Η δικαιολόγηση της μείωσης του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και ο αποκεφαλισμός του 13ου και 14ου, πατάνε πρωτίστως στην αφήγηση της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ένα ωραίο παραμύθι το οποίο βρίσκει ένθερμους οπαδούς από τη μια πλευρά και αμήχανους ακροατές από την άλλη. Η εγκεφαλική παράλυση που έχει επέλθει από το γκεμπελικού τύπου «πες, πες, κάτι θα μείνει», δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για μια ψύχραιμη διερεύνηση του κεφαλαίου ανταγωνιστικότητα.
Σε πρώτη ματιά, κάποια από τα ερωτήματα που εγείρονται είναι τα εξής:
- Πώς υπολογίζεται αυτή η ανταγωνιστικότητα τέλος πάντων; Η ανταγωνιστικότητα αναπαρίσταται από έναν αριθμό, οπότε λογικά θα υπάρχει και κάποιος τύπος που να την ορίζει.
- Εφ’ όσον η ανταγωνιστικότητα ορίζεται από κάποιο τύπο, είναι ο ορισμός αυτός μοναδικός ή υπάρχουν και άλλοι διαφορετικοί τύποι που να την ορίζουν;
- Όταν μιλάμε για ανταγωνιστικότητα, δεν θα έπρεπε να ορίσουμε και το ποιους λαμβάνουμε σαν ανταγωνιστές, ως προς τους οποίους και αυτή υπολογίζεται;
Εύλογα θα μού πείτε ερωτήματα, αν και οι ώρες είναι τέτοιες που η μάχη δεν παίρνει να δωθεί επί ορισμών, αλλά στους δρόμους και με άλλα μέσα. Παρά ταύτα, μια και το άρχισα, θα το συνεχίσω, για το λόγο ότι οι αλητείες δεν πρέπει να μένουν αναπάντητες, έστω και αν οι όποιες απαντήσεις και ανασκευές είναι επί της ουσίας άχρηστες.
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ 1.
Η ανταγωνιστικότητα στην κυρίαρχη αφήγηση συνδέεται άμεσα με το μισθολογικό κόστος, συσχέτιση την οποία και πρέπει να αποδεχτούμε, μιας και παρουσιάζεται σαν ένας άλλος φυσικός και αμετάβλητος, πέραν θεού και ανθρώπων, Νόμος.
Ας πούμε λοιπόν δυο λόγια για το πώς μετριέται η ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με ένα διαδεδομένο ορισμό, και θα διαπιστώσετε το γιατί, η ανταγωνιστικότητα ορίζεται ως το αντίστροφο του Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας (unit labor cost), το οποίο με τη σειρά του ορίζεται ως:
Ο λόγος του κόστους εργασίας ανά εργαζόμενο, (μισθός+εισφορές), ως προς τον αριθμό μονάδων προϊόντος ανά εργαζόμενο, δηλαδή την παραγωγικότητα της εργασίας του. Ουσιαστικά, το μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι το κόστος (ας πούμε σε ευρώ) για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος.
Όπως βλέπουμε λοιπόν στον παράγοντα ανταγωνιστικότητα (με τον προαναφερθέντα ορισμό) υπεισέρχονται οι εξής συνιστώσες:
- μισθολογικό κόστος
- μη-μισθολογικό κόστος
- παραγωγικότητα της εργασίας και
- συναλλαγματική ισοτιμία σε δολάρια, όταν πρόκειται για εξαγωγές σε χώρες με διαφορετικό νόμισμα, για να υπάρχει κοινό μέτρο σύγκρισης στο μισθολογικό κόστος.
Βάσει του ορισμού αυτού είναι φανερό ότι το μισθολογικό κόστος δεν είναι το μοναδικό που μπορεί να πειραχτεί, όπως ισχυρίζονται ο κ. Παπαδήμος και οι συν αυτώ. (Βέβαια ούτε ο κ. Παπαδήμος, ούτε ο κ. Βενιζέλος είναι οικονομολόγοι, γιαυτό και κάποιες ανοησίες μπορούμε να τους τις συγχωρήσουμε). Το ότι επικεντρώνονται στο μισθολογικό κόστος, οφείλεται αφ’ ενός στην ιδεολογική τους αφετηρία, εκ της οποίας προκύπτει και ο ορισμός αυτός, και αφ’ ετέρου στο ότι μια άλλη παράμετρος, λ.χ. η παραγωγικότητα θα έπαιρνε αρκετό χρόνο για να μεταβληθεί. Χώρια, που δεν είναι και πολύ γνωστοί οι λόγοι που κάνουν την παραγωγικότητα μιας χώρας να μεταβάλλεται. Αυτοί μπορεί να είναι είτε εσωτερικοί, στα πλαίσια μιας εταιρίας, είτε εξωτερικοί, όπως π.χ. το συνολικό νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις. Δεν υπάρχει δε καμιά απόδειξη για το ποιος απ’ αυτούς έχει και τη μεγαλύτερη βαρύτητα.
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ 2.
Από τους πολλούς, όμως, υπάρχει και ένας άλλος ενδεικτικός ορισμός, (Levy Institute, wp_651), όπου ως ανταγωνιστικότητα ορίζεται το αντίστροφο του Μοναδιαίου Κόστους Κεφαλαίου, (unit capital cost), δηλαδή ως ο λόγος της παραγωγικότητας του κεφαλαίου ως προς το ονομαστικό ποσοστό κέρδους. Κοντολογίς, μεγάλο κέρδος μικρή ανταγωνιστικότητα, και μεγάλη παραγωγικότητα του κεφαλαίου, μεγάλη ανταγωνιστικότητα.
Ο πρώτος ορισμός λοιπόν, βάζει στο στόχαστρο της ανταγωνιστικότητας τον μισθό των εργαζομένων, ενώ ο δεύτερος το κέρδος του εργοδότη και την παραγωγικότητα του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Η πτώση δηλαδή της ανταγωνιστικότητας μπορεί να οφείλεται είτε στην αύξηση του εργατικού κόστους, είτε στην αύξηση του ποσοστού κέρδους. Διαλέγεται και παίρνετε! Το γιατί επιλέγεται ο πρώτος ορισμός, δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε, κι αυτό για όσους θεωρούν ότι τα οικονομικά είναι αμόλυντα από ιδεολογικές αναφορές.
ΠΑΡΑΔΟΞΟ του Kaldor [1]
Με όποιον όμως ορισμό και να μετρηθεί η ανταγωνιστικότητα, δεν υπάρχει κανένα ιστορικό και εμπειρικό δεδομένο που να συνδέει την ανάπτυξη με τη μείωση του κόστους εργασίας. Ως προς αυτό, υπάρχει το λεγόμενο παράδοξο του Kaldor, σύμφωνα με το οποίο, χώρες οι οποίες μεταπολεμικά επέδειξαν τη μεγαλύτερη αύξηση του εργασιακού κόστους, πήραν επίσης και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Επομένως, η πίστη ότι η ανταγωνιστικότητα θα αυξηθεί με μείωση του μισθού, σε αντίθεση με την αύξηση της παραγωγικότητας, είναι το λιγότερο αφελής και απλοϊκή. Σύμφωνα με τον Kaldor, η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται από τη δυναμική εξέλιξη του μισθού και της παραγωγικότητας.
Ανάλυση μιας μεταγενέστερης περιόδου, 1978-1994, από κάποιον άλλο ερευνητή (Fagerber) [2], επιβεβαίωσε το προηγούμενο παράδοξο του Kaldor, ότι δηλαδή, η κοινή αντίληψη ότι μικρό μισθολογικό κόστος οδηγεί σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας είναι επιεικώς αφελής.
Μέχρι τώρα λοιπόν έχουμε δει τα εξής:
- Δεν υπάρχει μοναδικός ορισμός για το πώς μετριέται η ανταγωνιστικότητα
- Δεν υπάρχει μοναδικός τρόπος για το πώς μετριέται η παραγωγικότητα
- Δεν υπάρχει συμφωνημένος ορισμός για το πώς μετριέται το μοναδιαίο κόστος εργασίας.
- Δεν υπάρχει εμπειρική επιβεβαίωση ανάμεσα στη μείωση του μισθολογικού κόστους και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
Και στο σημείο αυτό θα ξαναδώσω το ίδιο χαρακτηριστικό γράφημα για τη χρονική εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας (αντίστροφο της ανταγωνιστικότητας) στην Ελλάδα, μετρημένο από τους πλέον αξιόπιστους οργανισμούς. Το χάος ως προς την ακριβή τιμή του είναι εύγλωττο, και δεν χρειάζεται σχολιασμό.
Ως προς το τρίτο δε, ερώτημα που έθεσα αρχικά, δηλ ανταγωνιστικότητα σε σχέση με ποιους;, θα επανέλθω σε επόμενη ανάρτηση.
[1] Kaldor, N. 1978. “The Effect of Devaluations on Trade in Manufactures.” in Further
Essays on Applied Economics. London : Duckworth.
————. 1971. “Conflicts in national economic objectives.” Economic Journal
81(321): 1–1631
————. 1970. “The case for regional policies.” Scottish Journal of Political Economy
17(3): 337–348.
[2] Fagerberg, J. 1996. “Technology and competitiveness.” Oxford Review of Economic
Policy 12(3): 39–51.
————. 1988. “International competitiveness.” The Economic Journal98(June): 355–374.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.