Η τοποθέτηση στην Ελλάδα ξένων αξιωματούχων, εξουσιοδοτημένων με το δικαίωμα υπογραφής και άσκησης βέτο κατά τη λήψη αποφάσεων, αντίκειται ξεκάθαρα στο Σύνταγμα της χώρας ανεξάρτητα από την κοινοβουλευτική στήριξη την οποία ενδέχεται να εξασφαλίσει, διαμηνύει στο tvxs.gr ο συνταγματολόγος Κώστας Χρυσόγονος. Τρεις φορές στο παρελθόν η Ελλάδα έχει τεθεί υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο.
Εφόσον τελικά επιβεβαιωθεί, κατοχυρώνεται νομικά η τοποθέτηση μόνιμης «εποπτείας» των οικονομικών στην Ελλάδα;
Αν πρόκειται για «εποπτεία» η οποία δεν θα έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες αλλά απλώς συμβουλευτικό ρόλο προς τους υπουργούς ή άλλα όργανα της διοίκησης τα οποία προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα από τη ψήφο του ελληνικού λαού, τότε δεν τίθεται νομικό θέμα. Αν, όμως, εξουσιοδοτηθούν αυτοί οι άνθρωποι με οποιασδήποτε μορφής αποφασιστικές αρμοδιότητες, δηλαδή με δικαίωμα υπογραφής, σε αυτή την περίπτωση θα εγείρεται τεράστιο πρόβλημα. Το άρθρο 28 του Συντάγματος επιτρέπει μεν να υπάρξουν με νόμο περιορισμοί στην άσκηση εθνικής κυριαρχίας, αλλά αυτό μπορεί να συμβεί κατόπιν μιας σειράς προϋποθέσεων, ανάμεσα στις οποίες είναι και ο όρος της αμοιβαιότητας.
Αν πρόκειται για «εποπτεία» η οποία δεν θα έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες αλλά απλώς συμβουλευτικό ρόλο προς τους υπουργούς ή άλλα όργανα της διοίκησης τα οποία προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα από τη ψήφο του ελληνικού λαού, τότε δεν τίθεται νομικό θέμα. Αν, όμως, εξουσιοδοτηθούν αυτοί οι άνθρωποι με οποιασδήποτε μορφής αποφασιστικές αρμοδιότητες, δηλαδή με δικαίωμα υπογραφής, σε αυτή την περίπτωση θα εγείρεται τεράστιο πρόβλημα. Το άρθρο 28 του Συντάγματος επιτρέπει μεν να υπάρξουν με νόμο περιορισμοί στην άσκηση εθνικής κυριαρχίας, αλλά αυτό μπορεί να συμβεί κατόπιν μιας σειράς προϋποθέσεων, ανάμεσα στις οποίες είναι και ο όρος της αμοιβαιότητας.
Συνεπώς, στο μέτρο που θα πρόκειται για εκχώρηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων που ανάγονται στην άσκηση εθνικής κυριαρχίας, και στο μέτρο που η αμοιβαιότητα δεν διασφαλίζεται, διότι δεν πρόκειται η Ελλάδα να τοποθετήσει επιτροπεία στο γερμανικό ή το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών, με όσες ψήφους και να εγκρίνει ένα αντίστοιχο νομοσχέδιο η Βουλή, αυτό θα αντίκειται στο Σύνταγμα. Στην περίπτωση που δεν προσφέρεται δικαίωμα υπογραφής, επί τους ουσίας προφανώς και υπάρχει πρόβλημα εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, αλλά δεν ανακύπτει ζήτημα από νομική άποψη. Με αυτή τη λογική, άλλωστε, δεν ανακύπτει νομικό ζήτημα και με την task force υπό τον κ. Ράιχενμπαχ. Πρόκειται για μία διαδικασία παροχής τεχνικών συμβουλών.
Τι μας διδάσκει η ιστορία; Η χώρα έχει αντιμετωπίσει ανάλογα ζητήματα στο παρελθόν.
Κατ’ επανάληψη. Το κυριότερο παράδειγμα είναι αυτό του διεθνούς οικονομικού ελέγχου ο οποίος θεσπίστηκε το 1897, μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και την πτώχευση η οποία προηγήθηκε. Τότε εκχωρήθηκε μέρος των φορολογικών εισπράξεων επί 30 ίσως και παραπάνω χρόνια, αλλά με τη διαφορά ότι το πρόγραμμα είχε διαφορετική δομή: η Ελλάδα είχε εισπράξει εξαρχής το σύνολο των χρημάτων και στη συνέχεια εξοφλούσε σταδιακά παρέχοντας μέρος των δασμών από το αλάτι και άλλα προϊόντα. Ήταν δηλαδή ένα σχήμα το οποίο «περπατούσε» και εν τέλει πράγματι λειτούργησε, αφού οδήγησε σε ένα «νοικοκύρεμα» των οικονομικών της χώρας.
Αντιθέτως, όταν είχε δημιουργηθεί το ελληνικό κράτος ,το 1832, είχε εκπονηθεί ένα σχέδιο παρόμοιο με το σημερινό: η χώρα λάμβανε το δάνειο σε δόσεις και υπό την προϋπόθεση ότι θα πληρούνταν κάποιες προϋποθέσεις, για την εξόφληση των δανείων του αγώνα (του 1824-25) και τη συντήρηση του βαυαρικού στρατού ο οποίος συνόδευε τότε τον Όθωνα. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι το 1843 η χώρα εξόκειλε εντελώς και ακολούθησε η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, οπότε και ανατράπηκε η μοναρχία του Όθωνα και εγκαταστάθηκε το συνταγματικό καθεστώς, το 1844. Μάλιστα, κανείς δεν βρέθηκε να υπερασπίσει τον Όθωνα, καθώς ο ίδιος είχε περικόψει τις αποδοχές των στρατιωτικών, είχε προχωρήσει σε απολύσεις κ.ο.κ.
Η τελευταία περίπτωση εκχώρησης αρμοδιοτήτων εντοπίζεται αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο: οι Αμερικανοί είχαν εγκαταστήσει όχι απλώς παρατηρητές αλλά ανθρώπους με δικαίωμα υπογραφής οι οποίοι συμμετείχαν στα συλλογικά όργανα ασκώντας το δικαίωμα βέτο κατά τη διαχείριση της βοήθειας η οποία είχε χορηγηθεί μέσω του σχεδίου Μάρσαλ.
Αρκετοί εκτιμούν ότι σήμερα δεν γίνεται διαφορετικά, θεωρώντας αφενός ότι η χώρα χρειάζεται τα χρήματα των δανειστών, αφετέρου ότι το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα δεν είναι ικανό να εφαρμόσει αναγκαίες αλλαγές.
Κατά τη γνώμη μου, όλο αυτό το οικονομικό πρόγραμμα το οποίο στερήθηκε εσωτερικής συνοχής οδηγεί σε αδιέξοδο. Ή θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί εκ βάθρων η Ευρωζώνη, ούτως ώστε να υπάρξουν μεταβιβαστικές πληρωμές από τις πιο ανταγωνιστικές χώρες στις λιγότερο ανταγωνιστικές ή θα ναυαγήσει. Και πρώτη απ’ όλους θα είναι καταδικασμένη να ναυαγήσει η Ελλάδα. Θεωρώ λαθεμένη εξαρχής τη δόμηση της Ευρωζώνης. Μία νομισματική ενοποίηση χωρίς προηγούμενη πολιτική και οικονομική ενοποίηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, όπως διδάσκει και η ιστορία. Υπάρχει, μάλιστα, το παράδειγμα το οποίο έχει ξεχαστεί και που αφορά στη Λατινική Νομισματική Ένωση στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα το 19ο αιώνα, με αποτελέσματα τραγικά, παρόμοια με τα σημερινά.
Τι μας διδάσκει η ιστορία; Η χώρα έχει αντιμετωπίσει ανάλογα ζητήματα στο παρελθόν.
Κατ’ επανάληψη. Το κυριότερο παράδειγμα είναι αυτό του διεθνούς οικονομικού ελέγχου ο οποίος θεσπίστηκε το 1897, μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και την πτώχευση η οποία προηγήθηκε. Τότε εκχωρήθηκε μέρος των φορολογικών εισπράξεων επί 30 ίσως και παραπάνω χρόνια, αλλά με τη διαφορά ότι το πρόγραμμα είχε διαφορετική δομή: η Ελλάδα είχε εισπράξει εξαρχής το σύνολο των χρημάτων και στη συνέχεια εξοφλούσε σταδιακά παρέχοντας μέρος των δασμών από το αλάτι και άλλα προϊόντα. Ήταν δηλαδή ένα σχήμα το οποίο «περπατούσε» και εν τέλει πράγματι λειτούργησε, αφού οδήγησε σε ένα «νοικοκύρεμα» των οικονομικών της χώρας.
Αντιθέτως, όταν είχε δημιουργηθεί το ελληνικό κράτος ,το 1832, είχε εκπονηθεί ένα σχέδιο παρόμοιο με το σημερινό: η χώρα λάμβανε το δάνειο σε δόσεις και υπό την προϋπόθεση ότι θα πληρούνταν κάποιες προϋποθέσεις, για την εξόφληση των δανείων του αγώνα (του 1824-25) και τη συντήρηση του βαυαρικού στρατού ο οποίος συνόδευε τότε τον Όθωνα. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι το 1843 η χώρα εξόκειλε εντελώς και ακολούθησε η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, οπότε και ανατράπηκε η μοναρχία του Όθωνα και εγκαταστάθηκε το συνταγματικό καθεστώς, το 1844. Μάλιστα, κανείς δεν βρέθηκε να υπερασπίσει τον Όθωνα, καθώς ο ίδιος είχε περικόψει τις αποδοχές των στρατιωτικών, είχε προχωρήσει σε απολύσεις κ.ο.κ.
Η τελευταία περίπτωση εκχώρησης αρμοδιοτήτων εντοπίζεται αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο: οι Αμερικανοί είχαν εγκαταστήσει όχι απλώς παρατηρητές αλλά ανθρώπους με δικαίωμα υπογραφής οι οποίοι συμμετείχαν στα συλλογικά όργανα ασκώντας το δικαίωμα βέτο κατά τη διαχείριση της βοήθειας η οποία είχε χορηγηθεί μέσω του σχεδίου Μάρσαλ.
Αρκετοί εκτιμούν ότι σήμερα δεν γίνεται διαφορετικά, θεωρώντας αφενός ότι η χώρα χρειάζεται τα χρήματα των δανειστών, αφετέρου ότι το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα δεν είναι ικανό να εφαρμόσει αναγκαίες αλλαγές.
Κατά τη γνώμη μου, όλο αυτό το οικονομικό πρόγραμμα το οποίο στερήθηκε εσωτερικής συνοχής οδηγεί σε αδιέξοδο. Ή θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί εκ βάθρων η Ευρωζώνη, ούτως ώστε να υπάρξουν μεταβιβαστικές πληρωμές από τις πιο ανταγωνιστικές χώρες στις λιγότερο ανταγωνιστικές ή θα ναυαγήσει. Και πρώτη απ’ όλους θα είναι καταδικασμένη να ναυαγήσει η Ελλάδα. Θεωρώ λαθεμένη εξαρχής τη δόμηση της Ευρωζώνης. Μία νομισματική ενοποίηση χωρίς προηγούμενη πολιτική και οικονομική ενοποίηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, όπως διδάσκει και η ιστορία. Υπάρχει, μάλιστα, το παράδειγμα το οποίο έχει ξεχαστεί και που αφορά στη Λατινική Νομισματική Ένωση στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα το 19ο αιώνα, με αποτελέσματα τραγικά, παρόμοια με τα σημερινά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.