμού. Επιπλέον, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στο καναβάτσο, εγκαταλειμμένο από τους ίδιους τους οπαδούς του (σχεδόν το 60 % των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ) και κινδυνεύει σε επόμενες εκλογές να υποστεί ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση. Κατά συνέπεια, ο ιστορικός του ρόλος έχει λήξει.
Ωστόσο, αυτό το εγχείρημα του Τσίπρα, ασχέτως αν ο ίδιος το συνειδητοποιεί, αποτελεί ταυτόχρονα ένα μεγάλο άλμα στο κενό. Διότι απουσιάζουν οι κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί έκφραση της μεταπολίτευσης και της ιδεολογίας της. Εκπροσωπούσε την αριστερή πτέρυγα του κυρίαρχου σχηματισμού εξουσίας, στελεχώνοντας τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους και της αναπαραγωγής της κυρίαρχης μεταπολιτευτικής ιδεολογίας. Γι’ αυτό και ήταν καταδικασμένος, σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, να αποτελεί συμπληρωματική πολιτική δύναμη ενός ηγεμονικού ΠΑΣΟΚ. Όταν λοιπόν δοκιμάζει να υποκαταστήσει το ΠΑΣΟΚ, τη στιγμή που μπαίνει σε κρίση η πολιτική υποταγής στο ιερατείο των Βρυξελλών και προβάλλει η αναγκαιότητα μιας ενδοστρεφούς και πατριωτικής στροφής, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται εντελώς ανέτοιμος για έναν πλειοψηφικό πολιτικό ρόλο. Διότι θα συμβεί ένα από τα δύο: Είτε θα θελήσει να συμπορευτεί με την κοινωνική πλειοψηφία, που απαιτεί πατριωτική πολιτική, ανακήρυξη της ΑΟΖ, αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης, ενίσχυση της άμυνας, πράγμα που θα οδηγήσει σε σύγκρουση με την ίδια του την ιδεολογική βάση και τα στελέχη του κόμματος, είτε θα οδηγηθεί σε αναπόφευκτη συρρίκνωση, ακολουθώντας ακριβώς αυτή τη μέχρι χθες κυρίαρχη ιδεολογία.
Όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελέσει την αφορμή για τη διεύρυνση των διαφωνιών στο εσωτερικό του.
Ο Τσίπρας, σπρωγμένος από τη λογική της αναζήτησης της κυριαρχίας στο πολιτικό σκηνικό, συγκεντρώνει όλο και περισσότερες δυνάμεις πασοκικής προέλευσης καθώς και πατριωτικής αναφοράς, λειτουργώντας λίγο πολύ «βοναπαρτιστικά» απέναντι στο ίδιο του το κόμμα. Υποχρεώνει, δηλαδή, τις ποικίλες συνιστώσες και τον εθνομηδενιστικό πυρήνα του κόμματός του να ανεχθεί μια πατριωτική διεύρυνση. Μέχρι πού όμως θα μπορέσει να φθάσει;
Εξ άλλου, αυτή η προσπαθεια να υπερκεράσει τις αντιστάσεις του εθνομηδανιστικού πόλου, τον σπρώχνουν σε ένα βαθμό και σε μια φυγή στο κενό, αλαβανικού χαρακτήρα. Πράγματι, θέλοντας να περιθωριοποιήσει τον μηχανισμό, μέσω της διεύρυνσης της μαζικής του απεύθυνσης, υπόσχεται πως η Αριστερά μπορεί να είναι ήδη σήμερα μια κυβερνώσα Αριστερά!
Και όμως όλοι γνωρίζουμε πως το αντιμνημονιακό κίνημα, τόσο στην αριστερή όσο και τη δεξιά εκδοχή του, μπορεί να ανατρέπει τους μνημονιακούς, χωρίς ακόμα να μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε μια διακυβέρνηση σε πλήρη ρήξη με το εγχώριο και διεθνές σύστημα. Είναι ήδη μεγάλη κατάκτηση πως αντιμνημονιακές δύναμεις θα βρεθούν στη θέση της Αξιωματικής αντιπολίτευσης και θα μπορούν έτσι να υτποχρεώνουν όλες τις κυβερνήσεις να θέτουν ως μίνιμουμ όρο την αναδιαπραγμάτευση.
Η κοινωνική κατάσταση, ακόμα και αν χαλαρώσει το μνημόνιο, θα συνεχίσει να επιδεινώνεται, τα παρασιτικά καταναλωτικά στρώματα ιδιαίτερα, και ο δημόσιος τομέας, θα συνεχίσουν να υποβαθμίζονται. Και αυτό γιατί η κρίση της Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Ελλάδας είναι δομικού χαρακτήρα και δεν έχει δυνατότητα θεραπείας. Έτσι η παραμικρή στραβοτιμονιά και η αδυναμία πραγματοποίησης των υπεσχημένων θα οδηγήσει σε κατάρρευση του εγχειρήματος και ισχυρή άνοδο δυνάμεων τόσο της δεξιάς –όπως συνέβη σε τόσες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης– όσο και ενός αριστερού πληβειακού πόλου με ή χωρίς το ΚΚΕ.
Εν ολίγοις, το colpo grosso που αποπειράται ο Αλέξης Τσίπρας είναι πιθανόν να του βγει για μερικούς μήνες, αλλά όχι για περισσότερο. Δεν υπάρχουν οι κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για την επανάληψη ή την επιμήκυνση της μεταπολίτευσης, όπως φαίνεται να πιστεύει ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μεταπολίτευση θα λάβει βίαια τέλος και, μέσα από το χάος και τον κουρνιαχτό της περιόδου που ακολουθεί, θα αναδειχθούν νέα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα. Άραγε, θα μπορέσει ο Τσίπρας να πραγματοποιήσει μια ρήξη με τον εαυτό του, δηλαδή με το κόμμα του και το παρελθόν του, για να βρεθεί σε ηγετικό ρόλο στη νέα εποχή στην οποία θα μπούμε, ή θα μείνει απλώς μια φιγούρα στη σχισμένη φωτογραφία της κοινωνικής και πολιτικής ισορροπίας του Μαΐου του 2012;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.