Ζήτω!… Την Κυριακή θα δούμε την επίλυση της κρίσης της Ευρωζώνης κατά την ευρωπαϊκή διάσκεψη κορυφής. Έτσι τουλάχιστον μας είπαν οι Υπουργοί Οικονομικών και λοιποί αξιωματούχοι που μετείχαν στη συνάντηση των 20 πλουσιότερων κρατών του κόσμου το περασμένο Σάββατο. Θα βγουν αληθινές οι ελπίδες τους; Όχι. Ενδέχεται – αν και δεν είναι πολύ πιθανό – η Ευρωζώνη να καταφέρει να βρει τρόπους να ξεπεράσει τη σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Δεν θα καταφέρει όμως να θεραπεύσει πραγματικά το πρόβλημα, εν μέρει επειδή τα μέλη της αρνούνται τη φύση του και εν μέρει επειδή πρόκειται για μια χρόνια συνθήκη.
Είναι κατανοητό βέβαια το ότι οι πάντες εκτός Ευρωζώνης έχουν τρομοκρατηθεί από το ενδεχόμενο ενός ακόμη παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κραχ και ασκούν μανιώδεις πιέσεις στα κράτη μέλη του ευρώ προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αλληλεξαρτώμενες κρίσεις του δημόσιου χρέους και των ευρωπαϊκών τραπεζών. Οι υπουργοί καλούν διαρκώς την Ευρωζώνη «να ενεργήσει αποφασιστικά προκειμένου να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την ανάπτυξη».
Αποκατάσταση των τραπεζών, αποκατάσταση της Ελλάδας και αποκατάσταση των αγορών ομολόγων των αδύναμων οικονομιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας: αυτά είναι τα τρία στοιχεία του επιθυμητού πακέτου. Και η κυρίαρχη πολιτική προσέγγιση είναι ‘ρίξτε άφθονο χρήμα παντού’.
Καταρχήν, τι πρέπει να γίνει με τις τράπεζες; Το σημείο αφετηρίας είναι να διεξαχθούν αξιόπιστα τεστ αντοχής. Δεν είναι ωστόσο σίγουρο το τι είναι αξιόπιστο τεστ αντοχής. Εξαρτάται από τις πιθανές ζημιές που θα προέλθουν από τις διαγραφές του ευρωπαϊκού χρέους και που δεν είναι ακόμη γνωστές αλλά εξαρτώνται από πολιτικές αποφάσεις που θα πρέπει κάποια στιγμή να ληφθούν. Το ερώτημα συνεπώς είναι τι στόχους κεφαλαιακής επάρκειας θέλουμε να έχουμε. Η επιτυχία του όλου εγχειρήματος θα κριθεί από το πόσο εύκολα οι τράπεζες θα μπορέσουν στη συνέχεια να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές. Πρόκειται για άσκηση ψυχολογίας της αγοράς, όχι για επιστήμη.
Αν, μετά τα τεστ, οι τράπεζες αποφασίσουν να συρρικνώσουν τα στοιχεία ενεργητικού τους αντί να αντλήσουν κεφάλαια όπως απειλούν, η θεραπεία μπορεί να αποδειχτεί χειρότερη από την αρρώστια. Η απάντηση σε αυτό θα είναι αντί να ζητηθεί από τις τράπεζες η επίτευξη συγκεκριμένων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας να τους ζητηθεί συγκεκριμένο ύψος κεφαλαίων. Οι τράπεζες βεβαίως θα ξεσηκωθούν. Ας το κάνουν. Τα κράτη στηρίζουν τις τράπεζες. Έχουν το δικαίωμα και την υποχρέωση να διασφαλίσουν ότι οι συμπεριφορές των τραπεζών που, αν και στηρίζονται από τα κράτη, κοιτούν μόνο το δικό τους συμφέρον δεν θα προκαλέσει νέα ύφεση. Τα κράτη θα πρέπει να ζητήσουν από τις τράπεζες να συγκεντρώσουν συγκεκριμένα κεφάλαια στόχους, είτε με τη βοήθεια των φερέγγυων κρατών είτε με τη συνδρομή του ευρωπαϊκού μηχανισμού – αν δεν μπορούν από μόνες τους.
Δεύτερον, τι θα γίνει με την Ελλάδα; Εδώ έχουμε διάσταση μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας. Η γερμανική κυβέρνηση εκτιμά ότι οι δανειοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας πρέπει να περιοριστούν σε βιώσιμα επίπεδα, ενώ η γαλλική κυβέρνηση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι τράπεζες γενικότερα πιστεύουν ότι κάθε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους πρέπει να είναι εθελοντική. Από τη στιγμή που μια εθελοντική αναδιάρθρωση δεν θα είναι επαρκής, δεν μπορεί να αποδώσει τα πρέποντα. Η Γερμανία έχει δίκιο. Το ελληνικό χρέος πρέπει να γίνει βιώσιμο. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναγνωρίζει ότι αυτό έπρεπε να έχει γίνει από την αρχή. Γιατί σε τελική ανάλυση τι κίνητρο δίνουμε στους Έλληνες ώστε να μεταρρυθμίσουν το κράτος και την οικονομία τους αν όλα τα οφέλη πηγαίνουν επ’ αόριστον στους πιστωτές; Κανένα.
Οι ανόητοι που δάνειζαν χρήματα στην Ελλάδα δίχως να κάνουν ερωτήσεις αξίζουν τις ζημιές που θα υποστούν. Σε τελική ανάλυση, δεν πρέπει να περιμένουν από τους Έλληνες να τους σώσουν από την ανοησία τους. Ο περιορισμός του ελληνικού χρέους μπορεί να επιτευχθεί είτε με ‘κούρεμά’ του είτε με μείωση των επιτοκίων είτε με παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του. Από τη στιγμή που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ το ελληνικό δημόσιο χρέος θα φτάσει το 2012 στο 175% του ΑΕΠ και η Ελλάδα δεν έχει καμία πιθανότητα να επιστρέψει στις αγορές, το ελληνικό χρέος πρέπει να περικοπεί δραστικά.
Τρίτον, πώς θα προστατευτούν τα άλλα ευάλωτα κράτη μέλη; Ο αυτοεκπληρούμενος πανικός στις αγορές ομολόγων των μεγάλων κρατών, δηλαδή της Ιταλίας και της Ισπανίας, αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζει πλέον η Ευρωζώνη και η παγκόσμια οικονομία. Από τη στιγμή που το χρέος της Ισπανίας είναι σχετικά χαμηλό – σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ θα βρεθεί στο 59% του ΑΕΠ το 2012 – και το διαρθρωτικό δημόσιο έλλειμμα της Ιταλίας είναι εξίσου χαμηλό – προβλέπεται στο 1,1% του ΑΕΠ το 2012 – και οι δύο αυτές χώρες μπορούν κάλλιστα να ξανακερδίσουν την πρόσβαση στις αγορές με πιο λογικούς όρους. Η πιο απλή λύση είναι να διασφαλίσει η ΕΚΤ ρευστότητα στις αγορές ομολόγων της Ιταλίας και της Ισπανίας. Αν η λύση αυτή απορριφθεί, ή η ρευστότητα που παρέχει η κεντρική τράπεζα αποδειχτεί ανεπαρκής, μπορεί να παρέμβει ο ευρωπαϊκός μηχανισμός παρέχοντας μερικές εγγυήσεις στην έκδοση νέων τίτλων του ιταλικού και του ισπανικού δημοσίου, όπως προβλέπει η πρόταση της ασφαλιστικής Allianz.
Ας υποθέσουμε τώρα πως μ’ αυτά και μ’ αυτά καταφέραμε να ξεπεράσουμε την άμεση κρίση. Μας υπόσχεται αυτό ένα ρόδινο μέλλον για το ευρώ; Όχι. Και η λύση δεν βρίσκεται, όπως πολλοί προτείνουν, σε κάποιον τύπο δημοσιονομικής ένωσης. Είναι αλήθεια ότι αν οι αξιόχρεες κυβερνήσεις ήταν διατεθειμένες να μεταβιβάσουν τεράστια κονδύλια στις μη αξιόχρεες, η Ευρωζώνη θα παρέμενε ενωμένη. Αλλά ακόμα κι αν μια τέτοια πολιτική ήταν βιώσιμη – που δεν είναι – θα μετέτρεπε τη Νότια Ευρώπη σε ένα μεγάλο Μεσοτζιόρνο. Και αυτό είναι μια καταστροφική εξέλιξη για την ευρωπαϊκή νομισματική ολοκλήρωση.
Η βασική πρόκληση δεν αφορά τη χρηματοδότηση αλλά την προσαρμογή. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και οικονομικοί αξιωματούχοι επέμεναν πάντοτε πως μέσα σε μια νομισματική ένωση δεν μετρά το ισοζύγιο πληρωμών. Αντιθέτως είχαν μια σχεδόν θρησκευτική πίστη ότι μετράει μόνο το δημόσιο έλλειμμα. Όλα τα άλλα ισοζύγια μέσα στην οικονομία εξισορροπούνται αυτόματα. Ανοησίες. Ο βασικότερος πρόδρομος δείκτης των προβλημάτων που ξεκίνησαν από το 2009 ήταν τα προ κρίσης ελλείμματα του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών.
Γιατί μετρούν τα εξωτερικά ελλείμματα;
Πρώτον, τα εξωτερικά ελλείμματα σημαίνουν ότι οι κάτοικοι μιας χώρας δαπανούν πολύ περισσότερα από το εισόδημά τους και χρηματοδοτούν τη διαφορά αυτή με λεφτά από το εξωτερικό. Αν οι πιστωτές αποφασίσουν ότι αυτοί οι δανειολήπτες δεν είναι πια αξιόχρεοι – είτε πρόκειται για τον ιδιωτικό είτε για το δημόσιο τομέα – τους κόβουν τη χρηματοδότηση, προκαλώντας έτσι ύφεση και αύξηση – ή εμβάθυνση – των δημοσίων ελλειμμάτων. Δεύτερον, τα παρατεταμένα εξωτερικά ελλείμματα διαμορφώνουν τη δομή και την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας.
Τρίτον, τα παρατεταμένα εξωτερικά ελλείμματα οδηγούν σε μεγάλο εξωτερικό χρέος, που συνήθως διαμεσολαβείται από τις τράπεζες. Όταν ο εξωτερικός δανεισμός σταματήσει, οι τράπεζες τείνουν να καταρρεύσουν υπονομεύοντας και την οικονομία και τη δημοσιονομική θέση. Όπως σημειώνει η Goldman Sachs, η αδυναμία υποτίμησης αποκλείει οποιοδήποτε τρόπο προσαρμογής της θέσης καθαρού παθητικού που βοήθησε την Αμερική και τη Βρετανία. Το ακόμη χειρότερο είναι πως ο μόνος διαθέσιμος μηχανισμός – μια εσωτερική υποτίμηση μέσω της πτώσης των εγχώριων τιμών – καθιστά το βάρος του εξωτερικού χρέους ακόμη μεγαλύτερο. Έτσι, η βελτίωση του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών πρέπει να γίνει πολύ πιο μεγάλη από ό,τι διαφορετικά θα χρειαζόταν.
Και το πιο σημαντικό απ’ όλα: ο κόσμος νοιάζεται για το τι συμβαίνει στη δική του χώρα. Οι κάτοικοι μιας χώρας που βουλιάζει στην ύφεση δεν είναι δυνατόν να παρηγορηθούν με τη σκέψη ότι οι άλλες χώρες έχουν υψηλή ανάπτυξη.
Μέσα στην Ευρωζώνη το ουσιαστικό είναι η προσαρμογή των ανισορροπιών. Που όμως είναι πολύ δύσκολο να γίνει επειδή δεν υπάρχει πια συναλλαγματική ισοτιμία. Στη θέση της έχουμε την προσαρμογή μέσω της ύφεσης και τη χρεοκοπία. Μια νομισματική ένωση με διαρθρωτικούς μερκαντιλιστές στον πυρήνα απειλεί να βυθίσει σε μόνιμη ύφεση την περιφέρεια. Αν λυθεί αυτό το πρόβλημα, όντως θα συνέλθει η Ευρωζώνη. Μπορεί να λυθεί όμως;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.