Του Γιάννη Τσούτσια
Πριν από λίγους μήνες, επιβλήθηκε στη χώρα, με τη γνωστή μεθόδευση, μια «μεταβατική» κυβέρνηση, για να διαπραγματευτεί το λεγόμενο PSI και να υπογράψει τη νέα δανειακή σύμβαση, αυτή που λέγεται ότι θα εξασφαλίσει την απρόσκοπτη δανειοδότηση της χώρας και την αποφυγή της ανοιχτής χρεoκοπίας. Έτσι δήλωνε εν χορώ το πολιτικό κατεστημένο, τα κόμματα που στήριξαν την εκτροπή, τα ΜΜΕ, ο ξένος παράγοντας και οι κάθε λογής επιστρατευμένοι. Μοιάζει λοιπόν παράδοξο, που ουδείς σήμερα σ’ αυτήν την κυβέρνηση ασχολείται με αυτό που πυροδότησε το σχηματισμό της!
Διότι η τύχη της χώρας σήμερα, πράγματι παίζεται, αλλά η κυβέρνηση που την οδηγεί, είναι θεατής, εκτός τροχιάς. Διαπραγματεύονται όλοι, εκτός της ιδίας, και στις συσκέψεις ακόμη παραμένει εκτός, στο καμαράκι, θλιβερή προσκεκλημένη που περιμένει να ανακοινωθεί η τύχη της. Κι ακόμη χειρότερα: Αυτή η «χώρα» δείχνει τόσο έκθετη στις απαιτήσεις κάποιων επιθετικών funds, (π.χ. επιτόκια), που αναλαμβάνουν Γερμανοί και Ευρωπαίοι να αναχαιτίσουν την ορμή των κερδοσκόπων για λογαριασμό του τραπεζίτη πρωθυπουργού της! Κι όμως. Ακόμη και ο Γ. Παπαδόπουλος, ο της χούντας, είχε θέσει κάποια όρια, που πλήρωσε με τον εκθρονισμό του…
Το πιο χαρακτηριστικό, όμως, σήμερα είναι ότι δεν μαθαίνουμε τίποτα! Ούτε και για επικοινωνιακούς λόγους, δεν γίνεται γνωστή η θέση της χώρας. Δε φαίνεται, ούτε τι ζητάμε, ούτε τι θέλουμε, ούτε τι μπορούμε. Μόνο το τι δίνουμε διαφεύγει, με τρόπο «δημοσιογραφικό», ώστε ο λαός να μην μπορέσει να παρέμβει. Έτσι εξυφαίνεται επί δύο χρόνια η συνομωσία του αποπροσανατολισμού, για να οδηγηθούμε σ’ ένα δεύτερο Μνημόνιο, με κρυφές διαπραγματεύσεις και απειλές στο προσκήνιο. Αλλά αυτή τη φορά, ο λαός γνωρίζει τι εστί Μνημόνιο, έχει αποκτήσει πικρή πείρα…
Η χώρα μπαίνει στην κρίσιμη καμπή και τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, όσο τα χειρίζεται το αφερέγγυο πολιτικό σύστημα. Στις κάθε λογής διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα προσέρχεται με ότι της έχει απομείνει, τον εθνικό της πλούτο, την ίδια της την οντότητα, προορισμένη να διαμελιστεί… Παρά τα όσα λέγονται και γράφονται, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πολλά για τη διαδικασία εκποίησης. Ένα είναι βέβαιο. Η χώρα διαθέτει πολλαπλάσια περιουσία αυτής που καλείται να εγγυηθεί, μάλιστα στο αγγλικό Δίκαιο, ώστε να εξασφαλιστούν περαιτέρω οι δανειστές της. Και επιπλέον, είναι βάσιμες οι ενδείξεις ότι ο ορυκτός της πλούτος είναι σημαντικός, όχι ως λαϊκό φαντασιακό, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων και πετρελαϊκών εταιρειών, βασισμένες στις νέες τεχνολογικές δυνατότητες. (Ο ορυκτός πλούτος παντού ήταν το επίδικο μιας λεηλασίας, το επίδικο ευρύτερων σχεδίων, όχι ως μυθοπλασία, αλλά ως ένα σχέδιο κατοχής που καταλήγει στην υπερεκμετάλλευση). Πίσω, λοιπόν, από το πέπλο σιωπής πολλά εξυφαίνονται, χωρίς να είναι ευκαταφρόνητα και άλλα, από την ύπαρξη χρυσού, μέχρι τους αρχαιολογικούς χώρους - τίποτε δεν αποκλείεται σ’ ένα τόσο ανεξέλεγκτο πλαίσιο.
Κι ενώ λοιπόν η χώρα οδεύει σε τροχιά Τρίτου Κόσμου -ξένα πλοία να φορτώνουν στα λιμάνια της- ο λαός, ταπεινωμένος, αδυνατεί να βρει «ένα χέρι βοηθείας», να μπορέσει να ανασυστήσει μια παρουσία, μια παρέμβαση, να γράψει ένα μικρό ή ένα μεγάλο «όχι». Γι’ αυτό έχουν μια διαφορετικής φύσης ευθύνη και όσοι ομιλούν εις το όνομά του, χωρίς να χαράζουν την επείγουσα πολιτική - κι αυτοί θεατές, για όσα τους αναλογούν. Δεν είναι φιλοσοφικό το ζήτημα. Είναι το αδιέξοδο που βιώνουμε. Στο σημείο μηδέν ή στο γκρεμό, όπως λένε. Μια κατάσταση που ενώ θεωρητικά, δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ, ωστόσο τίποτα δεν προδικάζει, όχι μόνο την έκβασή της, αλλά ούτε καν τη μετατόπισή της.
Διότι η τύχη της χώρας σήμερα, πράγματι παίζεται, αλλά η κυβέρνηση που την οδηγεί, είναι θεατής, εκτός τροχιάς. Διαπραγματεύονται όλοι, εκτός της ιδίας, και στις συσκέψεις ακόμη παραμένει εκτός, στο καμαράκι, θλιβερή προσκεκλημένη που περιμένει να ανακοινωθεί η τύχη της. Κι ακόμη χειρότερα: Αυτή η «χώρα» δείχνει τόσο έκθετη στις απαιτήσεις κάποιων επιθετικών funds, (π.χ. επιτόκια), που αναλαμβάνουν Γερμανοί και Ευρωπαίοι να αναχαιτίσουν την ορμή των κερδοσκόπων για λογαριασμό του τραπεζίτη πρωθυπουργού της! Κι όμως. Ακόμη και ο Γ. Παπαδόπουλος, ο της χούντας, είχε θέσει κάποια όρια, που πλήρωσε με τον εκθρονισμό του…
Το πιο χαρακτηριστικό, όμως, σήμερα είναι ότι δεν μαθαίνουμε τίποτα! Ούτε και για επικοινωνιακούς λόγους, δεν γίνεται γνωστή η θέση της χώρας. Δε φαίνεται, ούτε τι ζητάμε, ούτε τι θέλουμε, ούτε τι μπορούμε. Μόνο το τι δίνουμε διαφεύγει, με τρόπο «δημοσιογραφικό», ώστε ο λαός να μην μπορέσει να παρέμβει. Έτσι εξυφαίνεται επί δύο χρόνια η συνομωσία του αποπροσανατολισμού, για να οδηγηθούμε σ’ ένα δεύτερο Μνημόνιο, με κρυφές διαπραγματεύσεις και απειλές στο προσκήνιο. Αλλά αυτή τη φορά, ο λαός γνωρίζει τι εστί Μνημόνιο, έχει αποκτήσει πικρή πείρα…
Η χώρα μπαίνει στην κρίσιμη καμπή και τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, όσο τα χειρίζεται το αφερέγγυο πολιτικό σύστημα. Στις κάθε λογής διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα προσέρχεται με ότι της έχει απομείνει, τον εθνικό της πλούτο, την ίδια της την οντότητα, προορισμένη να διαμελιστεί… Παρά τα όσα λέγονται και γράφονται, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πολλά για τη διαδικασία εκποίησης. Ένα είναι βέβαιο. Η χώρα διαθέτει πολλαπλάσια περιουσία αυτής που καλείται να εγγυηθεί, μάλιστα στο αγγλικό Δίκαιο, ώστε να εξασφαλιστούν περαιτέρω οι δανειστές της. Και επιπλέον, είναι βάσιμες οι ενδείξεις ότι ο ορυκτός της πλούτος είναι σημαντικός, όχι ως λαϊκό φαντασιακό, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων και πετρελαϊκών εταιρειών, βασισμένες στις νέες τεχνολογικές δυνατότητες. (Ο ορυκτός πλούτος παντού ήταν το επίδικο μιας λεηλασίας, το επίδικο ευρύτερων σχεδίων, όχι ως μυθοπλασία, αλλά ως ένα σχέδιο κατοχής που καταλήγει στην υπερεκμετάλλευση). Πίσω, λοιπόν, από το πέπλο σιωπής πολλά εξυφαίνονται, χωρίς να είναι ευκαταφρόνητα και άλλα, από την ύπαρξη χρυσού, μέχρι τους αρχαιολογικούς χώρους - τίποτε δεν αποκλείεται σ’ ένα τόσο ανεξέλεγκτο πλαίσιο.
Κι ενώ λοιπόν η χώρα οδεύει σε τροχιά Τρίτου Κόσμου -ξένα πλοία να φορτώνουν στα λιμάνια της- ο λαός, ταπεινωμένος, αδυνατεί να βρει «ένα χέρι βοηθείας», να μπορέσει να ανασυστήσει μια παρουσία, μια παρέμβαση, να γράψει ένα μικρό ή ένα μεγάλο «όχι». Γι’ αυτό έχουν μια διαφορετικής φύσης ευθύνη και όσοι ομιλούν εις το όνομά του, χωρίς να χαράζουν την επείγουσα πολιτική - κι αυτοί θεατές, για όσα τους αναλογούν. Δεν είναι φιλοσοφικό το ζήτημα. Είναι το αδιέξοδο που βιώνουμε. Στο σημείο μηδέν ή στο γκρεμό, όπως λένε. Μια κατάσταση που ενώ θεωρητικά, δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ, ωστόσο τίποτα δεν προδικάζει, όχι μόνο την έκβασή της, αλλά ούτε καν τη μετατόπισή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.