Αυτοί για την… πατρίδα κι εμείς νομάδες στον τόπο μας.
Του Μάρκου Δεληγιάννη
Νυχτώνει. Η παγωνιά ανελέητη μαστιγώνει τους γυμνούς δρόμους της πόλης μας. Σκέφτηκα: Ιδανικός καιρός για ένα οδοιπορικό στη μοναξιά της μεγαλούπολής μας.
Κάτω απ’ τις φωτεινές επιγραφές που καλωσορίζουν τους ανύποπτους πολίτες στο θαυμαστό κόσμο της αδιάκοπης επικοινωνίας, με την ευγενική, βέβαια, χορηγία της Nokia και της Vodafone και της Wind, διέκρινα κάποιες φιγούρες, ανθρώπινες ακόμη, ξεχασμένες απ’ τη στατιστική υπηρεσία, να ψάχνουν στους κάδους των σκουπιδιών, το δείπνο τους να εξασφαλίσουν. Μαζί τους δυο τρία σκυλιά, συμπαθητικά, αυτά που σε κοιτάνε με βαθιά μελαγχολία, να περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους. Κάτι θα βρεθεί και γι’ αυτά.
Νύχτα ατέλειωτη του χειμώνα κι η στρατιά των άστεγων ψάχνει απεγνωσμένα μια γωνιά, ένα παγκάκι, μια αποθήκη ξεχασμένη, το φάντασμα μιας μισογκρεμισμένης οικοδομής, ένα σκοτεινό γκαράζ το κορμί τους να εναποθέσουν. Προστασία ζητούν απελπισμένα από της νύχτας την απειλή.
Χιονίζει πάλι σήμερα κι ο αγώνας για την κατοχύρωση ενός χαρτοκιβώτιου συνεχίζεται με μεγαλύτερη ένταση. Η ίδια αγωνία κάθε βράδυ: Το πρόχειρο στήσιμο του καταλύματος, εκεί, στην εσοχή του τοίχου, πλάι στα σβησμένα συνθήματα. Λιώσανε τα κουρασμένα παπούτσια απ’ την άσκοπη αναζήτηση λίγου χώρου, που θα ’ναι δικός τους, τις θύμισες ν’ ακουμπήσουνε. Ένα τσιγάρο, πατριώτες! Ποιον να πρωτοβοηθήσεις; Γινήκανε τόσο πολλοί οι ξεσπιτωμένοι.
Σε λίγο τ’ αυτοκίνητα θ’ αραιώσουν κι η σιγαλιά μιας ακόμη χαμένης ζωής θα πέσει χαμηλά στου δρόμου το βάθος. Οι πλάνητες της πόλης απόκαμαν κι αυτοί, κάπου θα γείρουνε, καιρός να ονειρευτούν τον θάνατο ελπιδοφόρο. Το πρωί οι απώλειες θα καταμετρηθούν ενδελεχώς κι η άχρωμη φωνή της τηλεπαρουσιάστριας, στις ειδήσεις των οκτώ, θ’ αναγγείλει αδιάφορα: «Δυο άστεγοι, χθες βράδυ, βρήκαν θάνατο τραγικό λόγω της επικρατούσης κακοκαιρίας». Για την ανθρωπιά, όμως, που στήνεται στο εκτελεστικό απόσπασμα κάθε λεπτό, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.
Ποιος, άραγε, θα σταθεί στις άκρες αυτών των τάφων δυο λόγια για να πει; Όχι βέβαια ο ευσταλής, ο ευθυτενής γόνος της οικογένειας των υπάτων. Αυτός έχει πολύ πιο σημαντικό έργο να εκτελέσει: Τη σωτηρία της πατρίδας! Η ιστορία αυτόν επέλεξε, τούτο το δύσκολο έργο να πραγματώσει. Αυτός μόνος θα σταθεί απέναντι στο πλήθος των συγκλητικών και με τρεμάμενη φωνή θα πει: Συγκλητικοί, εκατόνταρχοι, απελεύθεροι, μόνον του έθνους το συμφέρον πρέπει να κυριαρχεί στη σκέψη μας και να κατευθύνει τις ενέργειές μας.
Όταν αποφασίσαμε από κοινού να διαβούμε τη στενωπό που οδηγεί στη σύγχρονη εποχή, εκεί οπού μισθοί, συντάξεις, κοινωνική πρόνοια ανήκουν στο παρελθόν. Θέλαμε ολόψυχα να κρατήσουμε τη χώρα ορθή. Να μην την μεταλλάξουμε σε Β. Κορέα. Θυμάστε, σύντροφοι, το Καστελόριζο; Τότε ηλιοκαμένοι, υγιείς, περήφανοι, ασυνείδητοι, ήσυχοι, ακμαίοι και ευτυχείς, εξασφαλίσαμε την ιστορική είσοδο του ΔΝΤ στη χώρα μας. Έξαλλοι ζητωκραυγάζαμε την ηρωική αυτή απόφαση.
Γιατί σήμερα, λοιπόν, επικρατεί ανησυχία και σύγχυση; Γιατί τα πρόσωπά σας έγιναν τόσο σκεφτικά; Σκοτείνιασαν! Μήπως φοβάστε πως δεν θα ξαναδείτε πια την πόρτα της συγκλήτου; Το σκάφος κλυδωνίζεται και εσείς, ως αρουραίοι, τρέξατε να το εγκαταλείψετε!
Σύντροφοι συγκλητικοί ας μην κιοτέψουμε καταμεσής του δρόμου. Μην ταράζεστε! Εγώ είμαι ο φυσικός ηγέτης σας! Άλλωστε σε λίγο συμβολαιογράφοι σταλμένοι από τα διεθνή κέντρα πλαστογραφίας θ’ αφιχθούν στο κλεινόν άστυ, κραδαίνοντας επτασφράγιστα χαρτιά από δικαστάδες και βαρύγδουπους αναλυτές για να μας πείσουν πως οι θάλασσες, ο ουρανός μας, τα ποτάμια μας, καιρός να μετοχοποιηθούν, αν θέλουμε, βεβαίως, οι αγορές να μας εκδώσουνε πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης. Διαφορετικά αυτοί δεν αστειεύονται! Συμφέρον της πατρίδας να στηρίξουμε με κάθε μέσο την κυβέρνηση της τρόικας.
Αυτά στη σύγκλητο. Εμείς, νομάδες στον τόπο μας, διασχίζουμε τις πόλεις αιωρούμενοι, ξεκρέμαστοι, ακατανόητοι, ασυνάρτητοι. Κόβουμε βόλτες αμίλητοι στα σπασμένα πεζοδρόμια, στα αδιάβατα οδοστρώματα, σπαραγμένα από λακκούβες και εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα, σκεπασμένα σκόνη και σκουριά, που αιχμαλωτίζουν την ανάσα. Φοβισμένοι μπροστά σ’ ανύπαρχτα διλήμματα, σε κατασκευασμένες ενοχές: Με το ευρώ ή με τη δραχμή; Αναρωτιόμαστε: Τι μπορούμε να κάνουμε;
Κι όμως συχνά μαζευόμαστε και μιλάμε για τα πάντα: Λογοτεχνία, το περιβάλλον, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τη διαχείριση των αποβλήτων. Ποτέ όμως δεν συζητάμε για την ενότητα, για τη δημοκρατία, για το δικαίωμα στη ζωή, στην αξιοπρέπεια, για την κατεδάφιση της ελπίδας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Ηδονιζόμαστε στην καλλιέργεια μιας αυταπάτης. Κολυμπάμε στο πέλαγος της αυταπάτης κι αν δεν αντιδράσουμε, αυτή θα μας πνίξει. Ας ξανακοιταχτούμε κατάματα κι ας αναχαιτίσουμε τη σιωπή της νύχτας με το στίχο του ποιητή Φως αυγερινό, που σαϊτεύει τις στράτες του μέλλοντος:
«Αν δεν καώ εγώ
αν δεν καείς εσύ
αν δεν καούμε εμείς
πώς θα γεννούνε
τα σκοτάδια
λάμψη.
Ναζίμ Χικμέτ
Κάτω απ’ τις φωτεινές επιγραφές που καλωσορίζουν τους ανύποπτους πολίτες στο θαυμαστό κόσμο της αδιάκοπης επικοινωνίας, με την ευγενική, βέβαια, χορηγία της Nokia και της Vodafone και της Wind, διέκρινα κάποιες φιγούρες, ανθρώπινες ακόμη, ξεχασμένες απ’ τη στατιστική υπηρεσία, να ψάχνουν στους κάδους των σκουπιδιών, το δείπνο τους να εξασφαλίσουν. Μαζί τους δυο τρία σκυλιά, συμπαθητικά, αυτά που σε κοιτάνε με βαθιά μελαγχολία, να περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους. Κάτι θα βρεθεί και γι’ αυτά.
Νύχτα ατέλειωτη του χειμώνα κι η στρατιά των άστεγων ψάχνει απεγνωσμένα μια γωνιά, ένα παγκάκι, μια αποθήκη ξεχασμένη, το φάντασμα μιας μισογκρεμισμένης οικοδομής, ένα σκοτεινό γκαράζ το κορμί τους να εναποθέσουν. Προστασία ζητούν απελπισμένα από της νύχτας την απειλή.
Χιονίζει πάλι σήμερα κι ο αγώνας για την κατοχύρωση ενός χαρτοκιβώτιου συνεχίζεται με μεγαλύτερη ένταση. Η ίδια αγωνία κάθε βράδυ: Το πρόχειρο στήσιμο του καταλύματος, εκεί, στην εσοχή του τοίχου, πλάι στα σβησμένα συνθήματα. Λιώσανε τα κουρασμένα παπούτσια απ’ την άσκοπη αναζήτηση λίγου χώρου, που θα ’ναι δικός τους, τις θύμισες ν’ ακουμπήσουνε. Ένα τσιγάρο, πατριώτες! Ποιον να πρωτοβοηθήσεις; Γινήκανε τόσο πολλοί οι ξεσπιτωμένοι.
Σε λίγο τ’ αυτοκίνητα θ’ αραιώσουν κι η σιγαλιά μιας ακόμη χαμένης ζωής θα πέσει χαμηλά στου δρόμου το βάθος. Οι πλάνητες της πόλης απόκαμαν κι αυτοί, κάπου θα γείρουνε, καιρός να ονειρευτούν τον θάνατο ελπιδοφόρο. Το πρωί οι απώλειες θα καταμετρηθούν ενδελεχώς κι η άχρωμη φωνή της τηλεπαρουσιάστριας, στις ειδήσεις των οκτώ, θ’ αναγγείλει αδιάφορα: «Δυο άστεγοι, χθες βράδυ, βρήκαν θάνατο τραγικό λόγω της επικρατούσης κακοκαιρίας». Για την ανθρωπιά, όμως, που στήνεται στο εκτελεστικό απόσπασμα κάθε λεπτό, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.
Ποιος, άραγε, θα σταθεί στις άκρες αυτών των τάφων δυο λόγια για να πει; Όχι βέβαια ο ευσταλής, ο ευθυτενής γόνος της οικογένειας των υπάτων. Αυτός έχει πολύ πιο σημαντικό έργο να εκτελέσει: Τη σωτηρία της πατρίδας! Η ιστορία αυτόν επέλεξε, τούτο το δύσκολο έργο να πραγματώσει. Αυτός μόνος θα σταθεί απέναντι στο πλήθος των συγκλητικών και με τρεμάμενη φωνή θα πει: Συγκλητικοί, εκατόνταρχοι, απελεύθεροι, μόνον του έθνους το συμφέρον πρέπει να κυριαρχεί στη σκέψη μας και να κατευθύνει τις ενέργειές μας.
Όταν αποφασίσαμε από κοινού να διαβούμε τη στενωπό που οδηγεί στη σύγχρονη εποχή, εκεί οπού μισθοί, συντάξεις, κοινωνική πρόνοια ανήκουν στο παρελθόν. Θέλαμε ολόψυχα να κρατήσουμε τη χώρα ορθή. Να μην την μεταλλάξουμε σε Β. Κορέα. Θυμάστε, σύντροφοι, το Καστελόριζο; Τότε ηλιοκαμένοι, υγιείς, περήφανοι, ασυνείδητοι, ήσυχοι, ακμαίοι και ευτυχείς, εξασφαλίσαμε την ιστορική είσοδο του ΔΝΤ στη χώρα μας. Έξαλλοι ζητωκραυγάζαμε την ηρωική αυτή απόφαση.
Γιατί σήμερα, λοιπόν, επικρατεί ανησυχία και σύγχυση; Γιατί τα πρόσωπά σας έγιναν τόσο σκεφτικά; Σκοτείνιασαν! Μήπως φοβάστε πως δεν θα ξαναδείτε πια την πόρτα της συγκλήτου; Το σκάφος κλυδωνίζεται και εσείς, ως αρουραίοι, τρέξατε να το εγκαταλείψετε!
Σύντροφοι συγκλητικοί ας μην κιοτέψουμε καταμεσής του δρόμου. Μην ταράζεστε! Εγώ είμαι ο φυσικός ηγέτης σας! Άλλωστε σε λίγο συμβολαιογράφοι σταλμένοι από τα διεθνή κέντρα πλαστογραφίας θ’ αφιχθούν στο κλεινόν άστυ, κραδαίνοντας επτασφράγιστα χαρτιά από δικαστάδες και βαρύγδουπους αναλυτές για να μας πείσουν πως οι θάλασσες, ο ουρανός μας, τα ποτάμια μας, καιρός να μετοχοποιηθούν, αν θέλουμε, βεβαίως, οι αγορές να μας εκδώσουνε πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης. Διαφορετικά αυτοί δεν αστειεύονται! Συμφέρον της πατρίδας να στηρίξουμε με κάθε μέσο την κυβέρνηση της τρόικας.
Αυτά στη σύγκλητο. Εμείς, νομάδες στον τόπο μας, διασχίζουμε τις πόλεις αιωρούμενοι, ξεκρέμαστοι, ακατανόητοι, ασυνάρτητοι. Κόβουμε βόλτες αμίλητοι στα σπασμένα πεζοδρόμια, στα αδιάβατα οδοστρώματα, σπαραγμένα από λακκούβες και εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα, σκεπασμένα σκόνη και σκουριά, που αιχμαλωτίζουν την ανάσα. Φοβισμένοι μπροστά σ’ ανύπαρχτα διλήμματα, σε κατασκευασμένες ενοχές: Με το ευρώ ή με τη δραχμή; Αναρωτιόμαστε: Τι μπορούμε να κάνουμε;
Κι όμως συχνά μαζευόμαστε και μιλάμε για τα πάντα: Λογοτεχνία, το περιβάλλον, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τη διαχείριση των αποβλήτων. Ποτέ όμως δεν συζητάμε για την ενότητα, για τη δημοκρατία, για το δικαίωμα στη ζωή, στην αξιοπρέπεια, για την κατεδάφιση της ελπίδας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Ηδονιζόμαστε στην καλλιέργεια μιας αυταπάτης. Κολυμπάμε στο πέλαγος της αυταπάτης κι αν δεν αντιδράσουμε, αυτή θα μας πνίξει. Ας ξανακοιταχτούμε κατάματα κι ας αναχαιτίσουμε τη σιωπή της νύχτας με το στίχο του ποιητή Φως αυγερινό, που σαϊτεύει τις στράτες του μέλλοντος:
«Αν δεν καώ εγώ
αν δεν καείς εσύ
αν δεν καούμε εμείς
πώς θα γεννούνε
τα σκοτάδια
λάμψη.
Ναζίμ Χικμέτ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.