Όποιος σκέφτεται, δεν στοχάζεται οπωσδήποτε.
Η σκέψη λειτουργεί και για τα πιο ασήμαντα πράγματα του καθημερινού βίου.
Ο στοχασμός υψώνει τον Ανθρωπο σε μια περιοχή αξιώσεων της μοίρας του -της κατάστασης και της αποστολής του ως Ανθρώπου μέσα στον κόσμο που έπλασε ο Θεός και τον τοποθέτησε ως Διαβάτη.
Η σκέψη λειτουργεί και για τα πιο ασήμαντα πράγματα του καθημερινού βίου.
Ο στοχασμός υψώνει τον Ανθρωπο σε μια περιοχή αξιώσεων της μοίρας του -της κατάστασης και της αποστολής του ως Ανθρώπου μέσα στον κόσμο που έπλασε ο Θεός και τον τοποθέτησε ως Διαβάτη.
…
Η καταναλωτική κοινωνία -πριν ψυχορραγήσει και τελευτήσει- είχε φροντίσει να πλάσει και να συγκροτήσει έναν τύπο ανθρώπου-πολίτη τελείως παθητικό: Να ζει, να χαίρεται τη ζωή και τα ποικίλα αγαθά της, να ψηφίζει όταν καλείται γι’ αυτό και να αποχωρεί έχοντας απολαύσει την εγκοσμιότητά του κι έχοντας με ηδονή εξαγοράσει την θνητότητά του. Είναι όμως το πλάσμα αυτό άνθρωπος αυθεντικός; Και συνιστά τον ιδεώδη τύπο που πλάθεται, του ανθρώπου πολίτη; [...]
Τώρα πλέον που η κοινωνία που ανέκυψε στον 21ο αιώνα μοιάζει να παραμένει αστόχως μια κοινωνία απολαύσεων και διασκεδάσεων, αλλά μέσα σε μια όλο και πιο έντονη απορία πληροφοριακή, ο αείμνηστος Διαφωτισμός έχει καταντήσει ένα φάντασμα: κανείς μοιάζει να μην επιθυμεί πλέον στ’ αλήθεια να πληροφορείται αλλά μόνο πώς θα κατορθώσει να αποφεύγει, μέσα στην καθημερινότητά του, αυτό το ανατριχιαστικό λίκνισμα προς την καταστροφή, αυτή την καταβύθιση στην υλική στέρηση. Δεν στοχάζεται, δεν υπολογίζει ούτε φοβάται μια άλλης μορφής καταστροφή, εκείνη που απειλεί τον Ανθρωπο που αδιαφορεί για την ανθρωπιά του, που δεν επιθυμεί να γίνει Ανθρωπος αυθεντικός αλλά, συμφιλιωμένος πλέον με τον θάνατό του, ένας μακρόβιος, ανεμπόδιστος διασκεδαστής. Δεν αναζητεί τον σκοπό τής ζωής του, απόκριση θεμελιακά ικανοποιητική στο συγκλονιστικό μυστήριο της δημιουργίας του -που τον ταλανίζει από καταγωγής- και στην αποσβολωτική διερώτηση περί του σκοπού που οφείλει να υπηρετεί η ανθρώπινη κοινωνία.
Διότι, τελικά, ποιό νόημα μπορεί να αποκτήσει η ευμάρεια, όταν δέχεται ο σύγχρονος άνθρωπος πως ο αναπόφευκτος θάνατος αποτελεί τον εκμηδενισμό του; Διότι τότε ανακύπτει πνιγηρό το παράλογο του υπάρχειν, η συγκλονιστική απορία περί του ζην χωρίς βαθύτερο σκοπό μέσα σε μιαν απέραντη και απεριόριστη σύναξη ανθρώπων που πλάστηκαν για να βεβαιώσουν και να ασκήσουν την ανθρωπιά τους -ως κοινωνία συνειδήσεων, ως σύναξη ψυχών- κι εκείνοιεγλίστρησαν και καταβυθίστηκαν μέσα σ’ ένα πέλαγος υλιστικού παραλογισμού, όπου και μόνο το να ζεις, σ’ εμποδίζει να αναζητήσεις τον σκοπό, τον προορισμό, την κατανίκηση του θανάτου, τελικά.
Οι πνευματικοί άξονες της σημερινής κοινωνίας είναι σήμερα θρυμματισμένοικαι ο θάνατος ως προορισμός απλώνεται από αιώνα σε αιώνα στους Ανθρώπους, στην συνείδηση, στην Φύση ολόκληρη. Πώς οφείλει να ενεργήσει τώρα ο άνθρωπος για να αναδειχθεί άξιος της ανθρωπιάς του και να συμπεριφερθεί μέσα στον αρπακτικό αυτόν αιώνα ως ένα πλάσμα του Θεού που αντιμετωπίζει τον προορισμό του ως θέλημα θείο, ως εκπλήρωση του μυστηρίου της Δημιουργίας;
Πώς θα αντιμετωπίσει το διερώτημα των γενεών που έρχονται και που θα έρχονται, ώσπου να εκπνεύσει ο κόσμος αυτός, ο οποίος, έχοντας αρχή, θα έχει αναπόφευκτα και τέλος; Το διερώτημα: Ποιός ο σκοπός -βαθύτερα: προορισμός- της δημιουργίας του Ανθρώπου και της προσωρινής παρουσίας του μέσα στον κόσμο αυτόν; Υπάρχει και άλλος, μετά από αυτόν που ζούμε κόσμος και ποιός, αν όχι αυτός που μας βεβαιώνει ο Δημιουργός Θεός με συγκλονιστικό μυστήριο της θρησκείας που συνιστά το ανεκλάλητο αίνιγμα του Ανθρώπου στον κόσμο αυτόν;
Γιατί η κοινωνία των ανθρώπων -και άλλοτε και σήμερα με τρόπο αποπνικτικό- δεν έχει τρόπους που να μας βεβαιώνει πως δεν αποτελεί ο θνητός έναν διαβάτη που μάταια αναρωτιέται. Πως ο άνθρωπος, από καταβολής του, λειτουργεί σύμφωνα με τον προορισμό που του έταξε ο Δημιουργός του. Και όταν ο θνητός δεν αναζητεί απόκριση ισχυρή στην διερώτηση που συγκλονίζει -που οφείλει να τον συγκλονίζει- περί του σκοπού της Δημιουργίας του, περί του Προορισμού του στον κόσμο αυτό και περί της «τύχης» του μετά τον θάνατο, τότε δεν γίνεται άνθρωπος αυθεντικός. Και τότε ο σκοπός τής Δημιουργίας του δεν υπηρετείται και ο άνθρωπος δεν αποκαθίσταται.
Η εγκόσμια ευδαιμονία -εφόσον ο θάνατος πάντοτε καιροφυλακτεί ορθός- προσφέρει χαρά που σκοτεινιάζει κάθε τόσο, καθώς ορθώνεται σιωπηλός ο προσωπικός θάνατος, χωρίς ν’ αποκαλύπτει πώς συνιστά μια μυστηριώδη, για την Δημιουργία τού κόσμου όλου, μετάβαση στην άλλη ζωή, εκείνη που αποκάλυψε ο Θεός χαρίζοντας το αιώνιο νόημα στην Δημιουργία του Ανθρώπου μέσα στον κόσμο αυτόν.
Έτσι, οι βεβαιώσεις τής ανθρώπινης κοινωνίας -και άλλοτε και τώρα- τον εγκόσμιο βίο -όπου καιροφυλακτεί ο θάνατος- περί εγκόσμιας αποκατάστασης καθενός στον πλούτο, στα υλικά αγαθά και, κυρίως, στην ευδαιμονία καταλήγουν να σκιάζονται αδιάκοπα από τον επίγειο θάνατο, από την αποχώρηση από τον κόσμο αυτόν, από μια μοιραία εγκατάλειψη, που ορθώνει το ερώτημα περί του τελικού προορισμού τού Ανθρώπου.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κοινωνικό κλίμα απαισιοδοξίας και αμηχανίας, όποιος επιμένει να στοχάζεται παρωθείται να καταλήξει σ’ ένα πικρό συμπέρασμα: τα δεδομένα αυτής της αναστατωμένης σήμερα κοινωνίας, όταν δεν εμποδίζουν, οπωσδήποτε αποθαρρύνουν τον άνθρωπο από το καθήκον του να γίνει ενεργός. Και η αποθάρρυνση αυτή δεν είναι μόνο ηθική, έχει καταλήξει να είναι οργανική, υπαρξιακή και επηρεάζει ριζικά και αποφασιστικά όχι μονάχα την δομή του Ανθρώπου αλλά και την λειτουργία τής κοινωνίας στην οποία συμμετέχει δομικά, διότι αυτός οικοδομεί και την κοινωνία μέσα στην οποία κατοικεί, καθώς οικοδομεί τον εαυτό του.
Την κοινωνία αυτή του 21ου αιώνα διαπερνούν και νευρώνουν μεγάλα, τελείως τυφλά,οικονομικά συμφέροντα που υπηρετούν την καλοζωία, διαμορφώνοντάς την σε μια ψυχρή, αδίστακτη σατραπεία του Κακού, όπου η πολυδύναμη γραφειοκρατίααπονευρώνει τις συνειδήσεις, συμπνίγοντάς τες μέσα στην τυφλή υλικότητα. Και αυτή η τόσο δραστήρια υλικότητα καταστρέφει, στην ουσία, τον πυρήνα τής Δημοκρατίας. Και στο βάθος, καταστρέφει τον ίδιο τον Ανθρωπο, τον πλασμένο από τον Θεό με προορισμό να αναδειχθεί σε τέκνο Του, άξιο να κατανικήσει τον θάνατο, τον εκμηδενισμό του.
Και ωστόσο, η κοινωνία που πλάθει ο 21ος αιώνας μοιάζει να επαγγέλλεται, να βεβαιώνει και να επισφραγίζει τον θάνατο του ανθρώπου. Για τούτο και ετούτη η πολύμορφη και πολύτροπη συμφιλίωσή του με τον θάνατο -μια συμφιλίωση που εγείρει το αποσβολωτικό ερώτημα: μήπως ο Ανθρωπος πλάσθηκε, τελικά, για να πεθάνει; Μήπως η μοίρα του είναι ο θάνατος; Και τότε, για ποιό λόγο ορθώθηκε μέσα στο χάος του μηδενός ολόκληρος ο κόσμος, η Δημιουργία που η βούληση του Θεού, πιστεύουμε, πως πραγματοποίησε;
Απομένουμε, τελικά, αποσβολωμένοι εμπρός στο δυσεξιχνίαστο μυστήριο της Δημιουργίας -και του κόσμου, και του Ανθρώπου. Πνίγεται η ανάσα τής ψυχής μας από τον Μηδενισμό που προσβάλλει τον ίδιο τον Θεό, από τον οποίο οι άνθρωποι του 21ου αιώνα μοιάζει να έχουν αποστραφεί. Και απομένουν πλέον οι λίγοι. Σ’ αυτούς τους λίγους στηρίζεται η Ελπίδα πως η ανθρωπότητα δεν θα καταποντιστεί τελικά μέσα στον τραγικό παραλογισμό όπου βιώνει σήμερα και πως από τα ερεβώδη σπλάχνα τέτοιου λυσσαλέου μηδενισμού θα αναπηδήσει ένα φώς, του Θεού το φως, που θα ταπεινώσει την εξουσία τού θανάτου με την αθανασία τής ψυχής. Της ψυχής τού Ανθρώπου όπου φωλιάζει το μυστήριο της ύπαρξής του. Και πως θα επαναβεβαιώσει την αποστολή τού Ανθρώπου να δοξάσει την αθανασία τής ψυχής του.
Η καταναλωτική κοινωνία -πριν ψυχορραγήσει και τελευτήσει- είχε φροντίσει να πλάσει και να συγκροτήσει έναν τύπο ανθρώπου-πολίτη τελείως παθητικό: Να ζει, να χαίρεται τη ζωή και τα ποικίλα αγαθά της, να ψηφίζει όταν καλείται γι’ αυτό και να αποχωρεί έχοντας απολαύσει την εγκοσμιότητά του κι έχοντας με ηδονή εξαγοράσει την θνητότητά του. Είναι όμως το πλάσμα αυτό άνθρωπος αυθεντικός; Και συνιστά τον ιδεώδη τύπο που πλάθεται, του ανθρώπου πολίτη; [...]
Τώρα πλέον που η κοινωνία που ανέκυψε στον 21ο αιώνα μοιάζει να παραμένει αστόχως μια κοινωνία απολαύσεων και διασκεδάσεων, αλλά μέσα σε μια όλο και πιο έντονη απορία πληροφοριακή, ο αείμνηστος Διαφωτισμός έχει καταντήσει ένα φάντασμα: κανείς μοιάζει να μην επιθυμεί πλέον στ’ αλήθεια να πληροφορείται αλλά μόνο πώς θα κατορθώσει να αποφεύγει, μέσα στην καθημερινότητά του, αυτό το ανατριχιαστικό λίκνισμα προς την καταστροφή, αυτή την καταβύθιση στην υλική στέρηση. Δεν στοχάζεται, δεν υπολογίζει ούτε φοβάται μια άλλης μορφής καταστροφή, εκείνη που απειλεί τον Ανθρωπο που αδιαφορεί για την ανθρωπιά του, που δεν επιθυμεί να γίνει Ανθρωπος αυθεντικός αλλά, συμφιλιωμένος πλέον με τον θάνατό του, ένας μακρόβιος, ανεμπόδιστος διασκεδαστής. Δεν αναζητεί τον σκοπό τής ζωής του, απόκριση θεμελιακά ικανοποιητική στο συγκλονιστικό μυστήριο της δημιουργίας του -που τον ταλανίζει από καταγωγής- και στην αποσβολωτική διερώτηση περί του σκοπού που οφείλει να υπηρετεί η ανθρώπινη κοινωνία.
Διότι, τελικά, ποιό νόημα μπορεί να αποκτήσει η ευμάρεια, όταν δέχεται ο σύγχρονος άνθρωπος πως ο αναπόφευκτος θάνατος αποτελεί τον εκμηδενισμό του; Διότι τότε ανακύπτει πνιγηρό το παράλογο του υπάρχειν, η συγκλονιστική απορία περί του ζην χωρίς βαθύτερο σκοπό μέσα σε μιαν απέραντη και απεριόριστη σύναξη ανθρώπων που πλάστηκαν για να βεβαιώσουν και να ασκήσουν την ανθρωπιά τους -ως κοινωνία συνειδήσεων, ως σύναξη ψυχών- κι εκείνοιεγλίστρησαν και καταβυθίστηκαν μέσα σ’ ένα πέλαγος υλιστικού παραλογισμού, όπου και μόνο το να ζεις, σ’ εμποδίζει να αναζητήσεις τον σκοπό, τον προορισμό, την κατανίκηση του θανάτου, τελικά.
Οι πνευματικοί άξονες της σημερινής κοινωνίας είναι σήμερα θρυμματισμένοικαι ο θάνατος ως προορισμός απλώνεται από αιώνα σε αιώνα στους Ανθρώπους, στην συνείδηση, στην Φύση ολόκληρη. Πώς οφείλει να ενεργήσει τώρα ο άνθρωπος για να αναδειχθεί άξιος της ανθρωπιάς του και να συμπεριφερθεί μέσα στον αρπακτικό αυτόν αιώνα ως ένα πλάσμα του Θεού που αντιμετωπίζει τον προορισμό του ως θέλημα θείο, ως εκπλήρωση του μυστηρίου της Δημιουργίας;
Πώς θα αντιμετωπίσει το διερώτημα των γενεών που έρχονται και που θα έρχονται, ώσπου να εκπνεύσει ο κόσμος αυτός, ο οποίος, έχοντας αρχή, θα έχει αναπόφευκτα και τέλος; Το διερώτημα: Ποιός ο σκοπός -βαθύτερα: προορισμός- της δημιουργίας του Ανθρώπου και της προσωρινής παρουσίας του μέσα στον κόσμο αυτόν; Υπάρχει και άλλος, μετά από αυτόν που ζούμε κόσμος και ποιός, αν όχι αυτός που μας βεβαιώνει ο Δημιουργός Θεός με συγκλονιστικό μυστήριο της θρησκείας που συνιστά το ανεκλάλητο αίνιγμα του Ανθρώπου στον κόσμο αυτόν;
Γιατί η κοινωνία των ανθρώπων -και άλλοτε και σήμερα με τρόπο αποπνικτικό- δεν έχει τρόπους που να μας βεβαιώνει πως δεν αποτελεί ο θνητός έναν διαβάτη που μάταια αναρωτιέται. Πως ο άνθρωπος, από καταβολής του, λειτουργεί σύμφωνα με τον προορισμό που του έταξε ο Δημιουργός του. Και όταν ο θνητός δεν αναζητεί απόκριση ισχυρή στην διερώτηση που συγκλονίζει -που οφείλει να τον συγκλονίζει- περί του σκοπού της Δημιουργίας του, περί του Προορισμού του στον κόσμο αυτό και περί της «τύχης» του μετά τον θάνατο, τότε δεν γίνεται άνθρωπος αυθεντικός. Και τότε ο σκοπός τής Δημιουργίας του δεν υπηρετείται και ο άνθρωπος δεν αποκαθίσταται.
Η εγκόσμια ευδαιμονία -εφόσον ο θάνατος πάντοτε καιροφυλακτεί ορθός- προσφέρει χαρά που σκοτεινιάζει κάθε τόσο, καθώς ορθώνεται σιωπηλός ο προσωπικός θάνατος, χωρίς ν’ αποκαλύπτει πώς συνιστά μια μυστηριώδη, για την Δημιουργία τού κόσμου όλου, μετάβαση στην άλλη ζωή, εκείνη που αποκάλυψε ο Θεός χαρίζοντας το αιώνιο νόημα στην Δημιουργία του Ανθρώπου μέσα στον κόσμο αυτόν.
Έτσι, οι βεβαιώσεις τής ανθρώπινης κοινωνίας -και άλλοτε και τώρα- τον εγκόσμιο βίο -όπου καιροφυλακτεί ο θάνατος- περί εγκόσμιας αποκατάστασης καθενός στον πλούτο, στα υλικά αγαθά και, κυρίως, στην ευδαιμονία καταλήγουν να σκιάζονται αδιάκοπα από τον επίγειο θάνατο, από την αποχώρηση από τον κόσμο αυτόν, από μια μοιραία εγκατάλειψη, που ορθώνει το ερώτημα περί του τελικού προορισμού τού Ανθρώπου.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κοινωνικό κλίμα απαισιοδοξίας και αμηχανίας, όποιος επιμένει να στοχάζεται παρωθείται να καταλήξει σ’ ένα πικρό συμπέρασμα: τα δεδομένα αυτής της αναστατωμένης σήμερα κοινωνίας, όταν δεν εμποδίζουν, οπωσδήποτε αποθαρρύνουν τον άνθρωπο από το καθήκον του να γίνει ενεργός. Και η αποθάρρυνση αυτή δεν είναι μόνο ηθική, έχει καταλήξει να είναι οργανική, υπαρξιακή και επηρεάζει ριζικά και αποφασιστικά όχι μονάχα την δομή του Ανθρώπου αλλά και την λειτουργία τής κοινωνίας στην οποία συμμετέχει δομικά, διότι αυτός οικοδομεί και την κοινωνία μέσα στην οποία κατοικεί, καθώς οικοδομεί τον εαυτό του.
Την κοινωνία αυτή του 21ου αιώνα διαπερνούν και νευρώνουν μεγάλα, τελείως τυφλά,οικονομικά συμφέροντα που υπηρετούν την καλοζωία, διαμορφώνοντάς την σε μια ψυχρή, αδίστακτη σατραπεία του Κακού, όπου η πολυδύναμη γραφειοκρατίααπονευρώνει τις συνειδήσεις, συμπνίγοντάς τες μέσα στην τυφλή υλικότητα. Και αυτή η τόσο δραστήρια υλικότητα καταστρέφει, στην ουσία, τον πυρήνα τής Δημοκρατίας. Και στο βάθος, καταστρέφει τον ίδιο τον Ανθρωπο, τον πλασμένο από τον Θεό με προορισμό να αναδειχθεί σε τέκνο Του, άξιο να κατανικήσει τον θάνατο, τον εκμηδενισμό του.
Και ωστόσο, η κοινωνία που πλάθει ο 21ος αιώνας μοιάζει να επαγγέλλεται, να βεβαιώνει και να επισφραγίζει τον θάνατο του ανθρώπου. Για τούτο και ετούτη η πολύμορφη και πολύτροπη συμφιλίωσή του με τον θάνατο -μια συμφιλίωση που εγείρει το αποσβολωτικό ερώτημα: μήπως ο Ανθρωπος πλάσθηκε, τελικά, για να πεθάνει; Μήπως η μοίρα του είναι ο θάνατος; Και τότε, για ποιό λόγο ορθώθηκε μέσα στο χάος του μηδενός ολόκληρος ο κόσμος, η Δημιουργία που η βούληση του Θεού, πιστεύουμε, πως πραγματοποίησε;
Απομένουμε, τελικά, αποσβολωμένοι εμπρός στο δυσεξιχνίαστο μυστήριο της Δημιουργίας -και του κόσμου, και του Ανθρώπου. Πνίγεται η ανάσα τής ψυχής μας από τον Μηδενισμό που προσβάλλει τον ίδιο τον Θεό, από τον οποίο οι άνθρωποι του 21ου αιώνα μοιάζει να έχουν αποστραφεί. Και απομένουν πλέον οι λίγοι. Σ’ αυτούς τους λίγους στηρίζεται η Ελπίδα πως η ανθρωπότητα δεν θα καταποντιστεί τελικά μέσα στον τραγικό παραλογισμό όπου βιώνει σήμερα και πως από τα ερεβώδη σπλάχνα τέτοιου λυσσαλέου μηδενισμού θα αναπηδήσει ένα φώς, του Θεού το φως, που θα ταπεινώσει την εξουσία τού θανάτου με την αθανασία τής ψυχής. Της ψυχής τού Ανθρώπου όπου φωλιάζει το μυστήριο της ύπαρξής του. Και πως θα επαναβεβαιώσει την αποστολή τού Ανθρώπου να δοξάσει την αθανασία τής ψυχής του.
Κώστας Ε. Τσιρόπουλος
(Απόσπασμα άρθρου από το περιοδικό «Η Νέα Ευθύνη» τ. 9, Ιαν-Φεβ. 2012)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.