ΤΟ ΒΗΜΑ - The New York Times
Είναι δυνατόν να νιώθεις τρόμο και ταυτόχρονα ανία; Ετσι νιώθω για τις διαπραγματεύσεις που γίνονται τώρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, και υποπτεύομαι ότι και άλλοι παρατηρητές συμμερίζονται το συναίσθημα.
Από τη μία πλευρά, η κατάσταση της Ευρώπης είναι πραγματικά, πραγματικά τρομακτική: με χώρες που αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο της οικονομίας της ευρωζώνης υπό κερδοσκοπική επίθεση, απειλείται η ίδια η ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος - και μια κατάρρευση του ευρώ θα μπορούσε να προκαλέσει τεράστια ζημιά στον κόσμο.
Από την άλλη πλευρά, οι ευρωπαίοι πολιτικοί μοιάζουν έτοιμοι να αποφασίσουν μία από τα ίδια. Θα βρουν πιθανώς έναν τρόπο για να δώσουν περισσότερη πίστωση στις προβληματικές χώρες, αλλά δεν μοιάζουν καθόλου έτοιμοι να ομολογήσουν ένα κρίσιμο γεγονός - ότι χωρίς μία πιο επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική στις πιο ισχυρές οικονομίες της Ευρώπης, όλες τους οι προσπάθειες διάσωσης θα αποτύχουν.
Μέχρι τώρα, η απάντηση της Ευρώπης ήταν να απαιτεί σκληρή δημοσιονομική λιτότητα, ιδίως μεγάλες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, από τους οφειλέτες, δίνοντάς τους ταυτοχρόνως κάποια χρηματοδότηση έως ότου επιστρέψει η εμπιστοσύνη των ιδιωτών επενδυτών. Μπορεί να λειτουργήσει αυτή η στρατηγική;
Οχι για την Ελλάδα, η οποία χρωστάει περισσότερα από όσα θα μπορούσε να ξεπληρώσει. Μάλλον όχι για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, που για διαφορετικούς λόγους έχουν επίσης μεγάλο βάρος χρέους. Αλλά με δεδομένο ένα ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον - ιδίως μια ισχυρή συνολική ευρωπαϊκή οικονομία με μέτριο πληθωρισμό - η Ισπανία, που ακόμη και τώρα έχει σχετικώς χαμηλό χρέος, και η Ιταλία, που έχει υψηλό επίπεδο χρέους αλλά εκπληκτικά μικρά ελλείμματα, θα μπορούσαν πιθανώς να τα καταφέρουν.
Δυστυχώς, οι ευρωπαίοι πολιτικοί μοιάζουν αποφασισμένοι να αρνηθούν σε αυτούς τους οφειλέτες το περιβάλλον που χρειάζονται.
Σκεφθείτε το κάπως έτσι: η ιδιωτική ζήτηση στις χώρες οφειλέτες έχει βυθιστεί με το τέλος της ευημερίας που χρηματοδοτούσε τα χρέη. Στο μεταξύ, οι δαπάνες στον δημόσιο τομέα έχουν μειωθεί επίσης κατακόρυφα από τα προγράμματα λιτότητας. Από πού λοιπόν υποτίθεται ότι θα έρθουν οι δουλειές και η ανάπτυξη; Η απάντηση πρέπει να είναι από τις εξαγωγές, κυρίως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αλλά οι εξαγωγές δεν μπορούν να αυξηθούν, αν οι χώρες πιστωτές εφαρμόζουν επίσης πολιτικές λιτότητας, σπρώχνοντας ολόκληρη την Ευρώπη πίσω προς την ύφεση.
Επιπλέον, οι χώρες οφειλέτες πρέπει να μειώσουν τιμές και κόστη σε σχέση με χώρες πιστωτές όπως η Γερμανία, κάτι που δεν θα ήταν πολύ δύσκολο αν η Γερμανία είχε πληθωρισμό 3 ή 4% επιτρέποντας στους οφειλέτες να κερδίσουν έδαφος έχοντας απλώς χαμηλό ή μηδενικό πληθωρισμό. Αλλά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τάσσεται υπέρ του αποπληθωρισμού - έκανε ένα τρομερό λάθος αυξάνοντας τα επιτόκια το 2008, την ώρα που ενισχυόταν η οικονομική κρίση, και έδειξε ότι δεν έμαθε τίποτε επαναλαμβάνοντας αυτό το λάθος εφέτος.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η αγορά περιμένει τώρα πολύ χαμηλό πληθωρισμό στη Γερμανία - γύρω στο 1% για τα επόμενα πέντε χρόνια - που σημαίνει σημαντικό αποπληθωρισμό στα έθνη οφειλέτες. Αυτό θα επιδεινώσει την κατάστασή τους και θα αυξήσει το πραγματικό βάρος των χρεών τους, εξασφαλίζοντας λίγο-πολύ την αποτυχία κάθε προσπάθειας διάσωσης.
Μέρος του προβλήματος ίσως είναι ότι αυτές οι πολιτικές ελίτ έχουν μια επιλεκτική ιστορική μνήμη. Αρέσκονται να μιλούν για τον πληθωρισμό στη Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του 1920 - μια ιστορία, που τυγχάνει όμως να μην έχει καμμία σχέση με την τρέχουσα κατάσταση. Και όμως, δεν μιλούν σχεδόν ποτέ για ένα πολύ πιο σχετικό παράδειγμα: τις πολιτικές του Χάινριχ Μπρούνινγκ, καγκελαρίου της Γερμανίας την περίοδο 1930-1932, η επιμονή του οποίου στον ισοσκελισμό των προϋπολογισμών έκανε την Μεγάλη Υφέση ακόμη χειρότερη στη Γερμανία από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη - ανοίγοντας τον δρόμο σε ξέρετε τι.
Δεν περιμένω κάτι τόσο άσχημο να συμβεί στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Αλλά υπάρχει ένα πολύ μεγάλο χάσμα ανάμεσα σε αυτό που χρειάζεται το ευρώ για να επιβιώσει και σε αυτό που οι ηγέτες της Ευρώπης είναι πρόθυμοι να κάνουν, ή ακόμη και να συζητήσουν. Και με δεδομένο αυτό το χάσμα, είναι δύσκολο να βρεις λόγους για να είσαι αισιόδοξος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.