Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος Κιλκίς
Δάσκαλος Κιλκίς
«Ο λαός μας έφτασε στην κορυφή της Αθανασίας, γιατί έφτασε στην άκρη της Θυσίας»
Βασίλης Ρώτας, ποιητής
Βασίλης Ρώτας, ποιητής
Οι Μεγάλες Ημέρες του Γένους μας. Η εθνική επέτειος του ’40.
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα, όχι μόνο να κλαις, αλλά, κυρίως, να καμαρώνεις. Λίγο να σηκωθούμε, μας έπνιξαν οι αναθυμιάσεις… το Μνημόνιο, η Τρόικα, ο Βενιζέλος, η Βάσω, η Άννα πτώματα άταφα, χαμένα πράγματα, καντιποτένιοι άνθρωποι. Στρεφόμαστε, γυρίζουμε προς την ιστορία, όχι σαν φυγάδες από το παρόν, μα για να αντικρίσουμε νηφαλιότερα το επερχόμενο μέλλον και να παρηγορηθούμε λίγο. Ιδίως τώρα που θόλωσε ο νους μας και μας βρήκε το κακό, το «πισωγύρισμα» στην ιστορία, (η καημένη η γλωσσα μας, τι τράβηξε από τους γλωσσοκόπανους της δήθεν «δημοτικιάς»), η μελέτη, λοιπόν, της ιστορίας φρονηματίζει, «διά το μηδεμίαν ετοιμοτέραν είναι τοις ανθρώποις διόρθωσιν της των προγεγενημένων πράξεων επιστήμης» κατά τον Πολύβιο. Οι πράξεις, τα κατορθώματα των περασμένων, δι-ορθώνουν τους απογόνους και όχι τα «ασκιά γιομάτ’ αγέρα», τα λόγια τα κούφια.
Το βλέπω μες στην τάξη. Ενθουσιάζονται τα παιδιά και αποτυπώνεται στην μνήμη τους ανεξίτηλα η διήγηση μιας ιστορίας, στην οποία δεσπόζει ένα ωραίο και σπουδαίο πρόσωπο. Συναρπάζονται με αυθόρμητες, ζωντανές, αψιμυθίωτες αφηγήσεις. Πανηγύρι στην τάξη γίνεται όταν φέρνεις μπροστά τους ιστορίες χαρούμενες, «πεποικιλμένες» με ηρωισμό και θυσία.
Φέτος έχω χαρά μεγάλη, γιατί δεν έφτασαν ακόμη στην μικρή, ακριτική μας πόλη, τα βιβλία που η αβελτηρία (το σωστό αβελτερία εκ του α+βέλτερος) και η ευήθεια του ΥΠΠΔΒΜ (υπουργού «ποδοβολητό») στέρησε από τους Ελληνόπαιδες.
Δύο μήνες τώρα διδάσκω φωτοτυπώνοντας κείμενα έξοχα των κορυφαίων της λογοτεχνίας μας, πάλαι τε και επ’ εσχάτων. Από τον Αίσωπο και τον άγιο Χρυσόστομο έως τον Ελύτη. (Ομιλώ γιά τα γλωσσικά εγχειρίδια). Και πώς αλλιώς; Να είσαι, τώρα δασκάλα γ’ δημοτικού, να ανοίγεις το βιβλίο γλώσσας της τάξης (α’ τεύχος, σελίδα 79) και να διαβάζεις, ενώπιον των μαθητών σου, το αφιερωματικό κείμενο γιά το έπος του ’40. Αντί όμως γιά μαρτυρίες Ελλήνων στρατιωτών, των ηρώων που κρατούσαν όρθιοι τα διάσελα της Ιστορίας, «κείται» ένα κακόμοιρο, καταθλιπτικό κείμενο μιάς δεκάχρονης εβραιοπούλας από την Θεσσαλονίκη, της Ροζίνας. Γράφει στο ημερολόγιό της: «Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940 δεν πήγαμε σχολείο. Είχε κηρυχτεί ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Αναστατωμένα ήμασταν εμείς τα παιδιά. Οι Ιταλοί βομβάρδισαν τη Θεσσαλονίκη. Στο μαγαζί του πατέρα μου γίνηκαν πολλές καταστροφές». Αυτό, τίποτε άλλο. Η γ’ τάξη δημοτικού, χιλιάδες Ελληνόπουλα, τέτοιες ηττοπαθείς γελοιότητες διδάσκονται γιά το ηρωϊκό ’40. Και στην Ε’ που διδάσκω φέτος (α’ τεύχος, σελ. 74) το επίκαιρο κείμενο τιτλοφορείται ως εξής : «Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο» και υπότιτλο «και εμείς πήγαμε στο υπόγειο». Την 28η Οκτωβρίου 1940, όταν δόνησε την πατρίδα μας η είδηση της επιστράτευσης, υπήρχε έστω κι ένας Έλληνας που κρύφτηκε ορνιθοειδώς στο υπόγειό του; Ήταν πανηγύριεκείνη η μέρα, μέθυσε ο λαός μας με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα, πού το βρήκαν τα δείλαια ανθρωπάκια του διαβίου το υπόγειο; Επιλογές αντάξιες μιας Δραγώνα, μιας Ρεπούση και της «υψηλοτάτης» διαβιοϋπουργού (χρυσοστόλιστο τίποτε μεγαλαυχίας …. και τίποτε άλλο).
Είναι γεγονός-παρενθέτω μία σκέψη- πως τα ασπόνδυλα προοδευτικά μαλάκια, ως θα έλεγε ο Ζουράρις, νιώθουν δυσφορία, μιάν «εσωτερική» ενόχληση και αδιαθεσία, όταν αναφέρονται στα πανηγύρια του Γένους και της Πίστης. Πουλημένες ψυχές, χωρίς ιθαγένεια τόπου, Γραικύλοι αληθινοί, δεν πιάνουν το νόημα της γιορτής, μετρούν τις χαμένες εργατώρες ή την «καθυστέρηση στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας». Θυμάμαι εκείνο το σπιθαμιαίου (πνευματικού) αναστήματος «πολιτικό ζώον», (αριστοτελικός ο όρος), ο Σημίτης, να πολιορκείται από δημοσιογραφικά μικρόφωνα, έξω από μία εκκλησία, ανήμερα των Θεοφανείων. (Τι μαρτύριο γιά κάτι τέτοιους ο εκκλησιασμός!). Τι δήλωσε ο… αθεόφοβος. «Τα Θεοφάνεια σηματοδοτούν την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας». Έτσι ακριβώς. Γι’ αυτό καταντήσαμε ζήτουλες της Οικουμένης…
Ας αφήσουμε όμως τα υποκείμενα και ας πιάσουμε τα κείμενα. Επεισόδια από εκείνες τις γιορτινές ημέρες του πολέμου. Να ξεθολώσει ο νους μας λίγο, να ξαποστάσουμε ακουμπώντας στις αετοράχες της Πίνδου και στα ψηλώματα της Βορείου Ηπείρου.
Το 1960 ομιλητής, κατά την εορτάσιμο ημέρα, στην Ακαδημία Αθηνών είναι ο Στρατής Μυριβήλης. Αντιγράφω: «Είχε οργανωθεί, κατά τη διάρκεια του αγώνος, υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος απ’ τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα ένα φίλο γιατρό σ’ αυτή την υπηρεσία και πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε. Ο κόσμος έκαμε κάθε μέρα ουρά γιά να δώσει το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν τη σειρά τους. Μία μέρα, λοιπόν, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.
– Εσύ, παππούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλεις εδώ;
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα, όχι μόνο να κλαις, αλλά, κυρίως, να καμαρώνεις. Λίγο να σηκωθούμε, μας έπνιξαν οι αναθυμιάσεις… το Μνημόνιο, η Τρόικα, ο Βενιζέλος, η Βάσω, η Άννα πτώματα άταφα, χαμένα πράγματα, καντιποτένιοι άνθρωποι. Στρεφόμαστε, γυρίζουμε προς την ιστορία, όχι σαν φυγάδες από το παρόν, μα για να αντικρίσουμε νηφαλιότερα το επερχόμενο μέλλον και να παρηγορηθούμε λίγο. Ιδίως τώρα που θόλωσε ο νους μας και μας βρήκε το κακό, το «πισωγύρισμα» στην ιστορία, (η καημένη η γλωσσα μας, τι τράβηξε από τους γλωσσοκόπανους της δήθεν «δημοτικιάς»), η μελέτη, λοιπόν, της ιστορίας φρονηματίζει, «διά το μηδεμίαν ετοιμοτέραν είναι τοις ανθρώποις διόρθωσιν της των προγεγενημένων πράξεων επιστήμης» κατά τον Πολύβιο. Οι πράξεις, τα κατορθώματα των περασμένων, δι-ορθώνουν τους απογόνους και όχι τα «ασκιά γιομάτ’ αγέρα», τα λόγια τα κούφια.
Το βλέπω μες στην τάξη. Ενθουσιάζονται τα παιδιά και αποτυπώνεται στην μνήμη τους ανεξίτηλα η διήγηση μιας ιστορίας, στην οποία δεσπόζει ένα ωραίο και σπουδαίο πρόσωπο. Συναρπάζονται με αυθόρμητες, ζωντανές, αψιμυθίωτες αφηγήσεις. Πανηγύρι στην τάξη γίνεται όταν φέρνεις μπροστά τους ιστορίες χαρούμενες, «πεποικιλμένες» με ηρωισμό και θυσία.
Φέτος έχω χαρά μεγάλη, γιατί δεν έφτασαν ακόμη στην μικρή, ακριτική μας πόλη, τα βιβλία που η αβελτηρία (το σωστό αβελτερία εκ του α+βέλτερος) και η ευήθεια του ΥΠΠΔΒΜ (υπουργού «ποδοβολητό») στέρησε από τους Ελληνόπαιδες.
Δύο μήνες τώρα διδάσκω φωτοτυπώνοντας κείμενα έξοχα των κορυφαίων της λογοτεχνίας μας, πάλαι τε και επ’ εσχάτων. Από τον Αίσωπο και τον άγιο Χρυσόστομο έως τον Ελύτη. (Ομιλώ γιά τα γλωσσικά εγχειρίδια). Και πώς αλλιώς; Να είσαι, τώρα δασκάλα γ’ δημοτικού, να ανοίγεις το βιβλίο γλώσσας της τάξης (α’ τεύχος, σελίδα 79) και να διαβάζεις, ενώπιον των μαθητών σου, το αφιερωματικό κείμενο γιά το έπος του ’40. Αντί όμως γιά μαρτυρίες Ελλήνων στρατιωτών, των ηρώων που κρατούσαν όρθιοι τα διάσελα της Ιστορίας, «κείται» ένα κακόμοιρο, καταθλιπτικό κείμενο μιάς δεκάχρονης εβραιοπούλας από την Θεσσαλονίκη, της Ροζίνας. Γράφει στο ημερολόγιό της: «Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940 δεν πήγαμε σχολείο. Είχε κηρυχτεί ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Αναστατωμένα ήμασταν εμείς τα παιδιά. Οι Ιταλοί βομβάρδισαν τη Θεσσαλονίκη. Στο μαγαζί του πατέρα μου γίνηκαν πολλές καταστροφές». Αυτό, τίποτε άλλο. Η γ’ τάξη δημοτικού, χιλιάδες Ελληνόπουλα, τέτοιες ηττοπαθείς γελοιότητες διδάσκονται γιά το ηρωϊκό ’40. Και στην Ε’ που διδάσκω φέτος (α’ τεύχος, σελ. 74) το επίκαιρο κείμενο τιτλοφορείται ως εξής : «Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο» και υπότιτλο «και εμείς πήγαμε στο υπόγειο». Την 28η Οκτωβρίου 1940, όταν δόνησε την πατρίδα μας η είδηση της επιστράτευσης, υπήρχε έστω κι ένας Έλληνας που κρύφτηκε ορνιθοειδώς στο υπόγειό του; Ήταν πανηγύριεκείνη η μέρα, μέθυσε ο λαός μας με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα, πού το βρήκαν τα δείλαια ανθρωπάκια του διαβίου το υπόγειο; Επιλογές αντάξιες μιας Δραγώνα, μιας Ρεπούση και της «υψηλοτάτης» διαβιοϋπουργού (χρυσοστόλιστο τίποτε μεγαλαυχίας …. και τίποτε άλλο).
Είναι γεγονός-παρενθέτω μία σκέψη- πως τα ασπόνδυλα προοδευτικά μαλάκια, ως θα έλεγε ο Ζουράρις, νιώθουν δυσφορία, μιάν «εσωτερική» ενόχληση και αδιαθεσία, όταν αναφέρονται στα πανηγύρια του Γένους και της Πίστης. Πουλημένες ψυχές, χωρίς ιθαγένεια τόπου, Γραικύλοι αληθινοί, δεν πιάνουν το νόημα της γιορτής, μετρούν τις χαμένες εργατώρες ή την «καθυστέρηση στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας». Θυμάμαι εκείνο το σπιθαμιαίου (πνευματικού) αναστήματος «πολιτικό ζώον», (αριστοτελικός ο όρος), ο Σημίτης, να πολιορκείται από δημοσιογραφικά μικρόφωνα, έξω από μία εκκλησία, ανήμερα των Θεοφανείων. (Τι μαρτύριο γιά κάτι τέτοιους ο εκκλησιασμός!). Τι δήλωσε ο… αθεόφοβος. «Τα Θεοφάνεια σηματοδοτούν την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας». Έτσι ακριβώς. Γι’ αυτό καταντήσαμε ζήτουλες της Οικουμένης…
Ας αφήσουμε όμως τα υποκείμενα και ας πιάσουμε τα κείμενα. Επεισόδια από εκείνες τις γιορτινές ημέρες του πολέμου. Να ξεθολώσει ο νους μας λίγο, να ξαποστάσουμε ακουμπώντας στις αετοράχες της Πίνδου και στα ψηλώματα της Βορείου Ηπείρου.
Το 1960 ομιλητής, κατά την εορτάσιμο ημέρα, στην Ακαδημία Αθηνών είναι ο Στρατής Μυριβήλης. Αντιγράφω: «Είχε οργανωθεί, κατά τη διάρκεια του αγώνος, υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος απ’ τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα ένα φίλο γιατρό σ’ αυτή την υπηρεσία και πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε. Ο κόσμος έκαμε κάθε μέρα ουρά γιά να δώσει το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν τη σειρά τους. Μία μέρα, λοιπόν, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.
– Εσύ, παππούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλεις εδώ;
Ο γέρος απάντησε δειλά:
– Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.
Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.
– Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιους. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δύο, πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους, γιατί δεν θα έχουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. Άιντε, πήγαινε γέρο μου, μου είπε κι ας είναι γιά την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα».
Αυτά δεν είναι ιστορίες. Είναι Συναξάρια. Εδώ δεν έχουμε ένα συμβάν ηρωισμού. Ανέβηκαν ψηλότερα ο γέρος και η χαροκαμένη γερόντισσα, η γυναίκα του. Τρία παιδιά χαλαλίζουν γιά την πατρίδα. Αγόγγυστα, χωρίς να τα βάζει με τον Θεό, με το κράτος, με τον πόλεμο ο λεβεντόγερος, προσέρχεται να δώσει, να αδειάσει το βασανισμένο, το πικραμένο του κορμί κι από το λιγοστό, δικό του αίμα. Το κοινότοπον «μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος» εδώ το κατανοούμε.
Έφτασε πολύ ψηλά στην κλίμακα ο γεροέλληνας. Στην κορυφή της. Στο «ου λογίζεται το κακόν». Στο «πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει». Δεν έχουμε εδώ τον κανόνα της αρετής που μας παρέδωσε η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι μόνο η αρετή της ανδρείας. Είναι η αγάπη και «αύτη απόγνωσιν αναιρεί» (Κλίμαξ, Ιωάννου Σιναϊτου). «Ανδρείους μπορεί να βγάζει κάθε πατρίδα. Αγίους όμως μόνο η Ελλάδα».
– Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.
Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.
– Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιους. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δύο, πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους, γιατί δεν θα έχουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. Άιντε, πήγαινε γέρο μου, μου είπε κι ας είναι γιά την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα».
Αυτά δεν είναι ιστορίες. Είναι Συναξάρια. Εδώ δεν έχουμε ένα συμβάν ηρωισμού. Ανέβηκαν ψηλότερα ο γέρος και η χαροκαμένη γερόντισσα, η γυναίκα του. Τρία παιδιά χαλαλίζουν γιά την πατρίδα. Αγόγγυστα, χωρίς να τα βάζει με τον Θεό, με το κράτος, με τον πόλεμο ο λεβεντόγερος, προσέρχεται να δώσει, να αδειάσει το βασανισμένο, το πικραμένο του κορμί κι από το λιγοστό, δικό του αίμα. Το κοινότοπον «μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος» εδώ το κατανοούμε.
Έφτασε πολύ ψηλά στην κλίμακα ο γεροέλληνας. Στην κορυφή της. Στο «ου λογίζεται το κακόν». Στο «πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει». Δεν έχουμε εδώ τον κανόνα της αρετής που μας παρέδωσε η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι μόνο η αρετή της ανδρείας. Είναι η αγάπη και «αύτη απόγνωσιν αναιρεί» (Κλίμαξ, Ιωάννου Σιναϊτου). «Ανδρείους μπορεί να βγάζει κάθε πατρίδα. Αγίους όμως μόνο η Ελλάδα».
Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος Κιλκίς
Δάσκαλος Κιλκίς
«Ο λαός μας έφτασε στην κορυφή της Αθανασίας, γιατί έφτασε στην άκρη της Θυσίας»
Βασίλης Ρώτας, ποιητής
Βασίλης Ρώτας, ποιητής
Οι Μεγάλες Ημέρες του Γένους μας. Η εθνική επέτειος του ’40.
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα, όχι μόνο να κλαις, αλλά, κυρίως, να καμαρώνεις. Λίγο να σηκωθούμε, μας έπνιξαν οι αναθυμιάσεις… το Μνημόνιο, η Τρόικα, ο Βενιζέλος, η Βάσω, η Άννα πτώματα άταφα, χαμένα πράγματα, καντιποτένιοι άνθρωποι. Στρεφόμαστε, γυρίζουμε προς την ιστορία, όχι σαν φυγάδες από το παρόν, μα για να αντικρίσουμε νηφαλιότερα το επερχόμενο μέλλον και να παρηγορηθούμε λίγο. Ιδίως τώρα που θόλωσε ο νους μας και μας βρήκε το κακό, το «πισωγύρισμα» στην ιστορία, (η καημένη η γλωσσα μας, τι τράβηξε από τους γλωσσοκόπανους της δήθεν «δημοτικιάς»), η μελέτη, λοιπόν, της ιστορίας φρονηματίζει, «διά το μηδεμίαν ετοιμοτέραν είναι τοις ανθρώποις διόρθωσιν της των προγεγενημένων πράξεων επιστήμης» κατά τον Πολύβιο. Οι πράξεις, τα κατορθώματα των περασμένων, δι-ορθώνουν τους απογόνους και όχι τα «ασκιά γιομάτ’ αγέρα», τα λόγια τα κούφια.
Το βλέπω μες στην τάξη. Ενθουσιάζονται τα παιδιά και αποτυπώνεται στην μνήμη τους ανεξίτηλα η διήγηση μιας ιστορίας, στην οποία δεσπόζει ένα ωραίο και σπουδαίο πρόσωπο. Συναρπάζονται με αυθόρμητες, ζωντανές, αψιμυθίωτες αφηγήσεις. Πανηγύρι στην τάξη γίνεται όταν φέρνεις μπροστά τους ιστορίες χαρούμενες, «πεποικιλμένες» με ηρωισμό και θυσία.
Φέτος έχω χαρά μεγάλη, γιατί δεν έφτασαν ακόμη στην μικρή, ακριτική μας πόλη, τα βιβλία που η αβελτηρία (το σωστό αβελτερία εκ του α+βέλτερος) και η ευήθεια του ΥΠΠΔΒΜ (υπουργού «ποδοβολητό») στέρησε από τους Ελληνόπαιδες.
Δύο μήνες τώρα διδάσκω φωτοτυπώνοντας κείμενα έξοχα των κορυφαίων της λογοτεχνίας μας, πάλαι τε και επ’ εσχάτων. Από τον Αίσωπο και τον άγιο Χρυσόστομο έως τον Ελύτη. (Ομιλώ γιά τα γλωσσικά εγχειρίδια). Και πώς αλλιώς; Να είσαι, τώρα δασκάλα γ’ δημοτικού, να ανοίγεις το βιβλίο γλώσσας της τάξης (α’ τεύχος, σελίδα 79) και να διαβάζεις, ενώπιον των μαθητών σου, το αφιερωματικό κείμενο γιά το έπος του ’40. Αντί όμως γιά μαρτυρίες Ελλήνων στρατιωτών, των ηρώων που κρατούσαν όρθιοι τα διάσελα της Ιστορίας, «κείται» ένα κακόμοιρο, καταθλιπτικό κείμενο μιάς δεκάχρονης εβραιοπούλας από την Θεσσαλονίκη, της Ροζίνας. Γράφει στο ημερολόγιό της: «Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940 δεν πήγαμε σχολείο. Είχε κηρυχτεί ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Αναστατωμένα ήμασταν εμείς τα παιδιά. Οι Ιταλοί βομβάρδισαν τη Θεσσαλονίκη. Στο μαγαζί του πατέρα μου γίνηκαν πολλές καταστροφές». Αυτό, τίποτε άλλο. Η γ’ τάξη δημοτικού, χιλιάδες Ελληνόπουλα, τέτοιες ηττοπαθείς γελοιότητες διδάσκονται γιά το ηρωϊκό ’40. Και στην Ε’ που διδάσκω φέτος (α’ τεύχος, σελ. 74) το επίκαιρο κείμενο τιτλοφορείται ως εξής : «Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο» και υπότιτλο «και εμείς πήγαμε στο υπόγειο». Την 28η Οκτωβρίου 1940, όταν δόνησε την πατρίδα μας η είδηση της επιστράτευσης, υπήρχε έστω κι ένας Έλληνας που κρύφτηκε ορνιθοειδώς στο υπόγειό του; Ήταν πανηγύριεκείνη η μέρα, μέθυσε ο λαός μας με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα, πού το βρήκαν τα δείλαια ανθρωπάκια του διαβίου το υπόγειο; Επιλογές αντάξιες μιας Δραγώνα, μιας Ρεπούση και της «υψηλοτάτης» διαβιοϋπουργού (χρυσοστόλιστο τίποτε μεγαλαυχίας …. και τίποτε άλλο).
Είναι γεγονός-παρενθέτω μία σκέψη- πως τα ασπόνδυλα προοδευτικά μαλάκια, ως θα έλεγε ο Ζουράρις, νιώθουν δυσφορία, μιάν «εσωτερική» ενόχληση και αδιαθεσία, όταν αναφέρονται στα πανηγύρια του Γένους και της Πίστης. Πουλημένες ψυχές, χωρίς ιθαγένεια τόπου, Γραικύλοι αληθινοί, δεν πιάνουν το νόημα της γιορτής, μετρούν τις χαμένες εργατώρες ή την «καθυστέρηση στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας». Θυμάμαι εκείνο το σπιθαμιαίου (πνευματικού) αναστήματος «πολιτικό ζώον», (αριστοτελικός ο όρος), ο Σημίτης, να πολιορκείται από δημοσιογραφικά μικρόφωνα, έξω από μία εκκλησία, ανήμερα των Θεοφανείων. (Τι μαρτύριο γιά κάτι τέτοιους ο εκκλησιασμός!). Τι δήλωσε ο… αθεόφοβος. «Τα Θεοφάνεια σηματοδοτούν την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας». Έτσι ακριβώς. Γι’ αυτό καταντήσαμε ζήτουλες της Οικουμένης…
Ας αφήσουμε όμως τα υποκείμενα και ας πιάσουμε τα κείμενα. Επεισόδια από εκείνες τις γιορτινές ημέρες του πολέμου. Να ξεθολώσει ο νους μας λίγο, να ξαποστάσουμε ακουμπώντας στις αετοράχες της Πίνδου και στα ψηλώματα της Βορείου Ηπείρου.
Το 1960 ομιλητής, κατά την εορτάσιμο ημέρα, στην Ακαδημία Αθηνών είναι ο Στρατής Μυριβήλης. Αντιγράφω: «Είχε οργανωθεί, κατά τη διάρκεια του αγώνος, υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος απ’ τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα ένα φίλο γιατρό σ’ αυτή την υπηρεσία και πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε. Ο κόσμος έκαμε κάθε μέρα ουρά γιά να δώσει το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν τη σειρά τους. Μία μέρα, λοιπόν, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.
– Εσύ, παππούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλεις εδώ;
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα, όχι μόνο να κλαις, αλλά, κυρίως, να καμαρώνεις. Λίγο να σηκωθούμε, μας έπνιξαν οι αναθυμιάσεις… το Μνημόνιο, η Τρόικα, ο Βενιζέλος, η Βάσω, η Άννα πτώματα άταφα, χαμένα πράγματα, καντιποτένιοι άνθρωποι. Στρεφόμαστε, γυρίζουμε προς την ιστορία, όχι σαν φυγάδες από το παρόν, μα για να αντικρίσουμε νηφαλιότερα το επερχόμενο μέλλον και να παρηγορηθούμε λίγο. Ιδίως τώρα που θόλωσε ο νους μας και μας βρήκε το κακό, το «πισωγύρισμα» στην ιστορία, (η καημένη η γλωσσα μας, τι τράβηξε από τους γλωσσοκόπανους της δήθεν «δημοτικιάς»), η μελέτη, λοιπόν, της ιστορίας φρονηματίζει, «διά το μηδεμίαν ετοιμοτέραν είναι τοις ανθρώποις διόρθωσιν της των προγεγενημένων πράξεων επιστήμης» κατά τον Πολύβιο. Οι πράξεις, τα κατορθώματα των περασμένων, δι-ορθώνουν τους απογόνους και όχι τα «ασκιά γιομάτ’ αγέρα», τα λόγια τα κούφια.
Το βλέπω μες στην τάξη. Ενθουσιάζονται τα παιδιά και αποτυπώνεται στην μνήμη τους ανεξίτηλα η διήγηση μιας ιστορίας, στην οποία δεσπόζει ένα ωραίο και σπουδαίο πρόσωπο. Συναρπάζονται με αυθόρμητες, ζωντανές, αψιμυθίωτες αφηγήσεις. Πανηγύρι στην τάξη γίνεται όταν φέρνεις μπροστά τους ιστορίες χαρούμενες, «πεποικιλμένες» με ηρωισμό και θυσία.
Φέτος έχω χαρά μεγάλη, γιατί δεν έφτασαν ακόμη στην μικρή, ακριτική μας πόλη, τα βιβλία που η αβελτηρία (το σωστό αβελτερία εκ του α+βέλτερος) και η ευήθεια του ΥΠΠΔΒΜ (υπουργού «ποδοβολητό») στέρησε από τους Ελληνόπαιδες.
Δύο μήνες τώρα διδάσκω φωτοτυπώνοντας κείμενα έξοχα των κορυφαίων της λογοτεχνίας μας, πάλαι τε και επ’ εσχάτων. Από τον Αίσωπο και τον άγιο Χρυσόστομο έως τον Ελύτη. (Ομιλώ γιά τα γλωσσικά εγχειρίδια). Και πώς αλλιώς; Να είσαι, τώρα δασκάλα γ’ δημοτικού, να ανοίγεις το βιβλίο γλώσσας της τάξης (α’ τεύχος, σελίδα 79) και να διαβάζεις, ενώπιον των μαθητών σου, το αφιερωματικό κείμενο γιά το έπος του ’40. Αντί όμως γιά μαρτυρίες Ελλήνων στρατιωτών, των ηρώων που κρατούσαν όρθιοι τα διάσελα της Ιστορίας, «κείται» ένα κακόμοιρο, καταθλιπτικό κείμενο μιάς δεκάχρονης εβραιοπούλας από την Θεσσαλονίκη, της Ροζίνας. Γράφει στο ημερολόγιό της: «Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940 δεν πήγαμε σχολείο. Είχε κηρυχτεί ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Αναστατωμένα ήμασταν εμείς τα παιδιά. Οι Ιταλοί βομβάρδισαν τη Θεσσαλονίκη. Στο μαγαζί του πατέρα μου γίνηκαν πολλές καταστροφές». Αυτό, τίποτε άλλο. Η γ’ τάξη δημοτικού, χιλιάδες Ελληνόπουλα, τέτοιες ηττοπαθείς γελοιότητες διδάσκονται γιά το ηρωϊκό ’40. Και στην Ε’ που διδάσκω φέτος (α’ τεύχος, σελ. 74) το επίκαιρο κείμενο τιτλοφορείται ως εξής : «Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο» και υπότιτλο «και εμείς πήγαμε στο υπόγειο». Την 28η Οκτωβρίου 1940, όταν δόνησε την πατρίδα μας η είδηση της επιστράτευσης, υπήρχε έστω κι ένας Έλληνας που κρύφτηκε ορνιθοειδώς στο υπόγειό του; Ήταν πανηγύριεκείνη η μέρα, μέθυσε ο λαός μας με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα, πού το βρήκαν τα δείλαια ανθρωπάκια του διαβίου το υπόγειο; Επιλογές αντάξιες μιας Δραγώνα, μιας Ρεπούση και της «υψηλοτάτης» διαβιοϋπουργού (χρυσοστόλιστο τίποτε μεγαλαυχίας …. και τίποτε άλλο).
Είναι γεγονός-παρενθέτω μία σκέψη- πως τα ασπόνδυλα προοδευτικά μαλάκια, ως θα έλεγε ο Ζουράρις, νιώθουν δυσφορία, μιάν «εσωτερική» ενόχληση και αδιαθεσία, όταν αναφέρονται στα πανηγύρια του Γένους και της Πίστης. Πουλημένες ψυχές, χωρίς ιθαγένεια τόπου, Γραικύλοι αληθινοί, δεν πιάνουν το νόημα της γιορτής, μετρούν τις χαμένες εργατώρες ή την «καθυστέρηση στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας». Θυμάμαι εκείνο το σπιθαμιαίου (πνευματικού) αναστήματος «πολιτικό ζώον», (αριστοτελικός ο όρος), ο Σημίτης, να πολιορκείται από δημοσιογραφικά μικρόφωνα, έξω από μία εκκλησία, ανήμερα των Θεοφανείων. (Τι μαρτύριο γιά κάτι τέτοιους ο εκκλησιασμός!). Τι δήλωσε ο… αθεόφοβος. «Τα Θεοφάνεια σηματοδοτούν την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας». Έτσι ακριβώς. Γι’ αυτό καταντήσαμε ζήτουλες της Οικουμένης…
Ας αφήσουμε όμως τα υποκείμενα και ας πιάσουμε τα κείμενα. Επεισόδια από εκείνες τις γιορτινές ημέρες του πολέμου. Να ξεθολώσει ο νους μας λίγο, να ξαποστάσουμε ακουμπώντας στις αετοράχες της Πίνδου και στα ψηλώματα της Βορείου Ηπείρου.
Το 1960 ομιλητής, κατά την εορτάσιμο ημέρα, στην Ακαδημία Αθηνών είναι ο Στρατής Μυριβήλης. Αντιγράφω: «Είχε οργανωθεί, κατά τη διάρκεια του αγώνος, υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος απ’ τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα ένα φίλο γιατρό σ’ αυτή την υπηρεσία και πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε. Ο κόσμος έκαμε κάθε μέρα ουρά γιά να δώσει το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν τη σειρά τους. Μία μέρα, λοιπόν, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.
– Εσύ, παππούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλεις εδώ;
Ο γέρος απάντησε δειλά:
– Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.
Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.
– Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιους. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δύο, πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους, γιατί δεν θα έχουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. Άιντε, πήγαινε γέρο μου, μου είπε κι ας είναι γιά την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα».
Αυτά δεν είναι ιστορίες. Είναι Συναξάρια. Εδώ δεν έχουμε ένα συμβάν ηρωισμού. Ανέβηκαν ψηλότερα ο γέρος και η χαροκαμένη γερόντισσα, η γυναίκα του. Τρία παιδιά χαλαλίζουν γιά την πατρίδα. Αγόγγυστα, χωρίς να τα βάζει με τον Θεό, με το κράτος, με τον πόλεμο ο λεβεντόγερος, προσέρχεται να δώσει, να αδειάσει το βασανισμένο, το πικραμένο του κορμί κι από το λιγοστό, δικό του αίμα. Το κοινότοπον «μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος» εδώ το κατανοούμε.
Έφτασε πολύ ψηλά στην κλίμακα ο γεροέλληνας. Στην κορυφή της. Στο «ου λογίζεται το κακόν». Στο «πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει». Δεν έχουμε εδώ τον κανόνα της αρετής που μας παρέδωσε η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι μόνο η αρετή της ανδρείας. Είναι η αγάπη και «αύτη απόγνωσιν αναιρεί» (Κλίμαξ, Ιωάννου Σιναϊτου). «Ανδρείους μπορεί να βγάζει κάθε πατρίδα. Αγίους όμως μόνο η Ελλάδα».
– Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.
Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.
– Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιους. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δύο, πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους, γιατί δεν θα έχουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. Άιντε, πήγαινε γέρο μου, μου είπε κι ας είναι γιά την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα».
Αυτά δεν είναι ιστορίες. Είναι Συναξάρια. Εδώ δεν έχουμε ένα συμβάν ηρωισμού. Ανέβηκαν ψηλότερα ο γέρος και η χαροκαμένη γερόντισσα, η γυναίκα του. Τρία παιδιά χαλαλίζουν γιά την πατρίδα. Αγόγγυστα, χωρίς να τα βάζει με τον Θεό, με το κράτος, με τον πόλεμο ο λεβεντόγερος, προσέρχεται να δώσει, να αδειάσει το βασανισμένο, το πικραμένο του κορμί κι από το λιγοστό, δικό του αίμα. Το κοινότοπον «μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος» εδώ το κατανοούμε.
Έφτασε πολύ ψηλά στην κλίμακα ο γεροέλληνας. Στην κορυφή της. Στο «ου λογίζεται το κακόν». Στο «πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει». Δεν έχουμε εδώ τον κανόνα της αρετής που μας παρέδωσε η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι μόνο η αρετή της ανδρείας. Είναι η αγάπη και «αύτη απόγνωσιν αναιρεί» (Κλίμαξ, Ιωάννου Σιναϊτου). «Ανδρείους μπορεί να βγάζει κάθε πατρίδα. Αγίους όμως μόνο η Ελλάδα».
ΠΗΓΗ: http://thesecretrealtruth.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.