Του Στέργιου Σκαπέρδα*
Παρά τις θριαμβολογίες για την επιτυχία του PSI, η χώρα πλέον μπαίνει σε μια πολύ διαφορετική φάση της κρίσης, με ακόμη στενότερες οικονομικές και πολιτικές επιλογές από αυτές που είχε μέχρι τώρα. Η λιτότητα -κι επομένως η ύφεση- θα συνεχισθεί και το μέλλον φαίνεται ζοφερό, χωρίς ενδείξεις για το πώς θα έρθει η οικονομική ανάκαμψη και χωρίς ουσιαστικές πολιτικές προτάσεις για έξοδο από την κρίση.
Μέχρι πρότινος ο δημόσιος διάλογος ήταν περισσότερο για τους υπαρκτούς και ανύπαρκτους κινδύνους μιας «άτακτης» χρεοκοπίας και εξόδου από την Ευρωζώνη και σχεδόν καθόλου για το τι θα συμβεί μετά το PSI και την εφαρμογή του δεύτερου Μνημονίου. Με τις επερχόμενες εκλογές, είναι αναγκαίο να ανοίξει δημόσιος διάλογος για την πραγματική κατάσταση της χώρας. Περιληπτικά, μερικές σημαντικές συνέπειες των πρόσφατων εξελίξεων είναι οι εξής:
• Στην καλύτερη περίπτωση το δημόσιο χρέος θα κατεβεί στο 120% του ΑΕΠ το 2020, υψηλότερο από όσο ήταν στην αρχή της κρίσης όταν η Ελλάδα σταμάτησε να χρηματοδοτείται από τις διεθνείς αγορές. Κανένας σοβαρός αναλυτής δεν θεωρεί τέτοιο επίπεδο χρέους βιώσιμο, δηλαδή η κανονική πληρωμή ακόμη και μόνο των τόκων θα σημαίνει συνεχή συρρίκνωση του εθνικού εισοδήματος και ακόμη χαμηλότερη δυνατότητα εξυπηρέτησης του χρέους στο μέλλον.
• Ενώ στην αρχή της κρίσης η συντριπτική πλειονότητα του χρέους διέπετο από το ελληνικό δίκαιο, τώρα πλέον το μεγαλύτερο μέρος του το χρωστάμε στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης και στο ΔΝΤ, ενώ το ιδιωτικό χρέος θα διέπεται από το αγγλικό δίκαιο. Αυτό σημαίνει πως το νέο χρέος, αν και δεν είναι βιώσιμο, είναι δυσκολότερο και να αθετηθεί και, σε περίπτωση εξόδου από την Ευρωζώνη, να μετατραπεί στο νέο εθνικό νόμισμα.
• Αν και όλοι οι ξένοι επίσημοι ομολογιούχοι εξαιρέθηκαν από το PSI, όλοι οι ντόπιοι ομολογιούχοι έλαβαν μέρος (με μερικά ασφαλιστικά ταμεία αναγκαστικά). Οι ελληνικές τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιηθούν μέχρι και με 50 δισ. ευρώ που θα δανεισθεί το Δημόσιο, χωρίς όμως το Δημόσιο να έχει δικαίωμα ψήφου για πέντε χρόνια. Στο μεταξύ δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για την κάλυψη των απωλειών λόγω «κουρέματος» των ασφαλιστικών ταμείων και μικρών αποταμιευτών σε ομόλογα του Δημοσίου.
• Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οικονομική ύφεση θα συνεχισθεί για ακόμη δύο χρόνια. Ομως είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς πώς η συνεχιζόμενη λιτότητα και η έλλειψη ρευστότητας μπορούν να φέρουν ανάπτυξη μετά το 2014. Υπό αυτές τις συνθήκες, η άποψη του κ. Ρουμπινί για άλλα πέντε χρόνια αύξησης της ανεργίας και ύφεσης φαίνεται πιο ρεαλιστική. Κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα, «ανάπτυξη» δεν θα είναι δυνατή, εφόσον δεν είναι συμβιβάσιμη με την οικονομική πολιτική της λιτότητας που απορρέει από το Μνημόνιο.
• Εκτός των Ευρωπαίων επιτρόπων και επιτηρητών σε καίρια υπουργεία και τις ιδιωτικοποιήσεις σε εξευτελιστικές τιμές, έπονται και δεσμευμένοι λογαριασμοί απ’ όπου η αποπληρωμή του χρέους θα είναι η απόλυτη προτεραιότητα του δημόσιου προϋπολογισμού. Τελικά, είναι η εφαρμογή του Μνημονίου που θα φέρει πλέον την πραγματικότητα του να μην υπάρχουν λεφτά για μισθούς και συντάξεις.
• Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν έχει ουσιαστικά βελτιωθεί, παρά την ύφεση τεσσάρων συνεχών ετών. Αυτό δεν είναι παράδοξο, δεδομένης της εμπειρίας σχεδόν ενός αιώνα, καθώς η εσωτερική υποτίμηση –η μείωση των μισθών και τιμών– ως μέθοδος ανάκτησης ανταγωνιστικότητας δεν έχει δουλέψει πουθενά χωρίς να καταστρέψει πρώτα την οικονομία (κατά το «η εγχείρηση πέτυχε αλλά ο ασθενής, δυστυχώς, απέθανε»). Ενα βασικό στοιχείο που κάνει την εσωτερική υποτίμηση πολύ δύσκολη είναι πως, καθώς οι μισθοί πέφτουν, η αξία των ντόπιων ιδιωτικών χρεών δεν προσαρμόζεται. Αυτό κάνει τα χρέη ακόμη πιο δυσβάσταχτα, οδηγώντας σε μεγαλύτερες μειώσεις στην κατανάλωση και σε χρεοκοπίες, οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν σε περιστολή των πιστώσεων, περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και αύξηση της ανεργίας. Η εναλλακτική λύση στην εσωτερική υποτίμηση που στην πράξη βοηθά την ανάκτηση ανταγωνιστικότητας είναι η εξωτερική υποτίμηση, η οποία όμως χρειάζεται εθνικό νόμισμα.
Η Ελλάδα, εν περιλήψει, αντιμετωπίζει ένα εξοντωτικό, μη βιώσιμο χρέος το οποίο όμως είναι πλέον πιο δύσκολο από πριν να αθετηθεί ή να μετατραπεί σε καινούργιες «δραχμές», όταν ο πιο εύκολος τρόπος για να ανακτήσει η χώρα ανταγωνιστικότητα και να γυρίσει στην ανάπτυξη είναι ακριβώς να έχει το δικό της νόμισμα.
Η ευκαιρία που δόθηκε από τον κ. Σόιμπλε –προσυμφωνημένη αθέτηση πληρωμών χωρίς το βάρος καινούργιων δανείων και έξοδος από την Ευρωζώνη (και χωρίς έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση) – απορρίφθηκε χωρίς καμία συζήτηση. Η κυβέρνηση Παπαδήμου και τα δύο μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης έκαναν την επιλογή χωρίς κανένα δημόσιο διάλογο για τις μελλοντικές επιπτώσεις των δεσμεύσεων που ανέλαβαν, δεσμεύσεις που θα έχουν επιπτώσεις βάθους δεκαετιών.
Τι μέλλει γενέσθαι; Δύο είναι οι πιθανές πηγές σεναρίων που μπορούν ν’ αλλάξουν τη σημερινή δυναμική. Η μία προέρχεται από την ίδια την Ευρωζώνη. Για παράδειγμα, καλός για την Ελλάδα θα ήταν ένας υψηλότερος πληθωρισμός, έστω και 4%, που θα έκανε το χρέος βιώσιμο. Αν και η ανταγωνιστικότητα δεν θα βελτιωνόταν αισθητά ως αποτέλεσμα πληθωρισμού, η δυνατότητα ανάκτησης ανταγωνιστικότητας μέσω της εξόδου από την Ευρωζώνη θα ήταν πιο συμφέρουσα εφόσον το χρέος θα είναι βιώσιμο.
Τέτοιο σενάριο όμως θα ήταν απίθανο να πραγματοποιηθεί χωρίς ριζικές αλλαγές στη λειτουργία της ΕΚΤ, ειδικά όταν η μοναδική εντολή που έχει είναι ο περιορισμός του πληθωρισμού. Μια πιο επιεικής αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους από τους εταίρους θα ήταν δύσκολο να συμβεί έξω από συνθήκες βαθύτερης γενικής κρίσης που θα συμπεριλάμβανε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, αλλά αυτό θα σήμαινε και περισσότερα προβλήματα για την Ελλάδα και θα έπαιρνε χρόνο, που η χώρα μπορεί να μην έχει.
Η δεύτερη πηγή αλλαγών θα είναι οι εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Είναι πολύ πιθανό η χώρα να έχει μια σειρά αδύναμων κυβερνήσεων που δεν θα μπορούν να κάνουν τις περικοπές που επιβάλλονται από το Μνημόνιο, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να κάνει αναγκαστική παύση πληρωμών. Κάτι τέτοιο φυσικά θα συσχετίζεται με τη συνεχιζόμενη χειροτέρευση της οικονομίας, των δημοσίων υπηρεσιών και της κοινωνίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μια κυβέρνηση που θα έχει γνώμονα το δημόσιο συμφέρον θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει αναγκαστικές επιλογές που θα απομόνωναν τη χώρα ακόμη περισσότερο, αφού μια παύση πληρωμών θα στρεφόταν ενάντια στους εταίρους της Ευρωζώνης. Η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα έχει μόνο νομικά μέσα να κερδίσει χρόνο και χρήμα – αμφισβήτηση παλαιών και καινούργιων δανειακών συμβάσεων και μέτρων σε ευρωπαϊκά και ελληνικά δικαστήρια, με την ελπίδα πως μέχρι τότε θα υπάρχουν και άλλες χώρες και άλλες πολιτικές δυνάμεις να βοηθήσουν. Δηλαδή αυτό ακριβώς που παραπλανητικά υποτίθεται πως το PSI ήθελε να αποφύγει – την εξαθλίωση και απομόνωση της χώρας, είναι πολύ πιθανό να έρθει εξαιτίας του.
* Ο κ. Στέργιος Σκαπέρδας είναι καθηγητής Οικονομικών, University of California, Irvine.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.