Μετά από τρεις βδομάδες σκληρών διαπραγματεύσεων, υψηλών εντάσεων και χαμένων χρονοδιαγραμμάτων, έφτασε η ώρα της συμφωνίας για τη δεύτερη ελληνική διάσωση. Οι Υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης αναμένονταν να εγκρίνουν χτες βράδυ το δεύτερο πακέτο διάσωσης ύψους 130 δις ευρώ που έχει σαν στόχο τη χρηματοδότηση του ελληνικού PSI και τον περιορισμό του ελληνικού δημοσίου χρέους στο 120% του ΑΕΠ ως το 2020.
Λίγες μέρες πριν η συμφωνία αυτή έμοιαζε σχεδόν αδύνατη, εξαιτίας της σχεδόν πλήρους κατάρρευσης της εμπιστοσύνης της Ευρωζώνης στην ελληνική πολιτική ελίτ και κυρίως στον ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πιθανότερο αυριανό πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. Ο δρόμος για τη συμφωνία άνοιξε αφότου ο Αντώνης Σαμαράς υπέκυψε στους σκληρούς εκβιασμούς της τρόικας και αφού η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε όρους ακραίας αυστηρότητας που διακυβεύουν την εθνική ακεραιότητα της Ελλάδας με τη θέσπιση ενός ειδικού ταμείου που θα αποδίδει προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση του χρέους έναντι των δαπανών του ελληνικού δημοσίου και την εισαγωγή ενισχυμένης εποπτείας της Ευρωζώνης στις ελληνικές υποθέσεις.
Παρά ταύτα, η συμφωνία σαφώς παρέχει κάποια στοιχεία ανακούφισης, έστω και προσωρινά, για την Ελλάδα, την Ευρωζώνη και τις αγορές. Η μη έγκρισή της θα σήμαινε μια σκληρή ελληνική χρεοκοπία σε ένα μήνα, γεγονός που θα οδηγούσε την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης, με άγνωστες αλλά πιθανώς καταστροφικές επιπτώσεις. Βέβαια, για να πάρει τα λεφτά η Αθήνα θα πρέπει να ξεπεράσει πολλά εμπόδια. Η διάσωση εξαρτάται από το αν η Αθήνα θα καταφέρει να διασφαλίσει τη μείωση του χρέους της μέσω της συμμετοχής των ομολογιούχων του ιδιωτικού τομέα στις ζημιές κατά 100 δις ευρώ, είτε μέσα από μια εθελοντική συμφωνία είτε μέσα από την ενεργοποίηση των ρητρών συλλογικής δράσης που θα εισαχθούν αναδρομικά με νόμο στα ελληνικά ομόλογα. Η Ελλάδα καλείται ακόμη να συμμορφωθεί με 20 όρους που εκκρεμούν από το πρώτο μνημόνιο στους οποίους δεν έχει ανταποκριθεί.
Κι εκτός τούτων, η συμφωνία θα πρέπει να επικυρωθεί από τα εθνικά κοινοβούλια κάποιων κρατών μελών της Ευρωζώνης, πρωτίστως δε της Γερμανίας, της Φιλανδίας και της Ολλανδίας, ακριβώς δηλαδή εκείνων των χωρών που έχουν εκφράσει τις περισσότερες επιφυλάξεις ως προς τη συμφωνία.
Το αν η ελληνική διάσωση θα έχει θετικές επιπτώσεις μόνον βραχυπρόθεσμα ή πιο μακροχρόνια θα εξαρτηθεί από το τι θα γίνει στη συνέχεια. Η δεύτερη διάσωση της Ελλάδας θα συμβάλει στην επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης αν και μόνον αν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν την θεωρήσουν ως λύση αλλά ως ένα πρώτο βήμα προς κάτι που θα είναι μια μακρά διαδικασία η οποία θα διορθώσει τα προβλήματα της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.
Η ενίσχυση των χρηματιστηριακών αγορών από τον περασμένο Δεκέμβριο οφείλεται τόσο στην συγκρατημένη αισιοδοξία ότι η Ευρωζώνη αναπτύσσει επιτέλους μια συνεκτική πολιτική απάντηση στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους όσο και στην αποφασιστική δράση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι επενδυτές ποντάρουν στο ότι η αλλαγή των κυβερνήσεων της Ιταλίας και της Ισπανίας και η εισαγωγή ενός νέου δημοσιονομικού συμφώνου προετοίμασαν το έδαφος για την βαθύτερη πολιτική και δημοσιονομική ολοκλήρωση που χρειάζεται προκειμένου να δοθεί πραγματικά τέλος στην κρίση. Οι αγορές βλέπουν την ελληνική συμφωνία ως μια περαιτέρω επιβεβαίωση ότι υπάρχει η πολιτική βούληση για τη σωτηρία του ευρώ. Αν όμως οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ερμηνεύσουν αυτή την προσωρινή ανάπαυλα ως ένδειξη ότι έκαναν ό,τι έπρεπε και τέλος, και δεν προχωρήσουν σε περαιτέρω αλλαγές οι αγορές θα καταρρεύσουν με απίστευτο πάταγο.
Κι αυτό θα συμβεί γιατί κανείς δεν πιστεύει ότι μια διάσωση που αφήνει την Ελλάδα με χρέος 120% ως 130% του ΑΕΠ της μπορεί να έχει αποτελέσματα. Είναι αλήθεια ότι μετά την ολοκλήρωση της παρούσας διάσωσης η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα εξαρτάται εν μέρει από τα επιτόκια και το προφίλ των λήξεων των νέων ομολόγων της χώρας καθώς και από τις αλλαγές στους όρους των δανείων του επίσημου τομέα. Τα ελληνικό χρέος ως προς το ΑΕΠ θα μπορούσε να πέσει και κάτω του 120% πριν το 2020 αν η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα φτάσει στο 100% και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεχτεί να παραιτηθεί των κερδών της για τους ελληνικούς τίτλους ύψους 45 δις ευρώ που κατέχει. Ταυτόχρονα όμως η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους εξαρτάται και από το τι θα γίνει στην ελληνική οικονομία. Πολλοί φοβούνται ότι μετά από πέντε χρόνια ύφεσης που οδήγησαν σε συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 14%, η Ελλάδα έχει κουραστεί από τη λιτότητα και δεν υπάρχει πια η πολιτική στήριξη για να εφαρμοστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενδέχεται να στηρίξουν κάποια στιγμή την ανάπτυξη. Επιπλέον μετά από δύο χρόνια απώλειας των στόχων, η εμπιστοσύνη στις επίσημες προβλέψεις είναι – για προφανείς λόγους – πολύ περιορισμένη.
Το μεγαλύτερο ωστόσο πρόβλημα είναι η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η δεύτερη συμφωνία διάσωσης δεν θα έχει αποτελέσματα γιατί δεν εξασφαλίζει τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ. Αν ολοκληρωθούν οι συμφωνίες για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και τη δεύτερη δανειακή σύμβαση, ο ιδιωτικός τομέας θα καταλήξει να κατέχει μόλις το 30% του ελληνικού δημοσίου χρέους σε νέους τίτλους που θα υπάγονται στο αγγλικό δίκαιο κι αυτό θα περιορίσει τις προοπτικές για περαιτέρω μείωση του ελληνικού χρέους. Γεγονός που με τη σειρά του σημαίνει πως κάθε μελλοντική ζημιά θα επιβαρύνει τους φορολογούμενους της Ευρωζώνης, μια προοπτική πολύ δύσκολη πολιτικά, η οποία, αν υλοποιηθεί θα τροφοδοτήσει αιτήματα για εκδίωξη της Ελλάδα από το ευρώ. Ποιος θα κάνει συναλλαγές με την Ελλάδα με ένα τέτοιο κίνδυνο να αιωρείται στη χώρα; Και ποιος θα επενδύσει ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και ανάπτυξη;
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα πρέπει συνεπώς να χρησιμοποιήσουν τον χρόνο ανάπαυλας που θα κερδίσουν με την ελληνική συμφωνία προκειμένου να εμβαθύνουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Πρέπει να πειστούν οι επενδυτές ότι υπάρχει πολιτική βούληση για τη σωτηρία του ευρώ και πρέπει να πειστούν οι Έλληνες ψηφοφόροι ότι αξίζει το εγχείρημα διάσωσης της χώρας τους. Η κρίση έχει διεγείρει ισχυρές και άκρως αποκρουστικές δυνάμεις σε όλη την Ευρώπη που αντανακλώνται στην αύξηση της στήριξης των ακραίων πολιτικών κομμάτων. Κι αυτό σε μια στιγμή όπου η ενίσχυση της διάθεσης αποφυγής των κινδύνων από τράπεζες, επενδυτές και εταιρίες από-ευρωποιεί τα κράτη της Ευρωζώνης περιορίζοντας τις διασυνοριακές κεφαλαιακές και εμπορικές ροές. Κι ενώ και η ΕΚΤ συμβάλλει σε αυτή τη βαλκανοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος επιτρέποντας στις εθνικές κεντρικές τράπεζες να θέτουν καθεμιά δικούς της κανόνες ενεχύρων.
Μόνο μια ισχυρή επίδειξη συλλογικής προληπτικής δράσης μπορεί να αντιστρέψει αυτές τις τάσεις. Η χαλάρωση των όρων της συμφωνίας διάσωσης για την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, σε αναγνώριση της συμμόρφωσής τους με τα ευρωπαϊκά προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζουν, θα στείλει ένα ισχυρό μήνυμα ότι η Ευρωζώνη κατανοεί τη σημασία του καρότου όσο και του μαστιγίου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να κινηθεί γρήγορα προς την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς και να προχωρήσει με κινήσεις απελευθέρωσης των αγορών ενεργείας και του κλάδου υπηρεσιών καθώς και με μεταρρυθμίσεις της κοινής αγροτικής πολιτικής. Και πρέπει επίσης να στηρίξει την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και να αυξήσει τα διαρθρωτικά της κονδύλια με σκοπό τη χρηματοδότηση ενός πραγματικού σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Τέλος η Ευρωζώνη θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι δεν θα μπορέσει να υπάρξει λύση στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους μέχρι να διαχωριστεί η μοίρα του τραπεζικού συστήματος από τη μοίρα των κρατών. Αυτό απαιτεί τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού σχήματος εγγύησης καταθέσεων και εν τέλει την έκδοση του ευρωομολόγου που θα δώσει στις τράπεζες του ευρώ ένα εναλλακτικό περιουσιακό στοιχείο απαλλαγμένο κινδύνων.
Αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες που κάθισαν χτες βράδυ στο τραπέζι για να εγκρίνουν τη συμφωνία διάσωσης της Ελλάδας δεν είχαν στο μυαλό τους όλα αυτά, δεν έπρεπε να υπογράψουν τη συμφωνία. Η απόφαση να προχωρήσουν σε μια άκρως προβληματική ελληνική διάσωση δίχως σχέδιο για επιτάχυνση της ολοκλήρωσης της Ευρωζώνης και για δημιουργία μιας λειτουργικής νομισματικής ένωσης θα ήταν μια ακραία πράξη συμφεροντολογικού κυνισμού που απλά θα μεγαλώσει την ελληνική – και την ευρωπαϊκή – αγωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.