Την ώρα που κορυφώνεται το δράμα της Ελλάδας, ακούγονται -επιτέλους!- δυνατότερα οι φωνές στις αγορές, που υποστηρίζουν ότι το πραγματικό πρόβλημα της ευρωζώνης δεν είναι οι υπερχρεωμένες χώρες της περιφέρειας (που άλλωστε είναι οικονομικά ασήμαντες μπροστά στα μεγέθη της ευρωζώνης). Αλλά ένα βαθιά «τοξικό» τραπεζικό σύστημα, το οποίο μπλοκάρει κάθε προσπάθεια σοβαρής αντιμετώπισης των προβλημάτων υπερχρέωσης των μικρών οικονομιών της περιφέρειας, στη δημιουργία των οποίων το ίδιο είναι συνένοχο.
Η αλήθεια είναι απλή και όσο αποκρύπτεται, τόσο περισσότερο απομακρύνεται η Ευρώπη από την έξοδο της κρίσης χρέους, που είναι στην πραγματικότητα μια τυπική τραπεζική κρίση: οι ευρωπαϊκές τράπεζες, που ρίσκαραν και έχασαν τεράστια ποσά στις «φούσκες» της αμερικανικής αγοράς ακινήτων, έχουν αναλάβει ανάλογους κινδύνους στις αγορές ομολόγων της περιφέρειας της ευρωζώνης και κινδυνεύουν να «καούν».
Αυτοί οι κίνδυνοι δεν αναλήφθηκαν επειδή οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες θέλησαν από αλληλεγγύη στις φτωχότερες χώρες να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξή τους. Αναλήφθηκαν με ένα καθαρά κερδοσκοπικό υπολογισμό, που σήμερα αποδεικνύεται εσφαλμένος: υπολόγιζαν ότι το ρίσκο των ομολόγων της περιφέρειας ήταν το ίδιο με αυτό των ομολόγων του «σκληρού πυρήνα», αφού στην ευρωζώνη «δεν υπάρχουν χρεοκοπίες» και δάνειζαν αφειδώς κεφάλαια στις χώρες της περιφέρειας, για να «τσιμπάνε» ελαφρώς υψηλότερες αποδόσεις, πιστεύοντας ότι παίζουν εκ του ασφαλούς.
Οι νομισματικές αρχές της ευρωζώνης αντί να σταματήσουν αυτή την αλόγιστη κερδοσκοπική δραστηριότητα και την υποτίμηση του κινδύνου, στην πραγματικότητα την ενθάρρυναν. Η ΕΚΤ δεχόταν να δανείζει τις τράπεζες με ομόλογα της Ελλάδας ή της Ιρλανδίας σαν να επρόκειτο για γερμανικά ή ολλανδικά «χαρτιά», χωρίς να δίνει σημασία στις ανισορροπίες των χωρών της περιφέρειας (η Ελλάδα, για παράδειγμα, έχει τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πολύ πριν φθάσουν να απασχολήσουν τη διεθνή κοινότητα τα τεράστια ελλείμματα του προϋπολογισμού). Όλα τα ομόλογα, γερμανικά ή ελληνικά, αντιμετωπίζονταν εποπτικά σαν τίτλοι μηδενικού κινδύνου και οι τράπεζες δεν χρειαζόταν να «κρατούν στην άκρη» έστω και ελάχιστα κεφάλαια για να καλύψουν ενδεχόμενες μελλοντικές ζημιές.
Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, λοιπόν, με τη συνενοχή της ΕΚΤ, των εποπτικών αρχών και των κυβερνήσεων, ένα κλασικό κερδοσκοπικό παιχνίδι: «ποντάρισε» τεράστια ποσά σε ομόλογα αμφίβολης αξίας και τώρα κινδυνεύει να χάσει τεράστια ποσά. Αυτές οι πιθανές ζημιές δεν έχουν επαρκή κάλυψη από κεφάλαια, ούτε καν εμφανίζονται στους ισολογισμούς των τραπεζών, οι οποίοι είναι πλέον ισολογισμοί εικονικής πραγματικότητας, που «μασκαρεύουν» προβληματικές τράπεζες για να εμφανίζονται ως δήθεν υγιείς και φερέγγυες: αντί τα «τοξικά» να καταγράφονται με βάση τις τρέχουσες αξίες τους στην αγορά, έχουν «φορτωθεί» στα τραπεζικά βιβλία, όπου οι τράπεζες έχουν δικαίωμα να τα αποτιμούν στην ονομαστική τους αξία, αδιαφορώντας για την πραγματική.
Κάπως έτσι φθάνουμε σε ένα μείζον οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα, που έχει παραλύσει τις πολιτικές ηγεσίες της ευρωζώνης, οι οποίες αδυνατούν να δώσουν σοβαρές λύσεις: οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι δεν θέλουν να πληρώσουν το «μάρμαρο» για τα κερδοσκοπικά παιχνίδια των τραπεζών, που ήταν τόσο χρόνια άκρως επικερδή για τα στελέχη και τους μετόχους τους. Οι φορολογούμενοι του Βορρά αρνούνται να ενισχύσουν τις υπερχρεωμένες χώρες της περιφέρειας, για να πληρωθούν στο ακέραιο τα χρέη τους και να μην χάσουν οι τράπεζες, ενώ οι φορολογούμενοι του Νότου αντιδρούν με όλο και μεγαλύτερη σφοδρότητα στα... αιώνια προγράμματα σκληρής λιτότητας που τους περιμένουν, για να μην χάσουν ούτε ευρώ οι τράπεζες και άλλοι επενδυτές που κερδοσκοπούσαν για χρόνια στις αγορές ομολόγων.
Το πρόβλημα περιέγραψε με μεγάλη καθαρότητα, ασχέτως αν πίσω από τις τοποθετήσεις του μπορεί να κρύβονται συμφέροντα του οίκου που εκπροσωπεί, ο επικεφαλής του τομέα σταθερού εισοδήματος τηςBlackRock, κορυφαίου παγκοσμίως οίκου διαχείρισης κεφαλαίων. Ο Πίτερ Φίσερ, μιλώντας στους “FinancialTimes” είπε πολύ απλά ότι:
n Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να διορθώσει τα προβλήματα των τραπεζών της, πριν επιχειρήσει να αναδιαρθρώσει το χρέος της Ελλάδας.
n Οι ευρωπαϊκές αρχές συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν ένα σκληρό δίλημμα: πρέπει να απαντήσουν αν θα ικανοποιήσουν την ανάγκη του οφειλέτη (εν προκειμένω της Ελλάδας) να αναδιαρθρώσει το χρέος του πριν αυτό «τσακίσει» την οικονομία, ή αν θα πρέπει να αποφύγουν την αναδιάρθρωση, υπό τον φόβο των συνεπειών που θα έχει στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
n Η μόνη σοβαρή απάντηση σε αυτό το δίλημμα είναι να φροντίζουν πρώτα οι κυβερνήσεις να ισχυροποιήσουν την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών και να προχωρήσουν αμέσως μετά στην αναδιάρθρωση χρέους των χωρών που είναι φανερό ότι δεν μπορούν να αντέξουν την υπερχρέωσή τους.
n «Οι Ευρωπαίοι δυσκολεύονται να καταλήξουν σε αυτό το συμπέρασμα, γι’ αυτό και συνεχώς παλινδρομούν ανάμεσα στην αντιμετώπιση του προβλήματος και στην υπαναχώρηση. Αυτό που με ανησυχεί», τόνισε ο Φίσερ, «είναι ότι τελικά το αποτέλεσμα των πολιτικών και των ενεργειών των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα είναι μια πολύ σκληρή οικονομική πολιτική, υπερβολικά “σφιχτή” για τις ανάγκες της ευρωπαϊκής οικονομίας».
Θέτοντας απλούστερα τα δεδομένα του προβλήματος, μπορούμε να πούμε ότι ούτε χώρες όπως η Ελλάδα μπορούν να συνεχίσουν να υποκρίνονται ότι θα εξυπηρετήσουν τα δυσβάστακτα χρέη τους, ούτε οι ευρωπαϊκές τράπεζες μπορούν να συνεχίζουν να υποκρίνονται ότι έχουν επαρκή κεφαλαιακή βάση, ενώ στην πραγματικότητα οι ισολογισμοί τους είναι εμφανώς «τοξικοί».
Η μόνη διέξοδος από την κρίση είναι να αναλάβουν επιτέλους οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μια σοβαρή πρωτοβουλία: να επιταχύνουν δραστικά και με αυστηρότητα τη διαδικασία ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών, πρώτα με ιδιωτικά κεφάλαια από τις αγορές και, όπου αυτά δεν υπάρχουν, με «ενέσεις» από το κράτη με πολύ σκληρούς όρους. Και αμέσως μετά, έχοντας πλέον ένα τραπεζικό σύστημα που θα μπορεί να ανταποκριθεί στα ρίσκα που έχει αναλάβει, να προχωρήσουν σε γενναίες αναδιαρθρώσεις χρέους, για να πάψουν επιτέλους οι οικονομίες της περιφέρειας να πνίγονται από υποχρεώσεις που εμφανώς δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν.
Για να γίνουν όλα αυτά, βέβαια, χρειάζονται σοβαρές ηγεσίες στις κυβερνήσεις, που θα προτάξουν το ευρύτερο συμφέρον των πολιτών της ευρωζώνης, ακόμη και αν χρειασθεί να αντιπαρατεθούν με τους τραπεζίτες και τις αδιέξοδες λύσεις που αυτοί εισηγούνται, μόνο και μόνο για να αποφύγουν την απλή αλήθεια: ότι έπαιξαν, έχασαν και πρέπει να πληρώσουν. Τέτοιες ηγεσίες δυστυχώς δεν υπάρχουν σήμερα στην ευρωζώνη, όπου τα πολιτικά συστήματα όλων των χωρών έχουν διαβρωθεί πλήρως από τη διαπλοκή τους με τα τραπεζικά συστήματα. Και αυτό αποτελεί το χειρότερο οιωνό για την περαιτέρω εξέλιξη της κρίσης...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ας είμαστε ευγενείς στο σχολιασμό.