Tου Nικου Γ. Ξυδακη
Γυμνώνεται η ζωή, και φανερώνει τον σκελετό, την ουσία. Κι όσο γυμνώνεται, όλες οι μιλιές και οι ήχοι συμφύρονται αξεδιάλυτα, τα ασήμαντα αποκτούν ξεχωριστό βάρος, όλα γίνονται οιωνοί, σημάδια, και καθώς ανάκατα στροβιλίζονται στον νου, παίρνουν απρόοπτα νοήματα, δείχνουν προς τον ζόφο και το φως μαζί, παίρνουν μυθικές διαστάσεις, αραιά και πού παρηγορητικές, συχνότερα καταθλίβουσες.
Ηθογραφία. Ωριμη κυρία, φιλάρεσκη, περιγράφει ζευγάρι, περιγράφει μια ζωή βγαλμένη από πικρή ηθογραφία: ο σύζυγος Δον Ζουάν, ευπροσήγορος, γοητευτικός, άπιστος κατά συρροή, η σύζυγος σοβαρή, αυστηρή, αμίλητη, αυτός με δεσμούς αλλεπάλληλους, σοβαρούς δεσμούς, με γκαρσονιέρες διαρκώς, με γυναίκες νεότερες καριέρας, αυτή εκλεκτή επιστήμων, ανήσυχη για το τι θα πει ο κόσμος, αγέλαστη, σαν καθηγήτρια Αρσακείου, άνθρωπος τυπικός της αξιοπρέπειας, και πώς ντυνόταν, κι αυτός πίσω από έρωτες και ποδόγυρους, τον ήξεραν όλα τα κοσμηματοπωλεία, χρυσαφικά στη γυναίκα του, χρυσαφικά στις ερωμένες, και τι ντύσιμο, τι στυλ, τι γλυκιά γλώσσα, άνθρωπος του κόσμου. Εζησαν μαζί χρόνια πολλά.
Ρεαλισμός. Ο διευθυντής της τράπεζας αφηγείται πώς έτρωγε ψαρούκλες ο παλαιός υπουργός στο επίνειο - και τότε λέγανε ότι τα «έπιανε». Μιλάει με πίκρα, με τζάχτι, μετανιώνει που δεν τον γιαούρτωσε τότε, τώρα είναι αργά. Ο ακροατής του φεύγει ζαλισμένος, σπρωγμένος από το μικρό αλλά τόσο απτό μίσος. Ο μαγαζάτορας πιο κάτω: τη δική μου οικογένεια ποιος θα την προστατέψει από τη φτώχεια που την απειλεί; Δεν παίρνει απάντηση. Γιατί δεν λένε την αλήθεια; Ας πτωχεύσουμε, μουρμουρίζει, αυτή η εκκρεμότητα δεν αντέχεται πια. Ακίνητα βλέμματα. Ολα εκκρεμούν, μέσα στην άδεια τράπεζα, όπου πειράζονται δυο παιδαρέλια, στο μπακάλικο εκκρεμείς οι σιωπηλοί πελάτες, στο βιβλιοπωλείο, όλα μετέωρα, ασταθή, βασανιστικά.
Εκκρεμεί το καλοκαίρι. Ανταλλάσσουμε ευχές για τις διακοπές. Που πλησιάζουν αλλά κανείς δεν τις επικαλείται, δεν κλείνουν, δεν τις μελετάνε, σαν ζόμπι βαδίζουμε μες στο αβάσταχτο καλοκαίρι, τόσο ωραίο που θα ’ναι στα νησιά και στα όρη, τόσο απόμακρο.
Γκόθικ. Τη νύχτα υπνωτισμός με Game of Thrones, σήριαλ fantasy, άχρονος μεσαίωνας, στον κόσμο των Επτά Ρηγάτων-Βασιλείων, περιμένοντας τον αμείλικτο χειμώνα των απέθαντων Λευκοπερπατητών που θα ’ρθουν απ’ τον Βορρά. Οσο πιο άψαχνη η μεταμοντέρνα δημοκρατία, όσο βαθύτερα ζούμε μες στη βιοπολιτική που μας στερεί έδαφος και σώμα, τόσο πιο αχαλίνωτη γίνεται η μυθοπλασία που τρέφει τον αμφιβληστροειδή και τον ρινεγκέφαλο. Το Game of Thrones συνεχίζει τον Αρχοντα των Δαχτυλιδιών, τον Κλαύδιο και τη Ρώμη, αδρή αλληγορία για την εξουσία, σε έναν γκόθικ κόσμο που κυριαρχείται από Παλαιούς Θεούς, απόλυτους ηγεμόνες, φατρίες, οίκους, αίμα, στρατιώτες, ευνούχους, πόρνες και ορδές βαρβάρων.
Οσο πιο ζοφερή η νεωτερική πραγματικότητα, τόσο πιο λαμπερό-αιχμηρό το γκόθικ, το φανταστικό, το θέαμα του αίματος· τόσο πιο εξαφανισμένη η δημοκρατία, και υπερτονισμένη η ωμή δύναμη του Αρχοντα και του Πολεμιστή, η κτηνωδία, η μαγεία, η λαγνουργία. Η κινηματογραφική βιομηχανία παράγει σαγηνευτικές ενδοσκοπήσεις, φαντασμαγορίες πέραν χρόνου και χώρου, με σκληρές αποδομήσεις της προτεσταντικής ηθικής, με αποθέωση μιας αναγεννησιακής πολιτικής σκληρότητας, με γοητευτικό ζωγράφισμα του ήρωα, του εξουσιαστή και του κτήνους· είναι φαντασμαγορίες για ακροατήρια που δεν αντέχουν πια να αντικρίζουν το έξω, την κόλαση του πραγματικού, και στρέφουν το βλέμμα μακριά, στη χώρα της φαντασίας, καταφύγιο παρηγοριάς και μέθης. Ο κόσμος ανασυντίθεται σαν παραλήρημα.
Η άνθηση του γκόθικ, του άχρονου, της απενεχοποιημένης σωματικής βίας και του σεξ, το νοητικό σπλάτερ, η αναπαράσταση του κόσμου σαν βίντεο γκέιμ, συμβαίνει σε μια ιστορική καμπή. Η δημοκρατία παγώνει μες στον επελαύνοντα χειμώνα. Ο κόσμος που ζούσαμε δεν έχει πια νόημα. Ο καπιταλισμός είναι ο δράκος που ξαναγεννιέται από το αδρανές αβγό, είναι η χρυσή ορδή και οι απέθαντοι.
Σαγηνευμένοι από το θέαμα της καταστροφής μας, ρουφάμε ίντριγκες, χαρακτήρες, τσεκούρια, αίμα, νάνους και σακάτηδες, φονιάδες, λύκους και κόρακες, εντρυφούμε σε φονικές ατάκες περί εξουσίας και δύναμης, περί μοίρας και υποταγής, σε μασκαράτες του Μακιαβέλι και του Νίτσε. Το γκόθικ εκτοπίζει την ηθογραφία της δημοκρατίας, εκτοπίζει τον ρεαλισμό, ακόμη και το πικρό πλην κομψό νουάρ, γιατί είναι το genre που εκφράζει με τον πιο αρμόζοντα τρόπο την αγωνία του καιρού, τον ρόγχο του οικείου κόσμου, το σβήσιμο του καλοκαιριού, την επέλαση του χειμώνα και της νύχτας. Βυθιζόμαστε στον ναρκωτικό χειμώνα του γκόθικ καθώς μας τυλίγει το πιο απόμακρο, το πιο ανησυχητικό καλοκαίρι της ζωής μας.
http://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.