Το 13,8% των εργαζόμενων στη χώρα ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας το 2010. Στοχευμένη κοινωνική πολιτική αξιώνει ο διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Πολιτικής ΕΚΚΕ Διονύσιος Μπαλούρδος, ο οποίος συμμετείχε σε ειδική συνεδρία στη Βουλή για τη νέα φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, μετά από πρωτοβουλία του ανεξάρτητου βουλευτή Παναγιώτη Κουρουμπλή (συνυπέγραψαν 26 βουλευτές). Πάγιο παραμένει το αίτημα για την καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Ποιον ορίζουμε σήμερα στην Ελλάδα ως φτωχό;
Συνήθως αναφερόμαστε σ’ αυτό που ονομάζουμε σχετική φτώχεια και που ορίζεται ως απόκλιση από ένα συνηθισμένο επίπεδο διαβίωσης. Άρα, φτωχός είναι κάποιος με εισόδημα το οποίο βρίσκεται κάτω από ένα προκαθορισμένο όριο. Το 2010 λοιπόν (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) το όριο φτώχειας στην Ελλάδα ήταν σε ετήσια βάση 7.178 ευρώ για ένα άτομο και περίπου 15.000 ευρώ για δύο ενήλικες με δύο παιδιά (κάτω από 14 ετών).
Πόσο έχει επεκταθεί η φτώχεια στη χώρα;
Από 19,7% το 2009 ανήλθε σε 20,1% το 2010. Αυτά τα ποσοστά, τα οποία είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ, εμφανίζονται σχετικά σταθερά, τουλάχιστον έως το 2010, αλλά έχει σημειωθεί μία εσωτερική αναδιάρθρωση του φαινομένου. Μετά την εκδήλωση της ύφεσης, πέρα από τις «παραδοσιακές» κατηγορίες φτωχών (άνεργοι, ηλικιωμένοι, πολύτεκνες οικογένειες), ξεπρόβαλαν και νέες ομάδες. Για παράδειγμα, είναι ιδιαίτερα ανησυχητική η διάσταση της παιδικής φτώχειας (παιδιά τα οποία μεγαλώνουν σε φτωχά νοικοκυριά). Το 2010 αυτό το ποσοστό ανήλθε περίπου στο 23%, πάνω από το συνολικό μέσο όρο του 21%. Παράλληλα, κάτω από το όριο της φτώχειας ζούσε το ίδιο έτος το 13,8% του συνόλου των εργαζόμενων στη χώρα. Δηλαδή, η εργασία υπό τις σημερινές συνθήκες δεν συνιστά πλέον ένα δίχτυ προστασίας απέναντι στη φτώχεια. Σημειωτέον, όσοι έχουν πλήρη απασχόληση κινδυνεύουν κατά 12% να μείνουν φτωχοί και όσοι εργάζονται σε καθεστώς με μερική απασχόληση κινδυνεύουν κατά 30% αντίστοιχα. Κοντά στο 33% εντοπίζεται το ποσοστό φτώχειας των μονογονεϊκών οικογενειών. Τα παραπάνω στοιχεία αφορούν τους Έλληνες υπήκοους της χώρας. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών ζούσαν το 2010 κατά 45,9% κάτω από το όριο της φτώχειας. Περισσότερο πλήττονται οι μετανάστες και οι μακροχρόνια άνεργοι.
Τι μπορεί να γίνει δεδομένων των γνωστών οικονομικών συνθηκών;
Καταρχάς, ήταν πολύ σημαντική η πρωτοβουλία να βρεθούν μαζί η ακαδημαϊκή κοινότητα και ο πολιτικός κόσμος για ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα. Από εκεί και έπειτα, χρειάζεται σωστή κοινωνική πολιτική. Για παράδειγμα, η Σουηδία, με ένα γενναιόδωρο κρατικό μηχανισμό, έχει 12% φτώχεια. Χρειάζεται εξορθολογισμός της αρωγής προς τις ασθενείς κοινωνικές ομάδες. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι το νοτιοευρωπαϊκό μοντέλο, κατά τα οποίο το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον στήριζε εκείνους οι οποίοι αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, το λεγόμενο άτυπο δίχτυ στήριξης, καταρρέει, δεδομένου ότι από εδώ και στο εξής σχεδόν κάθε οικογένεια θα περιλαμβάνει τουλάχιστον έναν άνεργο. Απαιτείται, λοιπόν, ιεράρχηση και στόχευση των δαπανών, με την καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Σημειωτέον, οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία ως ποσοστό του ΑΕΠ αγγίζουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά δεν αξιοποιούνται σωστά. Για παράδειγμα, κοινωνικά επιδόματα χορηγούνται -καθολικά- και σε κόσμο με υψηλά εισοδήματα, που δεν τα έχουν ανάγκη. Χρειάζεται έλεγχος εισοδήματος, αξιολόγηση και καταγραφή των συστημάτων. Γενικότερα, πρέπει να συνεργαστούν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς για τη μετάβαση σε ένα άλλο σύστημα, πιο αποτελεσματικό.
Ακούμε ότι οι Βρυξέλλες προσφέρουν κονδύλια για δράσεις κοινωνικής στήριξης, τα οποία ωστόσο δεν απορροφώνται από την Ελλάδα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι -από την περίοδο των ΚΠΣ ακόμη- δεν βλέπουμε πού ακριβώς καταλήγουν και ποιον βοηθούν αυτά τα χρήματα.
tvxs.gr/node/85332
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.