του Κώστα Γεώρμα από τη Ρήξη που κυκλοφορεί
Οι ναρκισσιστικές ελληνικές ελητείες, τα μνημόνια, ο «κίνδυνος» του λαϊκισμού και το έθνος
Το ελληνικό έθνος, για μία ακόμα φορά, και θα παλέψουμε να μην είναι η τελευταία, βρίσκεται αντιμέτωπο με μία βαθιά αντίφαση που το κατατρέχει ήδη από το 1821: η διανόησή του, οι «Φαναριώτες» του, το μεγάλο μέρος των ελίτ του, ακολουθούν τον δρόμο της υποδούλωσης και στρέφονται ενάντια σε αυτό που αποκαλείται εθνικό συμφέρον, το οποίο εκπροσωπούσαν οι πολεμιστές του Εικοσιένα. Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε εν μέρει και το 1941, όταν αυτοί που οργάνωσαν την αντίσταση το έκαναν σε αντίθεση με τις επίσημες κομματικές γραμμές, με συνέπεια να αποκατασταθούν μόλις σήμερα.
Η έλευση του μνημονίου και της διάλυσης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας ήρθε, με νέους όρους και διακυβεύματα, να αναδείξει για άλλη μία φορά αυτή την αντίθεση. Η επίλυσή της αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο για τη μελλοντική πορεία του έθνους.
Οι ναρκισσιστικές ελητείες
Το κύριο ερώτημα που αναδύεται από τις πράξεις, τις παραλείψεις και τις δηλώσεις των πολιτικών μας ταγών είναι: μα έχουν συναίσθηση του τι λένε; Σε ποιον κόσμο ζούνε; Το γεγονός ότι ο κ. Χρυσοχοΐδης βγαίνει και λέει, «εγώ είχα δουλειά, πού να διαβάζω το μνημόνιο», η κ. Κατσέλη δηλώνει ότι «ε! του έριξα μια ματιά», ο κ. Π. Οικονόμου δηλώνει «αφού δεν καταφέραμε να συγκεντρώσουμε τον φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας, είπαμε να ρίξουμε και ένα τέλος ακίνητης περιουσίας», μπορεί να προκαλεί ανατριχίλες στον μέσο Έλληνα, αλλά είναι ένα σαφές χαρακτηριολογικό χαρακτηριστικό του πασοκικού, μεταπολιτευτικού, ναρκισσιστικού ανθρώπου.
Τις προηγούμενες δεκαετίες διαμορφώθηκε η δομή ενός ανθρώπου που ανήκει στην ελίτ, ο οποίος είναι ταυτόχρονα αλαζόνας και ανασφαλής, ναρκισσιστής, χαλαρός ως προς συγκεκριμένα ηθικά στοιχεία για τον εαυτό του, αλλά αυστηρός έως απολυταρχισμού απέναντι στους άλλους. Οι διανοούμενοι αυτής της ελητείας καλλιεργούσαν πολιτικές ιδεολογίες οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με τις ανησυχίες του μέσου πολίτη (πολυπολιτισμικότητα, ανοικτές κοινωνίες, νέο σχολείο, ανοχή, λυσσαλέα επίθεση ενάντια στο έθνος, υποβάθμιση της αξίας της εγχώριας κουλτούρας, καλλιέργεια του ατομικισμού κ.λπ.).
Ο κυρίαρχος τρόπος ζωής αυτών των ελητειών είναι το να ζεις το σήμερα. Για να επιτευχθεί αυτό υπονόμευσαν συστηματικά κάθε αίσθηση ιστορικής συνέχειας, κάθε αίσθημα ότι αποτελείς μέρος μίας διαδοχής γενεών που εκκινούν στο βάθος του παρελθόντος και η ζωή τους εκτείνεται και στο μέλλον. Η ναρκισσιστική προσωπικότητα, που καλλιεργήθηκε συστηματικά από διανοούμενους, μέσα μαζικής ενημέρωσης και πολιτικούς, είχε ως κύριο στόχο τον μαρασμό του ιστορικού χρόνου και, πράγμα ακόμα πιο σημαντικό, την υπονόμευση και τη διάβρωση της ενεργούς μέριμνας για τις επερχόμενες γενεές. Έτσι, αφού η κοινωνία ως τέτοια δεν έχει μέλλον, το νόημα της ζωής σου επικεντρώνεται στη δική σου ατομική επιτυχία και ανέλιξη.
Αυτή η δομή σκέψης και ψυχοσύνθεσης καλλιεργήθηκε έντονα από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Η συστηματική πολιτική αυτού του κόμματος οδήγησε στο γεγονός ότι κρατικές δομές, κατεστημένες ομάδες συμφερόντων και μέρος από τις αντίπαλες ομάδες, όλοι τους μιμούνται και αναπαραγάγουν τις ίδιες μορφές οργάνωσης και την ίδια στοχοθεσία. [1]
Από τις πολιτικές που ακολουθούνται καθίσταται σαφές ότι οι ελητείες, οι οποίες ακριβώς λόγω της θέσης είναι αυτές που διαμορφώνουν την ατζέντα της συζήτησης, έχουν χάσει την επαφή με τον μέσο άνθρωπο[2].
Αυτή η πλασματική, τεχνητή υφή του πολιτικού λόγου, αντικατοπτρίζει την απομάκρυνση μεγάλου μέρους του πολιτικού κόσμου από την πραγματική ζωή, μαζί με μία λανθάνουσα πεποίθηση ότι τα πραγματικά προβλήματα είναι ανεπίλυτα. Συνεπώς, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος ούτε καν να προσπαθήσεις γι’ αυτά. Προσέτι, επειδή δεν διαθέτουν κάποια εύλογη λύση στα σοβαρά και ανίατα προβλήματα της χώρας, παρουσιάζουν ως πολιτικό διάλογο φληναφήματα περί «λαϊκισμού», «μεγάλου δημόσιου τομέα», «μεγάλου μισθολογικού κόστους», «υπέρμετρων κοινωνικών επιδομάτων»…
Επιπλέον, όλοι έχουμε ακούσει το επιχείρημα ότι «καλά που ήρθαν οι τροϊκανοί, γιατί όλα αυτά δεν θα μπορούσαμε να τα κάνουμε μόνοι μας»! Είχαμε γράψει και παλιότερα, στο βιβλίο μας Παγκοσμιοποίηση και Φτώχεια, ότι ο διεθνής χαρακτήρας θεσμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ βοηθά τις κυρίαρχες ελίτ, έτσι ώστε η εχθρότητα που δημιουργούσαν οι αντιλαϊκές οικονομικές συμβουλές και η ευχέρεια που διέθεταν να μην επηρεάζονται από τις ενδοεθνικές πολιτικές, να αποσοβείται. [3]
Το μεγαλύτερο έγκλημα της πασοκικής μεταπολιτευτικής κουλτούρας εκφράζεται με τον πιο εύγλωττο τρόπο στη διόγκωση του δημοσίου ελλείμματος και στην ηθική διάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Η καλλιέργεια της λογικής «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας» βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην απάρνηση του εθνικού συμφέροντος, της εθνικής ιστορίας, της αποστροφής του βλέμματος από τους υφιστάμενους και επικείμενους εθνικούς κινδύνους. Εάν ο Αντρέας Παπανδρέου έθεσε τα θεμέλια αυτού του μεταπολιτευτικού ανθρώπου, ο Σημίτης και η κουστωδία διανοουμένων που τον περιστοίχιζε, καθώς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με τα οποία ήταν απόλυτα διαπλεκόμενος, ήταν αυτοί που θεωρητικοποίησαν, εμβάθυναν και διέχυσαν, ως οργανικοί διανοούμενοι, τις λεπτότερες υφές αυτού του συστήματος. Όχι τυχαία, εκείνη ήταν η περίοδος όπου τα Ίμια συνέπλευσαν με τα βιβλία της Ρεπούση, τα δόγματα της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ για το ασφαλιστικό, την παράδοση του Αιγαίου στους Τούρκους, την εγκατάλειψη του Κυπριακού. Και, επίσης όχι τυχαία, το δακτυλίδι παραδόθηκε σε έναν «ομοϊδεάτη», τον κ. Παπανδρέου.
Υπάρχει ένας ακόμα λόγος που, αυτός ο εσμός ανάλγητων ανίκανων, έσυρε μία ολόκληρη χώρα στην καταστροφή του μνημονίου: Η πολιτική αφωνία. Και η πολιτική αφωνία προκύπτει από το γεγονός της ψυχικής αδυναμίας ταύτισης με τις επερχόμενες γενεές. Η πολιτική αφωνία προκύπτει από την αδυναμία να ταυτιστείς και να έχεις την αίσθηση ότι αποτελείς μέρος ενός ιστορικού ρεύματος. Το παρελθόν και το μέλλον είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί του μεταπολιτευτικού πασοκικού ανθρώπου.
Τις προηγούμενες δεκαετίες διαμορφώθηκε η δομή ενός ανθρώπου που ανήκει στην ελίτ, ο οποίος είναι ταυτόχρονα αλαζόνας και ανασφαλής, ναρκισσιστής, χαλαρός ως προς συγκεκριμένα ηθικά στοιχεία για τον εαυτό του, αλλά αυστηρός έως απολυταρχισμού απέναντι στους άλλους. Οι διανοούμενοι αυτής της ελητείας καλλιεργούσαν πολιτικές ιδεολογίες οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με τις ανησυχίες του μέσου πολίτη (πολυπολιτισμικότητα, ανοικτές κοινωνίες, νέο σχολείο, ανοχή, λυσσαλέα επίθεση ενάντια στο έθνος, υποβάθμιση της αξίας της εγχώριας κουλτούρας, καλλιέργεια του ατομικισμού κ.λπ.).
Ο κυρίαρχος τρόπος ζωής αυτών των ελητειών είναι το να ζεις το σήμερα. Για να επιτευχθεί αυτό υπονόμευσαν συστηματικά κάθε αίσθηση ιστορικής συνέχειας, κάθε αίσθημα ότι αποτελείς μέρος μίας διαδοχής γενεών που εκκινούν στο βάθος του παρελθόντος και η ζωή τους εκτείνεται και στο μέλλον. Η ναρκισσιστική προσωπικότητα, που καλλιεργήθηκε συστηματικά από διανοούμενους, μέσα μαζικής ενημέρωσης και πολιτικούς, είχε ως κύριο στόχο τον μαρασμό του ιστορικού χρόνου και, πράγμα ακόμα πιο σημαντικό, την υπονόμευση και τη διάβρωση της ενεργούς μέριμνας για τις επερχόμενες γενεές. Έτσι, αφού η κοινωνία ως τέτοια δεν έχει μέλλον, το νόημα της ζωής σου επικεντρώνεται στη δική σου ατομική επιτυχία και ανέλιξη.
Αυτή η δομή σκέψης και ψυχοσύνθεσης καλλιεργήθηκε έντονα από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Η συστηματική πολιτική αυτού του κόμματος οδήγησε στο γεγονός ότι κρατικές δομές, κατεστημένες ομάδες συμφερόντων και μέρος από τις αντίπαλες ομάδες, όλοι τους μιμούνται και αναπαραγάγουν τις ίδιες μορφές οργάνωσης και την ίδια στοχοθεσία. [1]
Από τις πολιτικές που ακολουθούνται καθίσταται σαφές ότι οι ελητείες, οι οποίες ακριβώς λόγω της θέσης είναι αυτές που διαμορφώνουν την ατζέντα της συζήτησης, έχουν χάσει την επαφή με τον μέσο άνθρωπο[2].
Αυτή η πλασματική, τεχνητή υφή του πολιτικού λόγου, αντικατοπτρίζει την απομάκρυνση μεγάλου μέρους του πολιτικού κόσμου από την πραγματική ζωή, μαζί με μία λανθάνουσα πεποίθηση ότι τα πραγματικά προβλήματα είναι ανεπίλυτα. Συνεπώς, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος ούτε καν να προσπαθήσεις γι’ αυτά. Προσέτι, επειδή δεν διαθέτουν κάποια εύλογη λύση στα σοβαρά και ανίατα προβλήματα της χώρας, παρουσιάζουν ως πολιτικό διάλογο φληναφήματα περί «λαϊκισμού», «μεγάλου δημόσιου τομέα», «μεγάλου μισθολογικού κόστους», «υπέρμετρων κοινωνικών επιδομάτων»…
Επιπλέον, όλοι έχουμε ακούσει το επιχείρημα ότι «καλά που ήρθαν οι τροϊκανοί, γιατί όλα αυτά δεν θα μπορούσαμε να τα κάνουμε μόνοι μας»! Είχαμε γράψει και παλιότερα, στο βιβλίο μας Παγκοσμιοποίηση και Φτώχεια, ότι ο διεθνής χαρακτήρας θεσμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ βοηθά τις κυρίαρχες ελίτ, έτσι ώστε η εχθρότητα που δημιουργούσαν οι αντιλαϊκές οικονομικές συμβουλές και η ευχέρεια που διέθεταν να μην επηρεάζονται από τις ενδοεθνικές πολιτικές, να αποσοβείται. [3]
Το μεγαλύτερο έγκλημα της πασοκικής μεταπολιτευτικής κουλτούρας εκφράζεται με τον πιο εύγλωττο τρόπο στη διόγκωση του δημοσίου ελλείμματος και στην ηθική διάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Η καλλιέργεια της λογικής «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας» βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην απάρνηση του εθνικού συμφέροντος, της εθνικής ιστορίας, της αποστροφής του βλέμματος από τους υφιστάμενους και επικείμενους εθνικούς κινδύνους. Εάν ο Αντρέας Παπανδρέου έθεσε τα θεμέλια αυτού του μεταπολιτευτικού ανθρώπου, ο Σημίτης και η κουστωδία διανοουμένων που τον περιστοίχιζε, καθώς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με τα οποία ήταν απόλυτα διαπλεκόμενος, ήταν αυτοί που θεωρητικοποίησαν, εμβάθυναν και διέχυσαν, ως οργανικοί διανοούμενοι, τις λεπτότερες υφές αυτού του συστήματος. Όχι τυχαία, εκείνη ήταν η περίοδος όπου τα Ίμια συνέπλευσαν με τα βιβλία της Ρεπούση, τα δόγματα της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ για το ασφαλιστικό, την παράδοση του Αιγαίου στους Τούρκους, την εγκατάλειψη του Κυπριακού. Και, επίσης όχι τυχαία, το δακτυλίδι παραδόθηκε σε έναν «ομοϊδεάτη», τον κ. Παπανδρέου.
Υπάρχει ένας ακόμα λόγος που, αυτός ο εσμός ανάλγητων ανίκανων, έσυρε μία ολόκληρη χώρα στην καταστροφή του μνημονίου: Η πολιτική αφωνία. Και η πολιτική αφωνία προκύπτει από το γεγονός της ψυχικής αδυναμίας ταύτισης με τις επερχόμενες γενεές. Η πολιτική αφωνία προκύπτει από την αδυναμία να ταυτιστείς και να έχεις την αίσθηση ότι αποτελείς μέρος ενός ιστορικού ρεύματος. Το παρελθόν και το μέλλον είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί του μεταπολιτευτικού πασοκικού ανθρώπου.
Ο νέος εχθρός: ο λαϊκισμός
Όχι τυχαία, ένας εσμός σημιτικών υπολειμμάτων οργάνωσε την κίνηση «Για την Ελλάδα τώρα»! Κατ’ αρχάς προκαλεί τουλάχιστον κατάπληξη που γνωστές αντεθνικές φιγούρες όπως οι κ.κ. Τσούκαλης, Μπουτάρης, Αλιβιζάτος κ.ά., συναγελαζόμενοι με γνωστά λαμόγια των ΚΕΚ, μας μιλάνε τώρα για την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό του τι εννοούν είναι η φράση: «Σε τέτοιες στιγμές δεν είναι ώρα για απολογισμούς ούτε για απόδοση ευθυνών. Φρονούμε, αντίθετα, ότι πρέπει να βλέπουμε μπροστά», που εμπεριέχεται στη διακήρυξή τους. Ενώ παράλληλα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι οι λαμογιές των πολιτικών, ο αλόγιστος δανεισμός, οι μίζες, οι τοποθετήσεις ημετέρων, το ξεπούλημα κρατικών εταιρειών για ένα κομμάτι ψωμί και το φόρτωμα του λογαριασμού στις πλάτες των φορολογούμενων, αλλά ο «λαϊκισμός»!
Και τι μας λέει το λεξικό του Κέιμπριτζ για τον λαϊκισμό, έτσι ώστε να καταλάβουμε τα βαθύτερα κίνητρα αυτών των σεπτών φάρων της σκέψης και της πολιτικής: Λαϊκισμός είναι μία μορφή κοινωνικοπολιτικής σκέψης, στρατηγικής και συμπεριφοράς, που αντιπαραβάλλει τα συμφέροντα και τις επιθυμίες της μάζας του λαού ενάντια στις ελίτ. Ο λαϊκισμός ορίζεται ως «πολιτική ιδέα και δράση που στοχεύει στην αντιπροσώπευση των επιθυμιών και των αναγκών του απλού λαού». Επειδή είναι μία φορτισμένη ιδεολογικά έννοια, πολλές φορές χρησιμοποιείται με εντελώς λανθασμένο τρόπο στον δημόσιο λόγο. Ο λαϊκισμός είναι μία αξιολογικά ουδέτερη έννοια, δεν είναι δηλαδή «κακός» ή «καλός».
Ο στόχος είναι σαφής: ο λαός. Ο λαϊκισμός καλλιεργείται ως ιδεολογία και πρόβλημα, την ίδια στιγμή που η κύρια απειλή απέναντι στην κοινωνία προέρχεται από αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, και όχι από τις μάζες.
Ακόμα πιο σαφής γίνεται ο στόχος μέσα από την εναγώνια έκκληση της κίνησης και των ομιλητών για μετριοπάθεια. Έτσι λοιπόν… Καταστρέφεται μία ολόκληρη χώρα, καταστρέφονται τα όνειρα εκατομμυρίων ανθρώπων και αυτοί μας καλούν να είμαστε μετριοπαθείς….
Και τι μας λέει το λεξικό του Κέιμπριτζ για τον λαϊκισμό, έτσι ώστε να καταλάβουμε τα βαθύτερα κίνητρα αυτών των σεπτών φάρων της σκέψης και της πολιτικής: Λαϊκισμός είναι μία μορφή κοινωνικοπολιτικής σκέψης, στρατηγικής και συμπεριφοράς, που αντιπαραβάλλει τα συμφέροντα και τις επιθυμίες της μάζας του λαού ενάντια στις ελίτ. Ο λαϊκισμός ορίζεται ως «πολιτική ιδέα και δράση που στοχεύει στην αντιπροσώπευση των επιθυμιών και των αναγκών του απλού λαού». Επειδή είναι μία φορτισμένη ιδεολογικά έννοια, πολλές φορές χρησιμοποιείται με εντελώς λανθασμένο τρόπο στον δημόσιο λόγο. Ο λαϊκισμός είναι μία αξιολογικά ουδέτερη έννοια, δεν είναι δηλαδή «κακός» ή «καλός».
Ο στόχος είναι σαφής: ο λαός. Ο λαϊκισμός καλλιεργείται ως ιδεολογία και πρόβλημα, την ίδια στιγμή που η κύρια απειλή απέναντι στην κοινωνία προέρχεται από αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, και όχι από τις μάζες.
Ακόμα πιο σαφής γίνεται ο στόχος μέσα από την εναγώνια έκκληση της κίνησης και των ομιλητών για μετριοπάθεια. Έτσι λοιπόν… Καταστρέφεται μία ολόκληρη χώρα, καταστρέφονται τα όνειρα εκατομμυρίων ανθρώπων και αυτοί μας καλούν να είμαστε μετριοπαθείς….
Το έθνος και το μέλλον του
Χωρίς εθνικούς δεσμούς οι άνθρωποι δεν μπαίνουν στον κόπο να υποστούν θυσίες για κάτι. Επιπλέον, τέτοιοι ανεθνικοί άνθρωποι δεν αισθάνονται ευθύνη απέναντι στους άλλους, αφού δεν μοιράζονται με αυτούς ούτε κοινή ιστορία, ούτε κουλτούρα και μοίρα.
Τα προηγούμενα χρόνια, οι κυρίαρχες ελητείες καλλιέργησαν μία κουλτούρα αδιαφορίας απέναντι στο παρελθόν, έτσι ώστε να καταστεί ευκολότερη η απόρριψη του παρελθόντος. Σήμερα πρέπει να ανατραπεί αυτή η κουλτούρα. Γιατί μία κοινωνία που προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στο μέλλον των επόμενων γενεών είναι μία κοινωνία που πιστεύει βαθιά ότι έχει μέλλον. Είναι μία κοινωνία που καλλιεργεί και σέβεται το παρελθόν της.
Τα προηγούμενα χρόνια, οι κυρίαρχες ελητείες καλλιέργησαν μία κουλτούρα αδιαφορίας απέναντι στο παρελθόν, έτσι ώστε να καταστεί ευκολότερη η απόρριψη του παρελθόντος. Σήμερα πρέπει να ανατραπεί αυτή η κουλτούρα. Γιατί μία κοινωνία που προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στο μέλλον των επόμενων γενεών είναι μία κοινωνία που πιστεύει βαθιά ότι έχει μέλλον. Είναι μία κοινωνία που καλλιεργεί και σέβεται το παρελθόν της.
[1]Theda Skocpol, Bringing the State Back In: Current Research, στο Peter B. Evans, Dietriech Rueschmeyer & Theda Skocpol, Bringing the State Back In, Cambridge University Press, 1985, σελ.25.
[2]Βλέπε γι’ αυτό το ζήτημα την εξαιρετική και τόσο επίκαιρη για τη χώρα μας συζήτηση του Κρίστοφερ Λας στο The Revolt of the Elites and the Betrayal of Democracy, W.W.Norton & Company, 1995, σελ. 3-49.
[3]Βλέπε Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας, Παγκοσμιοποίηση και Φτώχεια. Τα ιδεολογικά πλαίσια και οι πολιτικές των διεθνών οργανισμών για την καταπολέμηση της φτώχειας, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2006, σελ. 81.
[2]Βλέπε γι’ αυτό το ζήτημα την εξαιρετική και τόσο επίκαιρη για τη χώρα μας συζήτηση του Κρίστοφερ Λας στο The Revolt of the Elites and the Betrayal of Democracy, W.W.Norton & Company, 1995, σελ. 3-49.
[3]Βλέπε Κωνσταντίνος Δ. Γεώρμας, Παγκοσμιοποίηση και Φτώχεια. Τα ιδεολογικά πλαίσια και οι πολιτικές των διεθνών οργανισμών για την καταπολέμηση της φτώχειας, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2006, σελ. 81.
http://ardin-rixi.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.