Του Αλέξη Π. Μητρόπουλου *
Η απροκάλυπτη, ψυχρή και ανελέητη τραπεζική ορολογία για τους μισθούς και τις συντάξεις, που αρθρώνει ο νέος πρωθυπουργός, αν και φαίνεται ότι εκπλήσσει τους κυβερνητικούς εταίρους για την κυνικότητά της, εν τούτοις δεν έχει ακόμη την κατάλληλη απάντηση από τα Συνδικάτα
Η μάχη των μισθών που δίνουν σήμερα τα Συνδικάτα, καίτοι προδιαγράφεται χαμένη, αφού η χώρα έχει δεσμευτεί σε πολλά άρθρα του Μνημονίου, είναι η πιο σημαντική μετά τη Μεταπολίτευση.
Ήδη στην ανεξέλεγκτη αγορά εργασίας οι άτυπες μεν, αλλά ενθαρρυνόμενες από την ατμόσφαιρα απορρύθμισης που επικρατεί, μορφές απασχόλησης έχουν λάβει τη διάσταση πλημμυρίδας. Η Τριαρχία των δανειστών δεν ενδιαφέρεται για την επαναφορά της ανεξέλεγκτης ζούγκλας των εργασιακών σχέσεων στη νομιμότητα, αλλά για την υποτίμηση της αξίας της εργασίας (άμεσης και έμμεσης) στις μεγάλες πιστωτικές, χρηματιστικές, εμπορικές, εισαγωγικές επιχειρήσεις, στους ομίλους, στις εταιρίες δανεισμού και ενοικίασης εργαζομένων κ.λπ., ώστε να επιτύχει τον στόχο της: τη δραστική υποβάθμιση των στοιχείων τού πυρήνα της σύμβασης εργασίας.
Τα Συνδικάτα, για λόγους που αφορούν είτε στα ίδια και στην εξάρτησή τους από τα κυβερνητικά κόμματα, είτε στην κατακερματισμένη Εργατική Τάξη (υπό ευρεία έννοια), είτε -και βεβαίως- στο πολιτικό Εργατικό Κίνημα, δηλαδή την αριστερά, βρίσκονται σε δεινή θέση. Έτσι είναι αναγκασμένα να κινούνται σε ασφυκτικά πλαίσια, διασπασμένα σε πολλές εκφράσεις.
Η απροκάλυπτη, ψυχρή και ανελέητη τραπεζική ορολογία για τους μισθούς και τις συντάξεις, που αρθρώνει ο νέος πρωθυπουργός, αν και φαίνεται ότι εκπλήσσει τους κυβερνητικούς εταίρους για την κυνικότητά της, εν τούτοις δεν έχει ακόμη την κατάλληλη απάντηση από τα Συνδικάτα. Η φράση λ.χ. «οι άνεργοι δεν έχουν ούτε κατώτατο, ούτε 13ο και 14ο μισθό», που εκστόμισε ο κ. πρωθυπουργός στη Βουλή, ήταν η πεμπτουσία του πιο ακραίου νεοφιλελεύθερου λαϊκισμού, με την οποία καλεί όλους να συναινέσουν στην αναδιανομή της φτώχειας, ώστε να αφεθούν ζωτικοί πόροι υπέρ των δανειστών.
Είναι προφανές ότι στόχος της Τριαρχίας και της κυβέρνησης δεν είναι η ονομαστική κατάργηση ή μείωση του κατώτατου μισθού, καίτοι περιλαμβάνεται στις μνημονιακές δεσμεύσεις (άρθρο 2 παρ. 7 ν. 3845/2010), που έτσι κι αλλιώς είναι από τους μικρότερους της Ευρωζώνης??? πολύ περισσότερο που ο 14ος δεν υπάρχει στις άλλες χώρες, ενώ ο 13ος λειτουργεί σε λίγες από αυτές. Στόχος είναι η αναδιάρθρωση προς τα κάτω ολόκληρου του συστήματος μισθών του ιδιωτικού τομέα, προς τον οποίο πρέπει να εξομοιωθεί το μισθολογικό σύστημα του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ.
Και η τιμωρία αυτή των μισθωτών επιβάλλεται από την κυβέρνηση (για να θυμηθούμε και τον πρόσφατο χαρακτηρισμό του απελεύθερου από ευθύνες Ντομινίκ Στρος Καν), «επειδή», όπως ανέφερε ο πρωθυπουργός στη Βουλή στις 13-1-2012 απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση του κ. Τσίπρα, «την τελευταία δεκαετία, ενώ οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 15%, η ανταγωνιστικότητα έπεσε κατά 27%». Η μέτρηση αυτή όμως δεν αποδίδει την αλήθεια, όπως υποστηρίζουν έγκυροι οικονομέτρες αλλά και το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, ούτε προσδιορίζει σε ποιο βαθμό και σε τι ποσοστό «ευθύνεται» η εργατική αμοιβή για την πτώση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και ποια είναι η συμμετοχή των άλλων παραγόντων.
Εν πάση περιπτώσει σε όλα τα κείμενα της Τριαρχίας, στις τέσσερις εκδοχές του Μνημονίου, αλλά κυρίως στο νέο ενισχυμένο Σύμφωνο για το Ευρώ, το ύψος των μισθών συναρτάται άμεσα με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Η αμοιβή της εργασίας είναι το υποζύγιο που σηκώνει, κατά τη νεοφιλελεύθερη λογική, όλο το βάρος της ελλείπουσας ανταγωνιστικότητας.
Πεποίθηση των δανειστών και των μνημονιακών συνεταίρων τους είναι ότι στην Ελλάδα, μια χρεωκοπημένη χώρα, ούτε οι μισθοί πρέπει να διατηρηθούν στο γλίσχρο μέγεθός τους, αλλά, πολύ περισσότερο, ούτε οι συλλογικοί και θεσμικοί μηχανισμοί προσδιορισμού τους μπορεί να μείνουν οι ίδιοι. Κατ' αυτούς, ο μηχανισμός διατίμησης της εργατικής δύναμης δεν μπορεί να είναι οι συλλογικές συμβάσεις μέσω της συνταγματικά κατοχυρωμένης αυτονομίας των ταξικών αντιπάλων, αλλά η αναγκαστική συνυπογραφή τού οιονεί διοικητικού καθορισμού αυτής της αμοιβής. Γι' αυτό και επισείεται η εκ του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος πράξη νομοθετικού περιεχομένου, «που εκδίδεται σε έκτακτες περιπτώσεις και σε ειδικά επείγουσες και απρόβλεπτες ανάγκες…».
Μ' αυτόν τον τρόπο οδηγούν στη διάλυση κάθε σταθεράς και στην κατάργηση κάθε δυνατότητας προσδιορισμού του ατομικού και οικογενειακού βίου κάθε εργαζομένου. Υπό το καθεστώς του Μνημονίου οι μισθοί θα καθηλωθούν και θα αντανακλούν τη σημερινή οικονομική κατάσταση, εφεξής δε, θα συνδεθούν με τους ρυθμούς αποπληρωμής του χρέους. Βρισκόμαστε λοιπόν μπρος σε μια ελεύθερη πτώση των μισθών, χωρίς πλαφόν (κατώτατο), χωρίς πρόσθετες θεσμικές εγγυήσεις και χωρίς όριο προς τα κάτω.
Εξάλλου δεν υπάρχει χρονοδιάγραμμα για την παλινόρθωσή τους στο σημερινό επίπεδο. Είναι γνωστό σε όσους μελέτησαν την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής για τη νέα δημοσιονομική διακυβέρνηση ότι απαγορεύεται ακόμη και η ανάπτυξη μέσω δανείων ή πιστώσεων του προϋπολογισμού. Επομένως, δεν δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας με τον παραδοσιακό τρόπο επενδύσεων, ούτε διοχετεύονται χρήματα εξ αυτών των πηγών για την αμοιβή της εργασίας.
Αυτό οδηγεί συνακόλουθα και σε συντριβή των συντάξεων, για τις οποίες έχει καθοριστεί από το πρώτο Μνημόνιο ο «σιδηρούς» δημοσιονομικός κανόνας, που ορίζει ότι η αύξηση των δαπανών γι' αυτές (αναλογική, βασική, επικουρική, σύνταξη, εφάπαξ, μερίσματα κ.λπ.) πρέπει να είναι κάτω από το 2,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2060! Επομένως, οι χειρισμοί του κυρίαρχου ακόμη βρυξελληνικού πνεύματος, που μας υποσχόταν την σύγκλιση των αμοιβών εργασίας, σήμερα μάς οδηγεί σε διαρκή και χαώδη απόκλιση.-
* Ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι πανεπιστημιακός και Πρόεδρος της Ένωσης για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ, www.enypekk.gr).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.